breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ

O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1772 στο Λιβάδι-Βλαχολίβαδο του Ολύμπου. Η μάνα του Νικολέτα, που πέθανε λίγα χρόνια μετά την γέννησή του, ήταν κόρη ενός Λιβαδιώτη προύχοντα και ο πατέρας του κατάγονταν από την Φτέρη Πιερίας  και ήταν απόγονος της σπουδαίας γενιάς των Λαζαίων αρματολών του Ολύμπου.

Ήταν πολύ έξυπνος  και  απέκτησε  πολλές γνώσεις φοιτώντας στο ονομαστό σχολείο του Λιβαδίου, έχοντας δασκάλους τους Ιωάννη Πέζαρο και Ιωνά Σπαρμιώτη. 

Όταν τελείωσε το σχολείο του ο πατέρας του για να εξασκηθεί  περισσότερο τον έστειλε στο στρατόπεδο ενός συγγενή του  Έξαρχου Λάζου, όπου διακρίθηκε  για τα πνευματικά και σωματικά του προσόντα, που τον ανέδειξαν πρωτοπαλίκαρο του θείου του Τόλιου Λάζου. Σε ηλικία 26 χρονών  απέκτησε το αρματολίκι του Ολύμπου και πολέμησε τον Αλή πασά, ο οποίος τον επικήρυξε και τον ανάγκασε να φύγει στην Σερβία, όπου ήρθε σε επαφή με Σέρβους επαναστάτες.

Το 1804 ξέσπασε η Σερβική Επανάσταση  και ο Ολύμπιος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς όπως ο Νικοτσάρας και Καρατάσος  έσπευσαν προς βοήθεια του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς, πολεμώντας εναντίον των Τούρκων.

Μετά την αποτυχία της Σερβικής Επανάστασης, το 1805 μαζί με τον Κωνσταντίνο Υψηλάντη, συγκρότησε  σώμα από Έλληνες των παραδουνάβιων περιοχών και έλαβε μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο  σαν λοχαγός του Ρωσικού στρατού.

Διακρίθηκε ιδιαίτερα στην μάχη της Οστράβας το 1806  στο πλευρό του Ρώσου αρχιστρατήγου Κουτούζωφ και προήχθη σε συνταγματάρχη, ενώ αργότερα ο τσάρος Αλέξανδρος τον συμπεριέλαβε στην αποστολή  του συνεδρίου της Βιέννης, όπου γνώρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

Το 1807 επιχείρησε να κηρύξει επανάσταση στην περιοχή του Ολύμπου, η οποία όμως απέτυχε, με αποτέλεσμα να καταφύγει στην Βλαχία, όπου παντρεύτηκε την χήρα του Πέτροβιτς, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.

Το 1817 μυήθηκε στην  Φιλική Εταιρεία από τον Γιώργο Λεβέντη  και συμπεριλήφθηκε στους Δώδεκα Αποστόλους, καταφέρνοντας να μυήσει  σε αυτήν τον εξόριστο αρχηγό των Σέρβων  επαναστατών Καραγεώργη και τον Βλάχο οπλαρχηγό Βλαδιμητρέσκου.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον  διόρισε αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων στην Μολδοβλαχία και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην οργάνωση των πολεμικών επιχειρήσεων.

Τον διορισμό του σαν αρχιστράτηγος παρέδωσαν οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Χριστόφορος Περραιβός και εκείνος έδωσε όρκο πως θα θυσιάσει το παν για την επιτυχία του αγώνα: «…διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν…».

Και η απάντηση του Ολύμιου «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματος μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμιά ανθρώπινος περίστασις».

Στις 7 Ιουνίου του 1821 έλαβε μέρος στην μοιραία μάχη του Δραγατσανίου, κοντά στον Υψηλάντη, και μετά την ήττα των Ελλήνων, καταδιώχθηκε από τους πολυάριθμους Τούρκους.  Εν τω μεταξύ  οι δυνάμεις του ενώθηκαν με αυτές του Γιάννη Φαρμάκη και κατέφυγαν στα βουνά, δίνοντας συχνά μάχες με ομάδες  Τούρκων που τους κυνηγούσαν.

Ο Ολύμπιος είχε τραυματιστεί, ήταν άρρωστος αλλά προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες του. Τέλη  Αυγούστου, εξέδωσε προκήρυξη που βρέθηκε στα αυστριακά αρχεία, όπου φαίνεται το υψηλό του φρόνημα.

«Ανδρείοι Έλληνες! Όλοι μας, ευγενείς, αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομόδοξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας. Ψηλά το κεφάλι αδέλφια. Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας. Εσώσαμεν εν τούτοις τη τιμήν μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γυιούς της Ελλάδας. Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας... Ας πεθάνωμε κοιτάζοντας άφοβα τον θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδας! Θάνατος στους βαρβάρους».

Μαζί με τον Φαρμάκη και με 350 εναπομείναντες πολεμιστές κατέφυγαν στην Μονή Σέκου της Μολδαβίας, που απέχει 24 ώρες από το Ιάσιο.

Οι Τούρκοι πολιόρκησαν το μοναστήρι αποκόπτοντας κάθε επαφή των πολιορκούμενων με τον έξω κόσμο. Ο Τόμας Γκόρντον στην "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως", αναφέρει ότι ο Γεωργάκης στην απελπιστική θέση που βρισκόταν  προσπαθούσε να εμφυχώσει τους συντρόφους : «Αδελφοί, εν τη κρισίμω ταύτη περιστάσει μόνον ένδοξον θάνατον πρέπει να ευχόμεθα (... ...) ελεύσεται πιθανώς ημέρα, καθ’ ην η πατρίς θέλει συλλέξει τα οστά μας και θέλει μεταφέρει αυτά προς ενταφιασμόν εις την κλασικήν γην των προγόνων μας.».

Κατά τον Μαξίμ Ρεμπό ο Αυστριακός πρόξενος του Ιασίου πρόσφερε στον Ολύμπιο τη βοήθειά του για να διαφύγει σε ρωσικό έδαφος αλλά αυτός απάντησε "Πήρα τα όπλα για να χύσω το αίμα των εχθρών της πατρίδας και όχι για να σώσω τον εαυτό μου. Η ευκαιρία είναι πολύ ευνοϊκή για να τη χάσω».

 Μη θέλοντας να πέσει στα χέρια των Τούρκων  πυροβόλησε ένα βαρέλι με πυρίτιδα και ανατινάχτηκε, εκπληρώνοντας στο ακέραιο ότι έγραφε στην επιστολή που είχε στείλει στον Αλέξανδρο Υψηλάντη τον Σεπτέμβριο του1820…."υπόσχομαι να αγωνιστώ ως την υστερινήν ρανίδα του αίματος μου χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμία ανθρώπινος περίστασις.

Ο Φαρμάκης πίστεψε τους Τούρκους που του υποσχέθηκαν αμνηστία, παραδόθηκε σε αυτούς  οι οποίοι τον οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη και τον καρατόμησαν.

 Ήταν Σεπτέμβριος του 1821, λίγο μετά από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Η γυναίκα του  η πανέμορφη Στάνα, χήρα του φίλου του Βέλκο  Πέτροβιτς, ήταν έγκυος στο τρίτο τους παιδί την Ευφροσύνη όταν έμαθε για τον θάνατο του άνδρα της.

Η τελευταία φορά  που είχε συναντήσει  τα παιδιά του Μιλάνο, Αλέξανδρο και την γυναίκα του, ήταν  μετά την μάχη του Δραγατσανίου και αποχαιρετώντας τους, διαισθανόμενος τι έμελλε να συμβεί τους αποχαιρέτησε λέγοντας.

 «Αν σκοτωθώ μη με κλάψεις, γιατί από μωρό παιδί είχα τάξει τη ζωή μου στην Πατρίδα. Τους γιους μου θέλω να τους δώσεις στην Ελλάδα. Η Ελευθερία της Ελλάδος αξίζει κάθε θυσία».

Όπως συνέβη πολλές φορές, το Ελληνικό κράτος ξέχασε το ήρωα Ολύμπιο και παρέβλεψε την επιθυμία του να φέρουν τα οστά του στην Ελλάδα. Στην χήρα του Στάνα  που είχε δωρίσει  όλη της την περιουσία στη Φιλική Εταιρεία, για τον εθνικό αγώνα, έδωσε σύνταξη 140 δραχμών το μήνα, με τα οποία έπρεπε να ζήσει με τα παιδιά της.

Σε σχετικό άρθρο της εφημερίδας «Συνένωσις» που ανατύπωσε ο «Χρόνος» στο φύλλο της 28ης Μαρτίου 1845 αναφέρεται:

«…Η οικογένεια του Γεωργάκη Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουν ουδένα μισθόν, με τοιαύτην μικράν σύνταξιν πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανίων, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός; Οι υιοί Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθουν τας οικίας των επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργάκη Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη διά να παρακαλέση τους Υπουργούς. Η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσεν εις αυτόν τον οίκον, αυτή δε ετοιμάζεται γυμνή και τετραχηλισμένη να φύγη από την Ελλάδα» .

 

Η δημοτική ποίηση αναφέρεται στην μάχη του Σέκου.

 

Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα,

στράτευμα φέρνουν περισσό, πεζούρα και καβάλα,

σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο.

Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι

έχει ανδρείο στράτευμα, όλο Γιανιτσαραίους,

στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.

Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξε ν’ από το μοναστήρι:

- Πού είστε, παλικάρια μου, λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι;

γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια,

πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,

ότι Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάη.

Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,

βαριά βαρούσαν τον εχθρό κάτου στο Κομπουλάκι.

Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά τρεις χιλιάδες.

Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι:

Αφήστε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,

γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε.

Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι.

Τότ’ ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου:

Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε;

Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάη.

Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι.

Ο Γιώργης τότ’είχε χαθή, και πλέον δεν τον είδαν…[8]


ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής