breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

 

Kοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

 

Γεννήθηκε το 1719 στο Σούλι και ήταν γιός του Κυριάκου Μπότσαρη, μετά τον θάνατο του οποίου  ανέλαβε την αρχηγία της φάρας των Μποτσαραίων .

Αγωνίστηκε κατά του Αλή Πασά που είχε σκοπό να υποδουλώσει το Σούλι και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους υπερασπιστές του.

 

Το 1792 στα στενά της Κιάφας συνέτριψε τις δυνάμεις του Αλή Πασά και τον υποχρέωσε να υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη και να πληρώσει  σημαντική χρηματική αποζημίωση.

Με την νίκη του αυτή  κατέστησε την φάρα των Μποτσαραίων προνομιούχο, ανάμεσα στις άλλες σπουδαίες οικογένειες του Σουλίου. Ο Γιώργης Μπότσαρης είχε δύστροπο χαρακτήρα που έφερε σε κίνδυνο διάσπασης των Σουλιωτών, με αποτέλεσμα  να παραδώσει την ηγεσία  της φάρας του στον πρωτότοκο γιό του τον Τούσια.

 

Μετά τον θάνατο του Τούσια ανέλαβε ξανά  την αρχηγία της φάρας και στις 25 Ιουνίου  του 1797 η Σουλιώτικη Ομοσπονδία τον έστειλε με  2.000 Σουλιώτες να βοηθήσει  στο Δόγη της Βενετίας  που κινδύνευε από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα.

Αργότερα παρέδωσε την αρχηγία στον γιο του Κίτσο Μπότσαρη.

Πέθανε σε μεγάλη ηλικία  το  1799 σταΤζουμέρκα.

Άλλοι λένε ότι πέθανε  από στεναχώρια διότι τον εξαπάτησε ο Αλή Πασάς, και άλλοι ότι αυτοκτόνησε.

Άλλα παιδιά του εκτός του Τούσια ήταν ο  Κίτσος Μπότσαρης, ο Νότης Μπότσαρης, ο Νικήτας Μπότσαρη και η Μαρία Μπότσαρη.

 

ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ ΤΟΥΣΙΑΣ

Ο Τούσιας ήταν ο πρωτότοκος γιός του Γιώργη Μπότσαρη, γεννήθηκε το 1750 στο Σούλι. Ήταν σπουδαίος οπλαρχηγός, φημισμένος για  την ανδρεία του, το παράστημα και την ομορφιά του. Σε νεαρή ηλικία στάλθηκε επικεφαλής αντιπροσωπείας των Σουλιωτών στην Αγία Πετρούπολη, όπου συνάντησε την Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄της Ρωσίας από την οποία  έλαβε τον βαθμό του ταγματάρχη του ρωσικού στρατού.

 

Έλαβε επίσης πολλά δώρα και μέσα σε αυτά ήταν  η περίφημη σημαία που χρησιμοποιήθηκε ως μπαϊράκι από τους Μποτσαραίους, καθ' όλο τον Αγώνα μέχρι το τέλος της Επανάστασης.

Αγωνίστηκε εναντίον του Αλή Πασά  και κατά την διάρκεια της δεύτερης εκστρατείας του εναντίον των Σουλιωτών, σκότωσε σε μονομαχία τον αρχηγό των Λιάπηδων Μουσλή Γκιουλέκα.

Αναλαμβάνοντας της αρχηγία της φάρας του  αγωνίστηκε εναντίον της φάρας των Τζαπαραίων τουρκαλβανών αγάδων της περιοχής, και σε μια συμπλοκή το 1792 σκοτώθηκε, δυο μήνες πριν γεννηθεί ο γιός του που πήρε το όνομα του.

 

ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ ΚΙΤΣΟΣ

 

Γεννήθηκε στο Σούλι το 1754 και ήταν  ο δευτερότοκος γιός του Γιώργου Μπότσαρη. Μετά τον θάνατο του  πρωτότοκου αδελφού του Τούσια, ανέλαβε αυτός την αρχηγία των Μποτσαραίων.

 

Ανήκε στα πέντε παιδιά  από το Σούλι που είχε πάρει ο Αλή Πασάς σαν ομήρους  στην πρώτη του εκστρατεία το 1789 και έτσι μέχρι την απελευθέρωσή του μεγάλωσε στην αυλή του.

Στα τέλη του 18ου αιώνα και μετά τον θάνατο του πατέρα του Γεώργιου Μπότσαρη, συνελήφθη , μαζί με τον γιό του Κωνσταντίνο  και φυλακίστηκε στα Γιάννινα. Υπάρχουν όμως μαρτυρίες που αναφέρουν ότι, ο Κίτσος έχαιρε της εκτίμησης του Αλή Πασά, που τον εκτιμούσε για την ανδρεία και την γενναιότητά του.

Μετά την καταστροφή του Σουλίου τα στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, ο Κίτσος άφησε τον γιό του στα Γιάννινα και πήγε να βοηθήσει τους συμπατριώτες του στο Σούλι, οι περισσότεροι από τους οποίους το είχαν εγκαταλείψει  και κατέφυγαν στην Πάργα και τα Επτάνησα.

Με μια  ομάδα που την αποτελούσαν  1148 διασωθέντες Σουλιώτες, οδηγήθηκαν στην ιστορική μονή του Σέλτσου, την οποία πολιόρκησαν  6000 Τουρκαλβανοί και το κατέλαβαν στα μέσα Απριλίου του 1804.

Μετά την νίκη τους οι Τουρκαλβανοί  κατέσφαξαν τους πολιορκημένους, από τους οποίους διασώθηκαν μόνο 80 άνδρες και δύο γυναίκες. Ο Κίτσος διασώθηκε  και κατέφυγε στην Κέρκυρα, όπου κατατάχθηκε στα Ρωσικά και Γαλλικά στρατεύματα, με τον βαθμό του συνταγματάρχη.

 

Μετά την πτώση του Ναπολέοντα το 1813,  ο Αλή Πασάς τον κάλεσε στα Γιάννινα, δίνοντάς του πολλές υποσχέσεις. Μαζί με τον γιό του Μάρκο και μερικούς συντρόφους του   πήγε στην Άρτα, όπου φιλοξενήθηκε στ σπίτι ενός φίλους του παπουτσή του Ρούση.

Eκεί έστειλε ο Αλή Πασάς τον έμπιστο φίλο του αρματολό του Βάλτου Γώγο Μπακόλα που τον δολοφόνησε. Ο Κίτσος Μπότσαρης τάφηκε στην Άρτα χωρίς τιμές «διά τον φόβον των Ιουδαίων»,  και την αρχηγία Μποτσαραίων ανέλαβε ο αδελφός του Νότης Μπότσαρης.

Από τότε  οι Σουλιώτες  μισούσαν τον Γώγο Μπακόλα, και μόλις στα 1822, και αφού πρώτα ο Γώγος βοήθησε στον αγώνα και πολέμησε γενναία και με πείσμα τους Τούρκους, ο γιος του  Κίτσου Μπότσαρη, Μάρκος  συμφιλιώθηκε μαζί του και μάλιστα αρραβώνιασε την θυγατέρα του Βασιλική με τον εικοσαετή γιο του Γώγου, Ντούλα.

Ο Κίτσος Μπότσαρης είχε τρεις συζύγους: τη Χρυσούλα Παπαζώτου-Γιώτη, την Αναστασία Μακαντώνη και τη Βασιλική Βαβύλη. Παιδιά του Κίτσου Μπότσαρη ήταν ο Νικόλας Μπότσαρης, ο θρυλικός Μάρκος Μπότσαρη και ο Κώστας Μπότσαρης Η λαϊκή μούσα ασχολήθηκε με τον άδικο θάνατο του Κίτσου……

 

Τρία πουλάκια κάθουνταν ‘σ της Άρτας το γιοφύρι, Το ’να τηράει τα Ιάννινα,

τ’ άλλο κατά το Σούλι, Το τρίτον, το καλήτερον, μυργιολογάει και λέγει· Ο

Μπότσαρης εκίνησε ‘σ τα Ιάννινα να πάγη, Για να βουλλώση μπουγιορτί, ‘σ το

Βουργαρέλ να πάγη, Για να μαζώξη τ’ άσπρα του όπου είχε δανεισμένα· Κ’ από

την Άρταν διάβηκε κονάκι να του κάνουν· Κ’ ευθύς κονάκι τώκαμαν ‘σ του

παπουτσή του Ρίζου, (Κ’ εκεί τραπέζι βάλανε ψωμί για να δειπνήσουν). Τρία

τουφέκια τώρριξαν, τα τρί’αρράδ’ αρράδα. Το’να τον πέρει ‘ σ το πλευρόν, τ’

άλλο μέσα τα στήθη, Το τρίτον, το φαρμακερόν, τον παίρνει μες το στόμα. Το

στόμα αίμα γιόμωσε, και κοιλαδεί και λέγει « (Καθήστε, παλληκάρια μου, και

συ, βρε ψυχουιέ μου, «Τι τούτο δεν είναι για σας) πάρτε μου το κεφάλι, «Να

μη το πάρη η τουρκιά, το πάγη ‘σ του βεζίρη· «Το ιδούν οχθροί και

χαίρουνται, οι φίλοι, και λυπούνται».

 

…. Και μία παραλλαγή

 

Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι χάθη, Που βάρεσαν τον Μπότσαρη, τ’ άξιο

το παλληκάρι· Που στον ντουνιά δεν ήτανε και δεν μεταγενιέται. Ο Γυφτογώγος

το σκυλί αντάμα με τον Νούρη Βαλμέν’ απ’ τον Αλή πασά κι από τον σελιχτάρη

Στον τόπον που κοιμώτανε, τον έγαφαν με μπέσα. Τρία τουφέκια του ρίξαν όλα

με μπαλαρμάθες, Λίγη φωνίτσαν έσυρε, πριχού να ξεψυχήση· – Το πούσαι Νότη

μ’ αδελφέ και συ Μάρκε  παιδί μου, Το αίμά μου να σύρετε ς τ’ Αλή πασά το

ντσάκι, Δεν τόχω πως με βάρεσαν μηδέ πως αποθαίνω, Μουν τόχω πως δεν έζησα

σ’ ένα μεγάλο τσέγκι, Να δειάσω το τουφέκι μου, να παίξω το σπαθί μου.

Δόστε μαντάτα στους Κορφούς, στους μαύρους του συντρόφους.

 

ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ ΝΟΤΗΣ

 

Γεννήθηκε στο Σούλι το 1756, ήταν ο υστερότοκοςς γιός του Γιώργη Μπότσαρη και μετά τον θάνατο του αδελφού του Κίτσου, ανέλαβε την αρχηγία της φάρας των Μποτσαραίων.

Έλαβε μέρος στην μάχη του Σέλτσου το 1805 που κατέληξε σε τραγωδία όταν η κόρη του και η γυναίκα του έπεσαν στον Αχελώο ποταμό για να μην συλληφθούν από τους Αλβανούς. Αναφέρει ο Κώστας Παπαδημητρίου….

Στο ρέμα κάτω απ   τη βρύση κείτονταν ο Νότης, διάτρητος απ  τις πληγές, πνιγμένος στο αίμα, κατάμαυρος απ  τη μπαρούτη. Το αίμα κυλούσε απ  την τρανή λαβωματιά πάνω απ  το μεσόφρυδο και του θόλωνε το μάτι. Έκανε να περπατήσει μα δεν τα κατάφερνε και σωριαζόταν ξανά στο χώμα ανήμπορος.

Σε μια γωνιά φάνηκε η θυγατέρα του η Λένω να κατηφορίζει κατά το μοναστήρι. Πέφτει πάνω στον πατέρα της που χαροπάλευε. Τον αγκαλιάζει με βουρκωμένα μάτια και τον ρωτά:

  -Πατέρα, τι να κάμω;

 Ο Νότης τη γνώρισε απ  τη φωνή. Απλώνει και της πιάνει το χέρι.

-Παιδί μου, ήρθε η ώρα σου. Τοιμάσου να πεθάνεις! της αποκρίνεται. Ανατρίχιασε σύγκορμη η Λένω και πετιέται ολόθρη. -Που “ναι η μάνα σου; Τη ρωτά ο Νότης.

-Δεν ξέρω, πατέρα… Πατέρα φεύγω, είπε και έσκυψε και τον φίλησε.  Σκούπισε τα αίματα και τα δάκρυα απ” τα μάτια του και γύρισε να την κοιτάξει. Ένας κόμπος του έπνιξε το λαιμό. Γύρω του τα βουγγητά και τα ρεκάσματα των γυναικών και των παιδιών αντιβοούσαν.

Εκατόν εξήντα γυναίκες τράβηξαν για το ποτάμι. Χύμηξε και η Λένω με το γιαταγάνι ανάμεσα στους εχθρούς κι έτρεξε να τις προφτάσει. Κοντοστέκεται πιο κάτω να πάρει ανάσα μα βλέπει πέντε Αρβανίτες να την περικυκλώνουν. Την είδαν νέα κι όμορφη και την πήραν από πίσω.

Τη σιμώνουν και της φωνάζουν να σταματήσει. -«Βάϊ: (άγγελε) δε λυπάσαι την ομορφιά σου; Μη λουλη (λουλούδι),καρτερά με κι εγώ θα σε γλιτώσω» της

φώναξε ένας.  

 Κατάλαβε η Λένω πως άλλη επιλογή απ” το πνίξιμο δεν της απόμεινε και ορμά στο ποτάμι. Οι Αρβανίτες ρίχνονται από κοντά. Τη σιμώνουν κι απλώνουν τα χέρια τους για να την πιάσουν. Απλώνει και η Λένω τα δικά της, μα όχι για να τους πιάσει, αλλά να τους σπρώξει στο βαθύ το ρέμα.

Και το πετυχαίνει στέλνοντας τους στην αγκαλιά του χάρου. Τη σιμώνουν όμως στο μεταξύ και άλλοι Αρβανίτες. Δεν της μένει άλλο να κάμει. Ορμά και αυτή στα βαθειά νερά και τη σκέπασε για πάντα το νερό που έγινε ο υγρός τάφος της. Κι έμεινε θρύλος ο θάνατος της Λένω.

 

Τούρκοι, για μην πεδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου.

 

σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις παλάσκες.

 

-Κόρη, για ρίξε τ” άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου!

 

-Τι λέτε, μωρ” παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια

 

Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, του Νότη θυγατέρα,

 

και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των Τούρκων τα χέρια»!

 

Στην μάχη του Σέλτσου μόνο 65 Σουλιώτες κατάφεραν να διαφύγουν και πολλά γυναικόπαιδα προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό και να πεθάνουν.

 

Ο Νότης, βαριά τραυματισμένος συνελήφθη  μαζί με την γυναίκα του Χριστίνα και τα παιδιά του Κίτσου Μπότσαρη  Κώστα, Δέσποινα και Αγγελική, και κλείστηκε στον φρούριο της Κλεισούρας, απ΄ όπου τον επόμενο χρόνο δραπέτευσε και κατέφυγε στην Κέρκυρα.

Οι Κίτσος και Μάρκος Μπότσαρης  (πατέρας και γιος) κατάφεραν να επιζήσουν, κρυμμένοι σε μια σπηλιά, και τελικά να φτάσουν στην Πάργα. Ο Νότης συγκρότησε στην Κέρκυρα  δύναμη από Σουλιώτες με τους οποίους έφτασε στο Μεσολόγγι, όπου διακρίθηκε σε όλες τις πολιορκίες και κατά την έξοδο.

Όταν μετά την πτώση της Πρέβεζας (1820) αποφασίστηκε,  από την Πύλη να πολιορκηθούν τα Γιάννενα, ο Νότης Μπότσαρης  με τους Σουλιώτες αποφάσισαν να συμμετέχουν στις μάχες  για να εκδικηθούν τον Αλή Πασά και στην καταστροφή του Σουλίου.

 

Ο Αρχιστράτηγος του Σουλτάνου όμως δεν τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Μπότσαρη, και αντί να δώσει  πίσω   στους Σουλιώτες τα εδάφη τους, συνθηκολόγησε με τον Αλή Πασά.

Το 1827 ο Νότης πολέμησε στην μάχη του Διστόμου, όπου τραυματίστηκε και τραυματίστηκε και δύο χρόνια αργότερα το1829 διακρίθηκε στην πολιορκία και στην άλωση της Ναυπάκτου. Πήρε μέρος στην Γ΄ Συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος στο Ανατολικό. Ο Νότης Μπότσαρης τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον βαθμό του Υποστράτηγου. Πέθανε στη Ναύπακτο το 1841.


ΤΟΥΣΙΑΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής