breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΣΟΥΓΚΑΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Ο Δημήτρης Σούγκαρης γεννήθηκε το 1778 στην Κατράνιτσα-σήμερα Πύργοι Εορδαίας και υπήρξε σπουδαίος οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821, με τόπο δράσης το όρος Βέρμιο. Είχε τέσσερα αδέλφια με τα οποία ακολούθησε τον δρόμο της κλεφτουριάς στο όρος Βέρμιο.

Άλλα μέλη της οικογένειάς του  ήταν έμποροι και μετανάστευσαν στην Αυστροουγγαρία κατά τον 18ο αιώνα. Αυτό επιβεβαιώθηκε όταν το 1930 ο πρόξενος της Αυστρίας στην Θεσσαλονίκη ανέφερε ότι ήταν Ελληνικής καταγωγής με καταγωγή από το γένος Σούγκαρη στην Κατράνιτσα Εορδαίας.

Ψάχνοντας τις ρίζες του, έφθασε στην Κατράνιτσα και έγινε δωρητής της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου.

Το 1798 0 Δημήτριος Σούγκαρης μαζί με τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου, τον Δημήτριο Καραμήτσο από την Βλάστη και τον Αγγελάκη Γκοντύλη υπερασπίστηκαν την Νάουσα, ενάντια του Αλή πασά, όταν αυτός επιχείεησε την δεύτερη εκστρατεία του, κατά της πόλης.

Στις 17 Ιουνίου του 1798  επικεφαλής 65 πολεμιστών, υπό τις διαταγές του Αγγελή Γάτσου συνέτριψε σε μια μάχη τους Αλβανούς του Ισμαήλ Σιλιχτάρ και τους ανάγκασε να αποχωρήσουν.

Κατά την εξέγερση της Νάουσας τον Φεβρουάριο του 1822 μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο, τα αδέλφια Λάζαρο και Θωμά Ραμαδάνη, τον Αργύρη Καραμπατάκη από τον Κοπανό Ναούσης και τον Δημήτριο Καραμήτρο συμμετείχαν σε συσκέψεις υπό την αρχηγία του Ζαφειράκη Θεοδοσίου και αποφάσισαν να καταλάβουν την Βέροια.

Στην εκστρατεία κατά των Τούρκων της Βέροιας συμμετείχαν 1000 αγωνιστές υπό την αρχηγία των Ζαφειράκη και Γάτσου και οπλαρχηγούς τον Δημήτρη Σούγκαρη και τον Λάζαρο Ραμαδάνη.

Ο Σούγκαρης με την ομάδα του στρατοπέδευσε βόρεια της Βέροιας, κοντά στην Μονή Δοβρά και μετά την ανεπιτυχή έκβαση της εκστρατείας βοήθησε τους  αγωνιστές να οπισθοχωρήσουν στην  Μονή Δοβρά και από εκεί στην  Νάουσα, αφού απέκρουσε τις επιθέσεις του Κεχαγιά μπέη.

Οι αγωνιστές πλέον οχύρωσαν την Νάουσα, περιμένοντας τις επιθέσεις των Τούρκων, και ο Σούγκαρης με τον αδελφό του Κωνσταντίνο ανέλαβαν να οχυρώσουν την κοιλάδα των πηγών της Καραγίδας, μεταξύ Γάστρας και Προδρόμου, ενώ τα άλλα του αδέλφια, τέθηκαν υπό τις διαταγές του Δημητρίου Καρατάσου.

Όταν δέχθηκαν τις επιθέσεις του  αιμοδιψή Εμπούτ πασά στην αρχή κατάφεραν να τον απωθήσουν αλλά τελικά οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη και προέβησαν σε λεηλασίες και σφαγές. Ο Δημήτρης Σούγκαρης έδωσε πολλές μάχες  κατάφερε να διασώσει πολλά γυναικόπαιδα από τις σφαγές και  ο ίδιος με τα αδέλφια του έμεινε στην πόλη και σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης.

 

ΡΟΜΦΕΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Ο Ρομφέης Βασίλειος γεννήθηκε το 1774 στην Νάουσα και υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους κλέφτες-αρματολούς  της εποχής του, στην περιοχή της Νάουσας.

Άρχισε  τις επαναστατικές του δραστηριότητες στο Βέρμιο και όταν το  1795, ο Αλή Πασάς προσπάθησε να καταλάβει τη Νάουσα, ο Ρομφέης με  τον υπολοχαγό του Αναστάσιο Καρατάσο  αναγκάστηκε να υπερασπιστεί την πόλη, η οποία απολάμβανε καθεστώς ημιαυτονομίας εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 Τα στρατεύματα του Αλή Πασά  προσπαθούσαν να καταλάβουν την Νάουσα  και ο Ρομφέης με τα παλικάρια του την υπερασπίσθηκαν, μέχρι που αναγκάστηκαν  να την εγκαταλείψουν, μπροστά στην μεγαλύτερη αριθμητική υπεροχή των στρατευμάτων του Αλά πασά.

Ο Ρομφέης  κατέφυγε  στην  Θεσσαλονίκη, ενώ η σύζυγός του, ο γιος και η κόρη του φυλακίστηκαν και μεταφέρθηκαν στα Ιωάννινα, χωρίς να καταφέρει να τις απελευθερώσει. Αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος, έγινε μοναχός και από την πολύ στεναχώρια του, έχασε τα λογικά του.

 

ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα στην Βλάστη της Εορδαίας και δρούσε σαν κλέφτης στα όρη Άσκιο, Βόρα και Βέρμιο. ‘Όταν αποφασίστηκε η επανάσταση στις πόλεις Έδεσσα, Νάουσα, Βέροια και Όλυμπο, του ανατέθηκε η φύλαξη των μετόπισθεν, για να εμποδίσει την διέλευση Οθωμανικών στρατευμάτων από το Μοναστήρι.

Ο Καραμήτσος στρατολόγησε 150 παλικάρια  από την Κατράνιτσα και 100 από το Κάτω Γραμματικό και ελέγχοντας τα περάσματα προς το Βέρμιο έδωσε σκληρή μάχη με 1000 Γιουρούκους και Γενίτσαρους που αποτελούσαν τον στρατό των Οθωμανών  στην θέση Χάνι Μουχαρέμ στο Όστροβο-Άρνισσα.

Η μάχη κράτησε πέντε ώρες και ο Καραμήτσος υποχώρησε αφήνοντας στο πεδίο της μάχης μόνο τρείς νεκρούς, έναντι πολλών των Οθωμανών, και κατευθύνθηκε προς το Κάτω Γραμματικό με σκοπό να πυρπολήσει την Οθωμανική συνοικία, αλλά οι κάτοικοι ειδοποιημένοι, την είχαν ήδη εγκαταλείψει.

Η δράση του Δημήτρη Καραμήτσου ήταν ιδιαίτερα σημαντική κατά την διάρκεια των γεγονότων της Νάουσας και του Ολύμπου, καθώς προστάτευσε μαζί με τον Καστοριανό οπλαρχηγό Ιωάννη Παπαρέσκα τους επαναστάτες.

 

ΠΑΠΑΡΕΣΚΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Γεννήθηκε το 1779 στην Καστοριά και όταν ενηλικιώθηκε, εργάζονταν  σαν γραμματέας του καϊμακάμη της περιοχής Μεχμέτ μπέη.Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και κατήχησε σε αυτήν πολλούς Έλληνες της Δυτικής Μακεδονίας.

 Το Φεβρουάριο του 1822 συμμετείχε στη σύνοδο της Μονής της Παναγίας Δοβράς με τους πρόκριτους της Νάουσας (Ζαφειράκη Θεοδοσίου), της Σιάτιστας (Γεώργιο Νιόπλιο), της Έδεσσας (Παναγιώτη Ναούμ), τους οπλαρχηγούς Αναστάσιο Καρατάσο και Αγγελή Γάτσο κ.α., σαν εκπρόσωπος της Καστοριάς

Εκεί μετά από πρόταση του Ζαφειράκη Θεοδοσίου καταρτίστηκε επιτροπή αγώνα στην οποία συμμετείχε ο ίδιος, ο πρωτοσύγκελος Γρηγόριος, ο Παναγιώτης Ναούμ και ο Ζαφείριος Γεωργίου από το Βόιο

Ο Ιωάννης Παπαρέσκας  ανέλαβε  να αποκλείσει  τα στενά της  Κλεισούρας και των ορεινών διαβάσεων του Βερμίου,  για να μην επιτρέψει τον ανεφοδιασμό τα και την των Οθωμανών από την περιοχή της Αλβανίας και του Μοναστηρίου.Με τά τα γεγονότα της Νάουσας, βρέθηκε στην ηρωική πόλη και μετά την είσοδο των Οθωμανών  προσπάθησε να διευκολύνει την φυγή των γυναικόπαιδων. Πολέμησε μέχρι τέλους και σκοτώθηκε στις 6 Απριλίου του 1822. Γιος του ήταν ο επίσης αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821Γεώργιος Παπαρέσκας

 

ΚΑΡΑΜΠΑΤΑΚΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ

Γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στον Κοπανό Ημαθίας και ήταν αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Το 1822 μαζί με τον συντοπίτη του οπλαρχηγό Τσέρνο Πέτρη ανέλαβαν να στρατολογήσουν παλικάρια από τα χωριά του κάμπου της Ημαθίας για να βοηθήσουν στην εξέγερση της Νάουσας.

Στην ομάδα του κατατάχθηκαν  άνδρες από τα χωριά ΚοπανόςΧαρίεσσα (Κάτω Κοπανός)Άγιος Γεώργιος (Γιάντσιστα)Αγγελοχώρι (Βέστιστα) και Ζερβοχώρι.

Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Νάουσα, τον Μάρτιο του 1822, σαν  επικεφαλής σώματος, συνεργάστηκε με τα σώματα των Τσέρνο Πέτρη και Καραμήτσου,  με αποστολή τη φύλαξη της πλαγιάς της Γάστρας, από τις πηγές έως το ύψος της Καραγίδας.

Απόγονός του ήταν ο Μακεδονομάχος Δημήτριος (Μήτσης) Καραμπατάκης.

 

ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Ο Αθανάσιος Σκουρτανιώτης γεννήθηκε το 1793 στα  Σκούρτα (απ΄όπου πήρε και το όνομά του) Δερβενοχωρίων Θηβών  και το κανονικό του όνομα ήταν Γάτσης.

Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην Μονή του Οσίου Μελετίου.  Tα Δερβενοχώρια την περίοδο της Τουρκοκρατίας απολάμβαναν πολλά προνόμια και ένα από αυτά ήταν, ότι είχαν το δικαίωμα να σχηματίσουν ένοπλες ομάδες και σώματα  για να μπορούν να αμυνθούν  όταν δέχονταν επιθέσεις από ληστές και κακοποιούς.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση αρχηγός ενός τέτοιου σώματος ήταν ο Σκουρτανιώτης, επικεφαλής  των Δερβενοχωρίων  και της ευρύτερη περιοχής των Θηβών.

Ήταν από τους πρώτους που ύψωσαν την Ελληνική σημαία στην Στερεά Ελλάδα και αργότερα μαζί με τον Μελέτιο Βασιλείου και τον Δήμο Αντωνίου, κυρίεψαν την Αθήνα και πολιόρκησαν την Ακρόπολη.

Από την έναρξη της Επανάστασης μέχρι και τον θάνατό του, δρούσε στην περιοχή μεταξύ Πάρνηθας και Κιθαιρώνα και με τις εξορμήσεις του  εμπόδιζε τους Τούρκους να κινούνται ελεύθερα στις περιοχές Θήβας, Αθηνών και Χαλκίδας, αποκόπτοντας τις συναλλαγές μεταξύ τους, στερώντας τους τον ανεφοδιασμό τροφίμων και πολεμοφοδίων.

Σε αντίθεση με τις πολεμικές του ενέργειες εναντίον των Τούρκων της Χαλκίδας και των Αθηνών, με τους Τούρκους της περιοχής του διατηρούσε καλές σχέσεις  και απόφευγαν τις πολεμικές συρράξεις μεταξύ τους.

Ο Αθανάσιος Σκουρτανιώτης πολέμησε και εκτός Βοιωτίας και συνεργάστηκε με τους Βάσσο, Κριεζώτη, Νικηταρά και Οδυσσέα Ανδρούτσο σε πολλές μάχες και σε όλες διακρίθηκε για την σύνεση, την ανδρεία, το θάρρος και τις στρατηγικές του ικανότητες.

Επειδή στους  δήμους δυτικά των Θηβών και ανατολικά της Λιβαδειάς, γίνονταν πολλές λεηλασίες και καταστροφές, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών ζήτησαν την βοήθεια του Σκουρτανιώτη, που είχε αναγνωριστεί σαν ο γενικός αρχηγός της Βοιωτίας.

Αυτός, σαν κέντρο των επιχειρήσεών του διάλεξε το Νεοχώρι Θεσπιών που βρίσκονταν στους πρόποδες του Ελικώνα και πολύ κοντά στον Κιθαιρώνα και τον Κορινθιακό κόλπο.

Το σώμα που διοικούσε ήταν χωρισμένο σε πολλά τμήματα, έχοντας την εποπτεία μεγάλων περιοχών, από την Χαλκίδα εμποδίζοντας την έξοδο των Τούρκων από εκεί, μέχρι τα χωριά της Κωπαίδας και την Δόμβραινα.

Έτσι, δεν ήταν εύκολο να μαζευτεί γρήγορα για να καταφέρει μεγάλα πλήγματα στις δυνάμεις των Τούρκων. Παρ΄όλες αυτές τις δυσκολίες ο Σκουρτανιώτης αποφάσισε, στα τέλη Οκτωβρίου, να επιτεθεί στους Τούρκους που παρενοχλούσαν και λήστευαν τους κατοίκους της Πέτρας και των Θεσπιών.

Αφού συνέστησε τους κατοίκους των χωριών να καταφύγουν στα βουνά, κάλεσε τους άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής του να συναντηθούν το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου στα Παπαπούγγια, γράφοντας……

:"Έχουμε γάμο και δεν πρέπει να λείψει κανείς ,διότι τέτοιο δεν θα ξαναϊδούμε άλλον".

 Την επόμενη ημέρα 26 Οκτωβρίου 1825 ο Σκουρτανιώτης έστειλε τον Δρίτσουλα μαζί με δέκα άντρες να παρακολουθήσει τις κινήσεις του εχθρού, αλλά αυτός  επιτέθηκε σε μία μικρή ομάδα Τουρκικού ιππικού σκοτώνοντας μερικούς από αυτούς.

Οι υπόλοιποι που διέφυγαν,  ειδοποίησαν τους αρχηγούς τους, προειδοποιώντας τους για τις ενέργειες των Ελλήνων.

Ο Σκουρτανιώτης κατάλαβε αμέσως τον θανάσιμο κίνδυνο τον οποίο διέτρεχαν και θέλησε να υποχωρήσουν προς το βουνό γιατί ήταν μόνο εβδομήντα άτομα, χωρίς τον απαραίτητο οπλισμό για μια κατά μέτωπο μάχη.

Πριν προλάβουν όμως να αποφασίσουν τι πρέπει να πράξουν, εμφανίστηκε μια μεγάλη δύναμη του Τουρκικού ιππικού και τους επιτέθηκε στο Μαυρομάτι. Αποφάσισαν να  ταμπουρωθούν στην μάνδρα της εκκλησίας της Αγίας Σωτήρας, και απέκρουαν με επιτυχία τις λυσσαλέες επιθέσεις των Τούρκων οι οποίοι είχαν πολλές απώλειες.

 Δυστυχώς όμως πολύ γρήγορα ήρθαν ενισχύσεις για τους Τούρκους και ο αγώνας των Ελλήνων ήταν πλέον άνισος, διότι τους τελείωναν τα πυρομαχικά.

Κλείστηκαν μέσα στην εκκλησία συνεχίζοντας την αντίσταση τους, αλλά οι Τούρκοι τρύπησαν την οροφή  και πέταξαν στο εσωτερικό της πίσσα, ρετσίνι, θειάφι και άλλα εύφλεκτα υλικά και τους έκαψαν. Μέσα στο εκκλησάκι κείτοναν άψυχα τα σώματα του Αθανασίου, του αδελφού του Κώτσιου, του Γιάννη Βιέννα, του Δρίτσουλα, του Λεβεντάκη και των άλλων μαρτύρων πολεμιστών.

ΟΙ Τούρκοι, παρά τις μεγάλες τους απώλειες, έκοψαν το κεφάλι του καπετάνιου και το πήγαν πεσκέσι στον Ομέρ πασά της Χαλκίδας, που με μεγάλη ικανοποίηση δέχθηκε το χαμπέρι διότι γλύτωσε από το παλληκάρι της Ρούμελης.

 

Μετά τον θάνατο του Αθανάσιου Σκουρτανιώτη στην οπλαρχηγία τον διαδέχτηκε ο αδερφός του Γεώργιος, ο οποίος αναδείχτηκε άξιος διάδοχος του.

Η λαϊκή μούσα τραγούδησε τον θάνατο του Σκουρτανιώτη και των παλικαριών του..

Οι πέρδικες της Ρούμελης και του Μοριά τ΄αηδόνια

γοργά γοργά εκίνησαν, πάνε στο Μαυρομάτι.

Ακουρνιαχτός και σύγνεφο, πέταλα βγάνουν σπίθες

σαν τα σβαρνίζουν τα΄άλογα στης εκκλησιάς την μάνδρα.

Πέφτουν τ΄ αηδόνια στα κλαριά κι οι πέρδικες στα βράχια

σκύβουν να δούν τι γένεται στον λόφο της Σωτήρας.

Ο Σκουρτανιώτης πολεμά μ΄ εξήντα παλικάρια

τους έκλεισαν οι Αγαρηνοί και ήταν εννιακόσιοι.

 

Τέσσερα λάφια έστειλε, να πάνε το μαντάτο

να τον συνδράμουν οι Έλληνες ή όλους να τους θάψουν.

«Έχουμε γάμο» μήναγε, κανένας να μη λείψει

Που τέτοιον δεν θα ματαδεί ποτέ κανένας άλλος».

 

Λυσσάνε τα παλιόσκυλα …μάχη εκ του συστάδην

μα όλοι τα πόστα τους βαστούν, κανένας δεν κιοτεύει.

Το βοϊδοκέρατο λαλεί, οι Τούρκοι κάνουν πίσω

κι ο καπετάνιος χούγιαξε σ΄όλα τα παλληκάρια.

 

«Κάθε φωτιά  και κούτελο, κάθε σπαθιά κεφάλι

δεν θα περάσει άπιστος ετούτη εδώ την μάνδρα»!

Βαρούν τα τουμπελέκια τους, πιάσαν κι ανηφορίζουν

Τα άλογα αφρίζουνε, πετάγονται τα σάλια.

 

«Αγάντα ωρέ λεβέντες μου και θα γυρίσουν πίσω»!.

Κοιτάει τον Πανάρετο, βαστά κι αυτός δυο πάλες.

Εσώσαν τα φυσέκια τους , σπάσαν τα γιαταγιάνια

Η εκκλησιά σαν μάνα τους τους βάζει μες στα σπλάχνα.

 

Σαν τα διαόλια ανέβηκαν οι εχθροί στα κεραμίδια

κι ο ήλιος εβασίλεψε μη δει τι θα απογίνουν

Κράζουν φωνές, αλαλαγμοί κάνουν χαρά οι Περσιάνοι

αα το ρετσίνι μύριζε σαν νάτανε λιβάνι.

 

Κάνουν να βγούν, ορυμαγδός, οβούζια και βόλια

πάλι εντός τους στένεψαν, κυτάζουν τους Αγίους.

Μια φλόγα πέφτει απ΄την σκεπή, θειάφι, ρετσίνι, πίσσα

τους λαμπαδιάζουν ζωντανούς σάμπως να ήταν δάδες.

Τα μεδουλάρια λειώνουνε, αρπάζουν οι παλάσκες

και τα τσαπράζια γίνονται σταυρός του μαρτυρίου.

Στήνουν χορό με τους νεκρούς, πέφτουνε ένας ένας

με την φωτιά τριγύρω τους σαν θάνατος να καίει.

 

Έψελνε ο Πανάρετος σιγά «Τη Υπερμάχω»

ο Καπετάνιος τον τραβά, τον σέρνει ως την πόρτα.

Οι δυό τους απομείνανε δεν παίρνουν πια ανάσα

ξοπίσω τους εκείτονταν εξήντα παλληκάρια.

 

«Θανάση άσε με να βγώ, να πάρω λίγο αέρα».

«Καλόγερε μην βιάζεσαι, δεν είν΄ακόμα ώρα».

Ζαλίστηκε ο δράκοντας μα το σπαθί κρατάει

ηηδάει ο καλόγερος και μοναχός το σκάει.

 

Δεν κάνει δέκα δρασκελιές, τον πιάνουν τα ζαγάρια

ζητάγανε να μάθουνε τι γίνεται εκεί μέσα.

«Κανείς μας δεν απόμεινε, μονάχα ο καπετάνιος

μα όποιου ακόμα του βαστά, ας την διαβεί την πόρτα».

 

Σαν άκουσαν οι άπιστοι πως ζεί ο καπετάνιος,

δεν άκουσαν χειρότερο, τους έπιασε τρεμούλα.

Κι ας έμαθαν πως ήντανα πολύ ζαλαϊσμένος,

ο Λέοντας σαν ξεψυχά δείχνει την δύναμή του.

«Κοπιάστε μέσα μπέηδες, κοπιάστε μέσα αγάδες

να ιδείτε πως τα σφάζουμε εμείς τα μουνοχάρια.

Βάλαν οβούζια δυνατά με μακριά φυτίλια

τ΄ ανάψανε και σκάσανε, τον έκαναν κομμάτια.

Οι περδικούλες σκιάχτηκαν, βγήκαν από τις κούρνιες,

Τραβούσαν τα μικρούλια τους, να δουν τον Καπετάνιο

που μοναχός ανέβαινε με το σπαθί στο χέρι.


ΚΩΤΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής