breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ

Γεννήθηκε στο Σούλι το 1790  και ήταν γιός του Κίτσου Μπότσαρη και της Χριστίνας Παπαζώτου-Γιώτη, χαρακτηρίστηκε δε από τους ιστορικούς σαν μια από τις πιο αγνές μορφές της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά την καταστροφή του Σουλίου το 1803, από τις δυνάμεις του Αλή Πασά, ο Μάρκος κατέφυγε με τον πατέρα του στην Κέρκυρα, όπου εντάχθηκε στο σώμα των Ηπειρωτών-Σουλιωτών που είχαν δημιουργήσει οι Γάλλοι  και έφθασε μέχρι τον βαθμό του Συνταγματάρχη.

Το 1813 μαζί με τον πατέρα του, επέστρεψε στην Ήπειρο και μετά την δολοφονία του εγκαταστάθηκε στον Κακόλακο Πωγωνίου όπου το 1815  ο Αλή Πασάς τον διόρισε αρχηγό της περιοχής. Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.

Το 1820 μαζί με τον θείο του Νότη και άλλους Σουλιώτες  πολέμησαν στο πλευρό του Σουλτάνου εναντίον του Αλή Πασά, αφού είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα  ξαναγύριζαν στα πάτρια εδάφη.

Όταν όμως κατάλαβαν ότι ο σουλτάνος αθετούσε την υπόσχεση του τότε,  ήρθαν σε συνεννόηση με τον Αλή Πασά  και του πρότειναν να τον βοηθήσουν, με αντάλλαγμα τον επαναπατρισμό τους. Ο Μάρκος Μπότσαρης, επικεφαλής 350 Σουλιωτών πέτυχε σημαντικές νίκες  στο όρος Σατοβέτζα, κατέλαβε τα φρούρια των Βαριάδων,  της Ρηγιάσας και Ρινιάσσας, και πέτυχε περιφανή νίκη  εναντίον των Τούρκων στις Κομψάδες και στα Πέντε Πηγάδια.

Με την έκρηξη της Επανάστασης, ο Μάρκος Μπότσαρης έλαβε μέρος στις νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821), στην Πλάκα (Σεπτέμβριος 1821) εναντίον του Τοπάλ Αλή Πασά και στα Δερβιζανά εναντίον του Τουρκομακεδόνων του Καπλάν Μπέη (12 Οκτωβρίου 1822). Στις 12 Νοεμβρίου 1821 συμμετείχε στην πολιορκία  της Άρτας (17 Νοεμβρίου 1821).

Οι Οθωμανοί είχαν αιχμαλωτίσει την οικογένειά του, που διέμενε στον Κακκόλακο και όταν τον Μάρτιο του 1822 πήγε μαζί με άλλους Σουλιώτες οπλαρχηγούς στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση, κατάφερε να την απελευθερώσει, ανταλλάσσοντάς την με τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά που είχαν αιχμαλωτισθεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς.

Την οικογένεια την έστειλε στην Ανκόνα της Ιταλίας και ο ίδιος παρέμεινε στην Πελοπόννησο με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο αργότερα ακολούθησε στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.

Ζήτησε την βοήθεια του Μαυροκορδάτου  να εκστρατεύσει για να απελευθερώσει το Σούλι, αλλά στα τέλη Ιουνίου του 1822 αντιμετώπισαν  στο Κομπότι της Άρτας τις πολυπληθέστερες δυνάμεις του Κιουταχή και υπέστησαν οδυνηρή ήττα.

Το ίδιο συνέβη αργότερα  στην μάχη του Πέτα, όπου έλαβε μέρος με 32 Σουλιώτες, και έτσι το Σούλι παραδόθηκε οριστικά στους Οθωμανούς.

Στα τέλη του  1822 βρίσκεται ανάμεσα στους υπερασπιστές του Μεσολογγίου  και στις συνομιλίες του με τους Τούρκους, τα λεγόμενα καπάκια, έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους, να οργανωθούν. Με μόνο 35 άνδρες υπερασπίστηκε τα τείχη της πόλης, απέναντι στα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση  και με παρέμβαση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του δόθηκε ο τίτλος του στρατηγού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, γεγονός  που προκάλεσε την ζήλεια και την οργή των άλλων οπλαρχηγών.

 Τότε ο Μάρκος μπροστά σε όλους έσκισε το χαρτί της προαγωγής του λέγοντας ότι ….."Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα με το σπαθί του από τον πασά!".

Με αυτήν την πράξη του  απέδειξε την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Το καλοκαίρι του 1823 ο Μάρκος Μπότσαρης προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο των Τουρκικών στρατευμάτων  που είχαν επικεφαλής τον Μουσταή Πασά, τον Ομέρ Βρυώνη και  τον Σούλτση Κόρτσα, οι οποίοι με 15.000 στρατό κατευθύνονταν προς τη δυτική Στερεά. Τη νύχτα της 8ης προς 9η Αυγούστου, μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και 350 Σουλιώτες  επιτέθηκε κατά των 4.000 Τουρκαλβανών του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Ο  Μπότσαρης, αν και πληγωμένος ελαφρά στην κοιλιά, νίκησε τους Τουρκαλβανούς, όμως   μια εχθρική σφαίρα  τον χτύπησε στο μάτι.

ΟΙ ιστορικοί αναφέρουν πως ο Μπότσαρης  πριν ξεψυχήσει:  φώναξε «Αδέλφια, με βάρεσαν». Εκείνη τη στιγμή, οι Σουλιώτες, αν και νικούσαν, διέκοψαν τον αγώνα για να παραλάβουν τον νεκρό αρχηγό τους  και μετά  την μάχη το μετέφεραν στο Μεσολόγγι.

Μεταφέροντας το σώμα του Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι όπου τον ενταφίασαν, σταμάτησαν για λίγο στον νάρθηκα της Μονής Προυσσού όπου βρισκόταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας "Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω".

Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή την οποία περιέγραψε  ο Πουκεβίλ στα απομνημονεύματά του. Στην πομπή  προηγούνταν Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν  τα άλογα των Τούρκων  με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερις εχθρικές σημαίες.

Ο Μπότσαρης  ήταν καλυμμένος με γαλάζια χλαμύδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών.  Η κηδεία ξεκίνησε το απόγευμα από το σπίτι  του Επάρχου Κωνσταντίνου Μεταξά, για να δείξουν ότι τον κηδεύει το Έθνος.  Η επικήδεια τελετή έγινε στον ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων.  

Μετά  την κατάληψη του Μεσολογγίου από τους Οθωμανούς, οι Τουρκαλβανοί άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του. Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και τη σημαντική συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια θεωρείται μεγάλος εθνικός ήρωας.

Για τον θάνατο του Μπότσαρη γράφτηκαν πολλά  ποιήματα και δημοτικά τραγούδια, ενώ  πολλοί ζωγράφοι εμπνεύστηκαν τα έργα τους από σκηνές της ζωής του ήρωα.

Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε το  ποίημα  «Εις Μάρκον Μπότσαρην» όπου παρομοιάζει την συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με την συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα.

Ποιήματα αφιερωμένα στον Μπότσαρη έγραψαν ο αμερικανός ποιητής Φιτζγκρίν Χάλεκ (1790-1867) με τίτλο «Marco Bozzaris» (1825), ο Ελβετός ποιητής και δημοσιογράφος Ζιστ Ολιβιέ (1807-1876) με τίτλο «Marcos Botzaris au mont Aracynthe» («Ο Μάρκος Μπότσαρης στο όρος Αράκυνθος», 1826) και ο γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ στη συλλογή ποιημάτων του «Les Orientales» («Τ' Ανατολίτικα», 1829).

Το 1858 ο ζακυνθινός συνθέτης Παύλος Καρρέρ παρουσίασε την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης». Από την όπερα αυτή ιδιαίτερα δημοφιλής έχει καταστεί η άρια του Μάρκου "Εγέρασα, μωρές παιδιά", ευρύτερα γνωστή και ως "Γερο-Δήμος".

Το γαλλικό κράτος τίμησε το 1911 τον Μάρκο Μπότσαρη, δίνοντας σ' έναν από τους σταθμούς του παρισινού μετρό τ' όνομά του («Botzaris»).

Αναφέρεται ότι ήδη το 1825 υπήρχε λαϊκό-σχολικό δράμα για τον Μάρκο Μπότσαρη γραμμένο από την Ευανθία Καΐρη, το οποίο κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης διδασκόταν σε όποια σχολεία το επέτρεπαν οι συνθήκες π.χ στην  Τήνο για να τονώνεται το αίσθημα υπέρ της ελευθερίας.

Το 1810 ο Μάρκος Μπότσαρης  πήρε διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα, λόγω απιστίας,  και παντρεύτηκε ξανά την  Χρυσούλα Καλόγερου, κόρη του αρματολού της Πρέβεζας Χρηστάκη Καλογήρου με την οποία απέκτησε  πέντε παιδιά από τα οποία μόνο τα δύο επιβίωσαν όσο ο Μπότσαρης ήταν εν ζωή. 

Ο γιος του, Δημήτριος Μπότσαρης, ο οποίος γεννήθηκε το 1814, έγινε στρατιωτικός και διατέλεσε Υπουργός Στρατιωτικών το 1859 και 1866-1877, ενώ οργάνωσε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Πέθανε στις 17 Αυγούστου 1871 στην Αθήνα.

Η κόρη του Μπότσαρη, Κατερίνα "Ρόζα" Μπότσαρη, γεννημένη στο Σούλι το 1818, ήταν  η καλλονή της εποχής  και διετέλεσε κυρία  επί των τιμών στην υπηρεσία της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.

Ο Μάρκος Μπότσαρης παρά την περιορισμένη του μόρφωση,  σε ηλικία 19 ετών και ενώ βρισκόταν στην Κέρκυρα, έγραψε το 1809 το «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανιτικοίς Απλής», ήτοι ένα ελληνο-αλβανικό λεξικό, το πρωτότυπο του οποίου βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη των Παρισίων και το οποίο το 1980 εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Τίτο Γιοχάλα.


Ο Θάνατος του Μπότσαρη. Πίνακας του Ludovicco Lippari

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής