breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΛΑΜΠΡΟΣ

Υπήρξε ο αρχηγός της πολύ γνωστής οικογένειας των Τζαβελαίων. Γεννήθηκε το 1745 στο Σούλι της Θεσπρωτίας. Σε έγγραφο του 1789   φαίνεται ότι ο Λάμπρος έδωσε υπόσχεση να επιτεθεί στους Τούρκους  στην Στερεά Ελλάδα, που φανερώνει την συμμετοχή του στον Επαναστατικό Αγώνα των Ελλήνων.

Το 1792 ο Αλή Πασάς θέλησε  με δόλο να υποτάξει τους Σουλιώτες και ζήτησε την βοήθεια τους,   για να κτυπήσουν τον Ιμπραήμ πασά του Μπερατίου, το Δέλβινο και το Αργυρόκαστρο.  Πήγαν για βοήθεια ο Λάμπρος Τζαβέλας, ο γιός του Φώτος και άλλοι  εβδομήντα Σουλιώτες, οι οποίοι μόλις παρουσιάστηκαν στον Αλή Πασά, συνελήφθησαν.

Ο Αλή Πασάς  απείλησε τον Λάμπρο ότι θα εκτελέσει τον γιό του Φώτο, εκτός αν πήγαινε στο Σούλι και έπειθε τους κατοίκους  του να παραδοθούν  και να το εγκαταλείψουν. Ο Λάμπρος γυρνώντας στην πατρίδα του, αποφάσισε μαζί με τους υπόλοιπους Σουλιώτες  να μην παραδοθούν, και απέστειλε μάλιστα στον Αλή το εξής γράμμα:

«Αλή πασά, χαίρομαι οπού εγέλασα ένα δόλιον. Είμ’ εδώ νά διαφεντεύσω τήν Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέφτην σάν καί σένα. Ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τόν εκδικήσω πρίν αποθάνω. Κάποιοι Τούρκοι καθώς εσύ θέλουν ειπή ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας μέ τό νά θυσιάσω τόν υιόν μου διά τόν εδικόν μου λυτρωμόν. Αποκρίνομαι ότι εάν εσύ πάρεις τό βουνόν (Σούλι) θέλεις σκοτώσει καί τόν υιόν μου μέ τό επίλοιπον τής φαμελίας μου καί τούς συμπατριώτας μου.

Τότε δέν θά ημπορέσω νά εκδικήσω τόν θάνατόν του. Αμμή άν νικήσωμεν θέλει έχω καί άλλα παιδία, η γυναίκα μου είναι νέα. Εάν ο υιός μου νέος καθώς είναι δέν μένη ευχαριστημένος ν’ αποθάνη διά τήν πατρίδα του, αυτός δέν είναι άξιος νά ζήση καί νά γνωρίζηται ως υιός μου. Προχώρησε λοιπόν, άπιστε. Είμαι ανυπόμονος νά εκδικηθώ καί νά πιώ τό αίμα σου. Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας»

Οργισμένος ο Αλή Πασάς έστειλε στις 20 Ιουλίου 1792,  δέκα χιλιάδες Τουρκαλβανούς με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη  να επιτεθούν  εναντίον των Σουλιωτών, οι οποίοι με υπόδειξη του Γιώργου Μπότσαρη, είχαν εγκαταλείψει το Σούλι, τη Σαμωνίβα και το Ναβαρίκο και είχαν οχυρωθεί στην απρόσιτη Κιάφα.

Στην μάχη που επακολούθησε οι δυνάμεις του Αλή υπέστησαν πανωλεθρία και υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες νεκρούς.

 Σκοτώθηκαν 80 Σουλιώτες, μαζί ο Κίτσος Ζέρβας και ο Κίτσος Τζαβέλας, ανιψιός του Λάμπρου, ενώ τραυματίστηκε ο Λάμπρος Τζαβέλας που πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Μετά την μάχη οι Σουλιώτες έφτιαξαν πυραμίδα με τα κεφάλια των Τουρκαλβανών, ενώ τα κουφάρια τους τα πέταξαν στον Αχέροντα.

Ο Αλή Πασάς επέστρεψε στα Γιάννινα και  υπέγραψε ειρήνη με τους Σουλιώτες παραχωρώντας τους όλη περιοχή μέχρι την Δερβίτσιανη έξι μίλια μακριά από τα Γιάννινα,  επέστρεψε τους αιχμαλώτους, μαζί με τον Φώτο Τζαβέλα και πλήρωσε 1000 γρόσια για κάθε αιχμάλωτο Τουρκαλβανό.

Πριν πεθάνει ο Λάμπρος, το 1795, άφησε στην θέση του τον γιό του Φώτο, γεγονός που δυσαρέστησε τον Γιώργο Μπότσαρη, τον αρχηγό  της άλλης σπουδαίας  οικογένειας του Σουλίου.

Η λαϊκή μούσα τραγούδησε την νίκη των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά…

Τρία πουλάκια κάθονται στόν Άη Λιάν τήν ράχην, τό ‘να τηράϊ τά Γιάννινα,

 τ’ άλλο τό Κακοσούλι τό τρίτον τό καλλίτερο, μοιρολογά καί λέγει:

«Αρβανιτιά μαζώχθηκε, πάει στό Κακοσούλι.

Τρία μπαϊράκια φαίνονται ΄πο κάτω από τό Σούλι

τό ΄να ΄ναι τού Μουχτάρ πασά, τ΄ άλλο τού Μετζομπόνου

τό τρίτο τό καλλίτερο είναι τού Σελιχτάρη.

Μιά παπαδιά τ΄ αγνάντεψε από ψιλή ραχούλα,

«Πού ΄στε τού Λάμπρου τά παιδιά, πού ΄στε οι Μποτσαραίοι!

» Αρβανιτιά μάς πλάκωσε, θέλει νά μάς σκλαβώσει,
ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δέν μάς κάνουν,
ας έρτουν πόλεμο νά ιδούν καί Σουλιωτών τουφέκια,
νά μάθουν Λάμπρου τό σπαθί, Μπότσαρη τό τουφέκι,
τ΄ άρματα τών Σουλιώτισσων, τής ξακουσμένης Χάιδως.

 Κι ο Κουτσονίκας φώναξε από τό μετερίζι:

 «Παιδιά σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντρειωμένα

γιατί έρχεται ο Μουχτάρ πασάς μέ δώδεκα χιλιάδες

.» Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τά τουφέκια
τόν Ζέρβα καί τόν Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας,
«Παιδιά μ΄ ηρθ΄ ώρα τού σπαθιού, κι ας πάψη τό τουφέκι.
Κι όλ’ έπιασαν καί σπάσανε τίς θήκες τών σπαθιών τους
τούς Τούρκους βάνουνε μπροστά, τούς βάνουν σάν κριάρια.

 Άλλ΄ έφευγαν κι άλλ’ έλεγαν «Πασά μου ανάθεμάσε!
μέγα κακό μάς έφερες τούτο τό καλοκαίρι,
εχάλασε τόση Τουρκιά, Σπαΐδες κι Αρβανίτες,
δέν είν΄ εδώ τό Χάρμοβο, δέν είν΄ η Λαμποβίτσα
εδώ ειν’ τό Σούλι τό κακό, εδώ ειν΄ τό Κακοσούλι,
πού πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σάν τούς άντρες
πού πολεμάει η Μόσκω Τζαβέλαινα σάν άξιο παλικάρι.»

Κι ο Μπότσαρης εφώναξε μέ τό σπαθί στό χέρι:
«Έλα πασά τί σκιάχτηκες καί φεύγεις μέ μενζίλια (έφιπποι ταχυδρόμοι).
Γύρισε εδώ στόν τόπο μας, στήν έρημη τή Κιάφα
εδώ νά στήσεις τό θρονί, νά γένης καί σουλτάνος.»

 

 

ΤΖΑΒΕΛΑ ΜΟΣΧΩ

 

Η Μόσχω Τζαβέλα ήταν γυναίκα του Λάμπρου και μητέρα του Φώτου,  του  Γιωργάκη, του Ζυγούρη και της Σόφως. Γεννήθηκε το 1760 και το 1792 στην μάχη της Κιάφας, επικεφαλής 400 Σουλιωτισσών έτρεψε σε φυγή τους Τουρκαλβανούς.

Όταν πέθανε ο άνδρας της πήρε την θέση του στην Δημογεροντία των Σουλιωτών και πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Τουρκαλβανών. Όταν ο Αλή Πασάς είχε συλλάβει τον γιό της Φώτο και απειλούσε να τον ψήσει ζωντανό, του απάντησε να της στείλει και αυτής ένα κομμάτι, παρά να προδώσει την πατρίδα της.

 Αναφέρεται ότι πριν από μια μάχη με τους Τουρκαλβανούς ο Φώτος της εξομολογήθηκε ότι φοβόταν το θάνατο και ότι ντρεπόταν γι’ αυτό. Η Μόσχω του απάντησε: «Μην ντρέπεσαι γιατί είσαι άνθρωπος παιδί μου και οι άνθρωποι φοβούνται το θάνατο. Θέλουν να ζήσουν, να χαίρονται τον ήλιο, να κάνουν παιδιά, να γλεντάνε. Γι’ αυτό έχει αξία ο δικός μας πόλεμος.

 Ενώ φοβόμαστε το θάνατο κι αγαπάμε τη ζωή, αγώνα κάνουμε… Οταν πολεμάς για κάτι τόσο μεγάλο, όπως είναι λευτεριά, μη φοβάσαι το Η Μόσχω μετά  και την καταστροφή του Σουλίου ακολούθησε το δρόμο προς την Πάργα και από 'κει στα Επτάνησα, όπου και πέθανε το 1803.

θάνατο».

Ο ηρωισμός της Μόσχως έχει απαθανατιστεί στα δημοτικά τραγούδια.

 

«Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τα τουφέκια

κι όλοι έπιασαν και σπάσανε τις θήκαις τω σπαθιών τους,

Τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σα κριάρια.

Αλλοι έφευγαν και άλλοι έλεγαν “Πασά μου ανάθεμά σε

Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι,

Εχάλασες τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι Aρβανίτες.

Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είναι η Λαμποβίτσα,

Εδώ ειν’ το Σούλι το κακό, εδώ ειν’ το Κακοσούλι,

Που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες,

Που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι”».

 

 

ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΦΩΤΟΣ

Γεννήθηκε στο Σούλι το 1770 και ήταν γιός του Λάμπρου και της Μόσχως. Μετά την μάχη της Κιάφας και τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε  την ηγεσία των Σουλιωτών  και έδωσε πολλές μάχες εναντίον του Αλή Πασά στο χρονικό διάστημα 1800-1803, όπου διακρίθηκε για τον ηρωισμό και την ανδρεία του.

Οι Σουλιώτες ορκίζονταν στο…σπαθί του Φώτου. Όταν τον Δεκέμβριο του 1803 οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, ο Φώτος κατέφυγε στην Πάργα και κατόπιν στην Κέρκυρα  όπου είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες.

Εκεί υπηρέτησε σαν αξιωματικός στο στρατιωτικό σώμα που είχε δημιουργηθεί από τους Ρώσους, μαζί με άλλους κλεφταρματολούς.

Το 1809 η Κέρκυρα πέρασε στα χέρια των Γάλλων και ο Φώτος ορίστηκε από τους Γάλλους χιλίαρχος του Συντάγματος που είχα δημιουργήσει.

Πέθανε το 1809  από άγνωστη αιτία και ενταφιάστηκε στο μοναστήρι της Πλατυτέρας, όπου υπάρχει ο τάφος του μέχρι σήμερα.

 

ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ ΚΙΤΣΟΣ

Γεννήθηκε στο Σούλι το 1801 και ήταν δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα και εγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα και της Μόσχως. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Κέρκυρα, όπου κατέφυγε η οικογένειά του όταν καταλήφθηκε το Σούλι το 1803 από τον Αλή Πασά και το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στην πατρίδα του, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος - αρχηγός, σε ηλικία μόλις 19 χρονών.

Το 1822 μετά τον  θάνατο του Αλή Πασά  πήγε στην Πίζα της Ιταλίας, σαν απεσταλμένος των Σουλιωτών  όπου ήρθε σε συνεννόηση με τους Φιλικούς για τον τρόπο δράση του, και έλαβε οικονομική ενίσχυση για τον Αγώνα από τον εκεί διαμένοντα Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο.

Στα μέσα Οκτωβρίου του 1822, γύρισε  στην Ελλάδα και πήρε μέρος, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στην Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου , στη μάχη του Κεφαλόβρυσου τον Αύγουστο του 1823 και στη πολιορκία του Αιτωλικού το 1823. Μετά το θάνατο του Ζυγούρη Τζαβέλα έγινε αρχηγός των Σουλιωτών.

Στις 14 Ιουλίου του 1824 συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης και  για την ηρωική του δράση όλοι τον αποκαλούσαν " Ο Ήρωας της Άμπλιανης". Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1824 συμμετείχε στις εμφύλιες συρράξεις που έλαβαν χώρα στην Πελοπόννησο. Την Άνοιξη του 1825 πολέμησε εναντίον του Ιμπραήμ.  στη μάχη που διεξήχθη στο Κρεμμύδι (7 Απριλίου 1825), όπου οι Έλληνες με αρχηγό το ναυτικό Σκούρτη, άπειρο στους αγώνες στην ξηρά υπέστησαν συντριπτική ήττα.

 Επέστρεψε στην Στερεά Ελλάδα και μαζί με τον Καραϊσκάκη νίκησαν τους Τούρκους στο Δίστομο στις 9 Ιουνίου 1825. Αργότερα βοήθησε  με τα σώματα που τελούσαν υπό τον Γ. Καραισκάκη, τον αγώνα των εγκλείστων στη Γ' Πολιορκία του Μεσολογγίου (15 Απριλίου 1825 - 10 Απριλίου 1826) με κορυφαία πράξη του τη νυχτερινή έφοδο κατά του Τουρκικού στρατοπέδου στις 25 Ιουλίου 1825. Στις 7 Αυγούστου 1825 μπήκε  στην πόλη επικεφαλής 580 ανδρών ενισχύοντας την άμυνά της και διαπρέποντας στις εκτός των τειχών εφόδους κατά των Τουρκοαιγυπτίων.Στις 28 Φεβρουαρίου 1826  επιτέθηκε εναντίον του στρατοπέδου του Κιουταχή, και στις  25 Μαρτίου 1826 πρωταγωνίστησε στη θρυλική μάχη της Κλείσοβας, η οποία στοίχισε στους επιτιθέμενους Τουρκοαιγύπτιους 3-3.500 νεκρούς και τραυματίες.

Κατά τον Α. Γούδα "ουδεμία συνέβη σπουδαία έφοδος, ούτε αποτελεσματική έξοδος χωρίς να αγωνισθεί και να δοξασθεί και ο Κίτσος Τζαβέλας"Κατά την έξοδο της Φρουράς του Μεσολογγίου που ακολούθησε, οδήγησε μία από τις τρεις φάλαγγες των Εξοδιτών και κατέφυγε στο Ναύπλιο. Το 1827, πολέμησε στην Αττική για την απελευθέρωση της Αθήνας με τον Γ. Καραΐσκάκη, μετά το θάνατο του οποίου διορίστηκε αρχηγός του στρατοπέδου στον Πειραιά.

Όταν ανέλαβε κυβερνήτης ο Καποδίστριας  έγινε  χιλίαρχο της Α' Χιλιαρχίας το 1828, και ανέλαβε να εκκαθαρίσει την Στερεά Ελλάδα από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους. Το 1829 συμμετείχε στην ανακατάληψη του Αντιρρίου, της Ναυπάκτου και του Μεσολογγίου . Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831),  αναμίχθηκε στις συγκρούσεις που ακολούθησαν. 

Την περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνα φυλακίστηκε μαζί με τον Κολοκοτρώνη,  διότι υπήρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας . Μετά την ενηλικίωσή του όμως ο Όθωνας, το 1835, τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι.

Το 1854, όταν ξέσπασε το Απελευθερωτικό Κίνημα των Αλύτρωτων περιοχών, μαζί με άλλους Σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο και  αποσύρθηκε μετά την αποτυχία του εγχειρήματος. Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1855 στο Μεσολόγγι. Στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα υπάρχει η προτομή του.


ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ ΚΙΤΣΟΣ
ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ ΦΩΤΟΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής