breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Ο Νικόλαος Κασομούλης θεωρείται  ένας από τους πιο σημαντικούς  αγωνιστές του 1821, που εκτός από την πολεμική του δράση άφησε σπουδαίο συγγραφικό έργο σχετικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα. Γεννήθηκε το 1795 στην Κοζάνη, ενώ αναφέρονται σαν τόποι γέννησής του η Σιάτιστα και το Πισοδέρι Φλωρίνης.

Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Σιάτιστα και στην Τσαρίτσανη. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος  και μητέρα του η Σουλτάνα.  Είχε δυο αδέλφια τον Γιώργο και τον Δημήτρη και όταν πέθανε η μητέρα του, ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε  την Αλεξάνδρα με την οποία απέκτησε άλλα τρία παιδιά, την Κατερίνα, την Σουλτάνα και τον Γιάννη.

Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στις Σέρρες, ασχολούμενος με την οικογενειακή του επιχείρηση. Από εκεί ταξίδεψε στην Αίγυπτο για δουλειές του πατέρα του και στην επιστροφή πέρασε από την Σμύρνη  όπου μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία.

Επιστρέφοντας στις Σέρρες μύησε και τα αδέλφια του στην  Φιλική Εταιρεία και όλοι μαζί συμμετείχαν σε πολεμικές επιχειρήσεις στις Σέρρες, στην Χαλκιδική και τον Όλυμπο.

Μετά το άδοξο τέλος της Μακεδονικής εξέγερσης  κατέφυγε  και πολέμησε στην Ρούμελη και στην Πελοπόννησο. Το 1826 βρέθηκε μαζί με τα αδέλφια του  Δημήτρη και Γιώργο, ανάμεσα στους πολιορκημένους του Μεσολογγίου, έχοντας αναλάβει τον συντονισμό όλων των τμημάτων των πολιορκημένων. Η κατάσταση στην πόλη ήταν τραγική.

Αναφέρει ο Κασομούλης…» είχε  σκληρύνει η καρδιά  και το μυαλό μας και δεν ξέραμε τι κάναμε. Περπατούσα κάποια στιγμή στον δρόμο, και μια γυναίκα φώναζε  απελπισμένη τόσο δυνατά που προσπάθησα να την ηρεμήσω και δεν μπορούσα.Tότε την κάρφωσα με την ξιφολόγχη μου και ακούω μια γνώριμη φωνή πίσω μου να μουλέει… Νικολάκη εσύ σκοτώνεις την μάνα μου?

Ήταν ο σαλπιγκτής της φρουράς, ένας Γρηγόρης. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κατά την Έξοδο σκοτώθηκε ο αδελφός του Δημήτριος.

Ο Κασομούρης αναφερόμενος στις τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου, γράφει μεταξύ άλλων¨

 

 «Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μία Μεσολογγίτισσα, ήτις περιέθαλπεν ασθενή και τον αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφή της, και μυστικά, μαζύ με δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι που το έφαγαν. Ταις ηύρα οπού έτρωγαν, ερώτησα που ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν ήκουσα ότι ήτο γαϊδούρι.

 Μία συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθεύθη και τούτο. Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται των, και που να προφθάσουν;

Τρεις ημέραις απέρασαν και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα…»

Στο κείμενο της επιστολή της Εξόδου που διασώθηκε, ο Κασομούλης αναφέρει…….«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος» Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδαν υστερημένους από όλα τα κατεπείγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι.

Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν ώστε να δυνηθώμεν να βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδός μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια:

 Α΄. Όλοι οι Οπλαρχηγοί οι από την δάμπιαν του Στορνάρη έως εις την δάμπιαν του Μακρή, με τους υπό την οδηγίαν των, μία κολώνα, να ριχθούν εις την δάμπιαν του εχθρού εις την ακρογιαλιάν, εις το δεξιόν.

 Η σημαία του στρατηγού Νότη Βότζιαρη θέλει μείνει ανοικτή, ως οδηγός του σώματος τούτου. Ο στρατηγός Μακρής να την συνοδεύση με ειδήμονας, όπου γνωρίζουν τον τόπον.

Β΄. Όλοι οι Οπλαρχηγοί οι από την δάμπιαν του στρατηγού Μακρή έως εις την Μαρμαρούν με τους υπό την οδηγίαν των, μία κολώνα όλοι, να ριχθούν εις τον προμαχώνα αριστερά κατά των εχθρών.

Ο στρατηγός Μακρής, με την σημαίαν του ανοικτήν, θέλει είναι οδηγός του σώματος τούτου, αριστερά.

Γ΄. Δια να μη μπερδευθή το Στράτευμα με ταις φαμελλιαίς, δίδεται το γεφύρι της δάμπιας του Στορνάρη, και όλοι οι φαμελλίται, εντόπιοι και ξένοι, να ταις συνοδεύσουν και να διαβούν απ’ εκεί. Τα δύο γεφύρια είναι το μεν δια την δεξιάν κολώναν και το της Λουνέττας δια την αριστεράν.

 Δ΄. Κάθε οπλαρχηγός να σηκώνη τους στρατιώτας του ανά έναν από τον προμαχώνα του, ώστε ο τόπος να μείνη εύκαιρος έως εις την ύστερην ώραν.

Ε΄. – Οι από την Μαρμαρούν, άμα σκοτειδιάση, να τραβηχθούν από ένας-ένας και να σταθούν εις την δάμπιαν του Χορμόβα.

ΣΤ΄. Ο Τζιαβέλας, με όλον το Βοηθητικόν σώμα, να μείνη οπισθοφυλακή× αυτός με όλους θέλει περιέλθει όλον τον γύρον του Φρουρίου να δώση την είδησιν εις όλους και να τους πάρη μαζί του.

 Ζ΄. Το σώμα της Κλείσοβας, οδηγούμενον από τους Οπλαρχηγούς του, να εξέλθη με τα πλοιάρια εις την μίαν της νυκτός, σιγανά, και άμα φθάση εις την ξηράν να σταθή έως εις τας 2 ώρας, όπου θα γίνη το κίνημα απ’ εδώ, να κινηθή και αυτό.

 Η΄. – Ο τόπος, το σημείον της διευθύνσεώς μας, θέλει είναι ο Άγιος Σιμεός. Οι οδηγοί θέλουν προσέχει να συγκεντρωθούμεν εκεί όλοι.

Θ΄. Οι λαγουμτζήδες να βάλουν εις τα φυτίλια φωτιά, λογαριάζοντες να βαστάξουν μετά την έξοδόν μας μία ώρα επέκεινα. Το ίδιον να οδηγηθούν και οι εις τας πυριτοθήκας ευρισκόμενοι ασθενείς και χωλοί. Ηξεύρομεν όλοι τον Καψάλην.

Ι΄. Επειδή θα πληγωθούν και πολλοί εξ ημών εις τον δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεί να τον βοηθή και να παίρνη και τ’ άρματά του, και εάν δεν είναι εκ του ιδίου σώματος. ΙΑ΄. Απαγορεύεται αυστηρώς κανένας να μη αρπάξη άρμα συνδρόφου του εις τον δρόμον, πληγωμένου ή αδυνάτου, αργυρούν ή σιδηρούν και φύγη. Όπου φανή τοιούτος, μετά την σωτηρίαν μας θέλει δίδει το πράγμα οπίσω και θέλει θεωρείσθαι ως προδότης. ΙΒ΄. Οι φαμελλίται όλοι, άμα προκαταλάβουν τους δύο προμαχώνας αι άλλαι δύο κολώναις, θέλουν κινηθεί αμέσως, ώστε να περιστοιχισθούν από την οπισθοφυλακήν. ΙΓ΄. Κανένας να μη ομιλήση ή φωνάξη την ώραν της εξόδου μας, έως ότου να πέση το δουφέκι εις το ορδί του Κιουταχή από την βοήθειαν οπού περιμένομεν και εάν, κατά δυστυχίαν, δεν έλθουν βοήθεια, οι όπισθεν πάλιν θέλουν κινηθή αμέσως, όταν κινηθούν αι σημαίαι.

 ΙΔ΄. Όσοι των αδυνάτων και πληγωμένων επιθυμούν να εξέλθουν και δύνανται, να ειδοποιηθούν από τα σώματά των τούτο. ΙΕ΄. Τα μικρά παιδιά όλα να τα ποτίσουν αφιόνι οι γονείς, άμα σκοτειδιάση. ΙΣΤ΄. Το μυστικόν θέλει το έχομεν: «Καστρινοί και Λογγίσιοι». ΙΖ΄. Δια να ειδοποιηθούν όλοι οι Αξιωματικοί το σχέδιον, επιφορτίζεται ο Νικόλας Κασομούλης, γραμματεύς του Στορνάρη, να περιέλθη από τώρα να τους το διαβάση, ιδιαιτέρως εις τον καθέναν. Εάν δε, εις αυτό το διάστημα, έξαφνα φανή ο στόλος μας, πολεμών και νικών να μείνωμεν έως ότου ανταποκριθούμεν.

Εν Μεσολογγίω 10 Απριλίου 1826» Η πρώτη σελίδα του μνημειώδους έργου του Νικόλαου Κασομούλη.

Στο μνημειώδες έργο του με τίτλο: «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», που εκδόθηκε με την επιμέλεια του Γιάννη Βλαχογιάννη ο στρατηγός Κασομούλης διασώζει όχι μόνο εξαιρετικές περιγραφές των γεγονότων που προηγήθηκαν της Εξόδου αλλά και ντοκουμέντα και μαρτυρίες από την Ελληνική Επανάσταση με έναν λυρικό και συνάμα συνταρακτικό λόγο.

 Τα Ενθυμήματα γράφτηκαν σε 2.701 χειρόγραφες σελίδες το 1832, όταν ο Κασομούλης ήταν αξιωματικός σε αναγκαστική αργία, και ολοκληρώθηκαν το 1842. Το 1861 συμπλήρωσε αυτές τις «αναμνήσεις» με την ιστορία των αρματολών, γεγονός που αποτελεί την πρώτη προσπάθεια καταγραφής αυτής της πτυχής της Επανάστασης.

 

Ο Νικόλαος Κασομούλης, επί Καποδίστρια και Όθωνα κατέλαβε σπουδαία στρατιωτικά αξιώματα. Το 1836 πήρε μέρος στην καταστολή εξεγέρσεων κατά την διάρκεια των οποίων σκοτώθηκε ο αδελφός του Γεώργιος. Αν και ήταν γνωστός σαν Στρατηγός αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Συνταγματάρχη της Βασιλικής Φάλαγγας.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Στυλίδα, όπου και πέθανε το 1872. 

ΜΠΙΖΙΩΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Γεννήθηκε  στα τέλη του 18ου αιώνα  στον Μεταξά Κοζάνης και υπήρξε οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ήταν γιος του κλεφταρματωλού Στέργιου Μπιζιώτα και εγγονός του επίσης κλεφτοαρματολού των Σερβίων Μπιζιώτα.

Συμμετείχε  το 1821 στις μάχες του Ολύμπου, το 1822 της Νάουσας, στα Πιέρια και  στο Καταφύγι του νομού Κοζάνης. Βοήθησε τις δυνάμεις του Νικόλαου Κασομούλη  να πορευθούν στον Όλυμπο και αργότερα  συνέχισε τους αγώνες του  στην Νότια Ελλάδα, όπου για τις υπηρεσίες που πρόσφερε πήρε τον βαθμό του στρατηγού.

Δυστυχώς γι΄ αυτόν όμως όταν, μετά την απελευθέρωση,  έκανε αίτηση για οικονομική αποζημίωση επειδή είχε ξοδέψει την περιουσία του στον Αγώνα, αυτή απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα να πεθάνει πάμφτωχος.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΣ

Ο Παπά Ζαφείριος Σταματιάδης γεννήθηκε  την δεκαετίου του 1790 στο Σέχοβο, σημερινή Ειδομένη Παιονίας,  και πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό  της γενέτειράς του εναντίον των Τούρκων.

Με την έναρξη του πολέμου  πολέμησε στο πλευρό των σωμάτων της Γευγελής  εναντίον των πολυάριθμων Οθωμανών  και μετά την καταστολή της εξέγερσης  και την καταστροφή του Σεχόβου, αναχώρησε στον Όλυμπο, όπου κατατάχθηκε στις δυνάμεις του Μήτρου Λιακόπουλου, συμμετέχοντας σε πολλές μάχες.

Αργότερα  συμμετείχε σε όλες τις επιχειρήσεις του γενικού στρατηγού των Ολυμπιακών στρατευμάτων Διαμαντή Νικολάου, στην Νάουσα, ΚολινδρόΚαστανιάΣκιάθοΣκόπελο 

και Εύβοια, μέχρι το 1823, χρονιά που ο Διαμαντής Νικολάου αποσύρθηκε στην Σκόπελο.

Στη συνέχεια  ο παπά Ζαφείρης επέστρεψε στο Σέχοβο, όπου  και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

 

ΧΑΨΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ

Ο Καπετάν Χάψας  Σταμάτιος ή Στάμος γεννήθηκε στα  Παζαράκια, σημερινή Κρυοπηγή  Χαλκιδικής  στα τέλη του 18ου αιώνα και σε νεαρή ηλικία, αναζητώντας εργασία, μετοίκησε στο κοντινό χωριό Συκιά.

Όταν ήρθε σε ρήξη με τους τοπικούς Τούρκους αγάδες, για να αποφύγει την σύλληψη κατέφυγε στα βουνά και έγινε κλέφτης, πολεμώντας τους.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση υπηρετούσε σαν σερδάρης-χωροφύλακας στις Καρυές του Αγίου Όρους. Στις 23 Μαρτίο του 1821 συναντήθηκε με τον Εμμανουήλ Παππά ο ποίος αποβιβάστηκε στο Άγιο Όρος  μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια  με την βοήθεια Αινιτών και Ψαριανών καπετάνιων, και από κοινού αποφάσισαν να συγκροτήσουν στρατό και να βοηθήσουν στον Ιερό Αγώνα.

Με τη βοήθεια του μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιου στρατολογήθηκαν 1.000 μαχητές μοναχοί και  άλλοι μαχητές  κυρίως από την Κασσάνδρα, τα Χασικοχώρια, την Σιθωνία και την Συκιά, φθάνοντας την δύναμη των 2000 ανδρών.

Οι Τούρκοι για να  σταματήσουν την εξέγερση προέβησαν σε  φρικτές ωμότητες και σφαγές  σε βάρος των Ελλήνων της περιοχής Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης.

Στις 17 Μαίου του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς κήρυξε επίσημα την Επανάσταση στην Μακεδονία  και διασπώντας τις δυνάμεις του σε δυο τμήματα, αναλαμβάνει  τους Μαδεμοχωρίτες και τους μοναχούς, συνολική δύναμη 1900 ανδρών και κατευθύνθηκε για την Ρεντίνα  για να σταματήσει τις Οθωμανικές δυνάμεις που έρχονταν από Δράμα και Κωνσταντινούπολη με κατεύθυνση τα Μακεδονικά Τέμπη.

 Ο Καπετάν Χάψας με υπαρχηγό τον Αναστάσιο Χιμευτό  και δύναμη 2000 ανδρών κατευθύνθηκε προς την Θεσσαλονίκη απελευθερώνοντας στο διάβα του  τα χωριά που συναντούσε όπως η Κομίτσα, Ιερισσός, Αρναία, Άγιος Πρόδρομος, Γαλάτιστα και Βασιλικά. Στα Βασιλικά ενώθηκαν με τα  ένοπλα στρατιωτικά σώματα των Βασιλικιωτών και των ανδρών της Βάβδου.

Στις 8 Ιουνίου του 1821   νίκησαν τους Τούρκους   και το ιππικό του Αχμέτ μπέη των Γιαννιτσών στην μάχη που επακολούθησε κοντά στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Όταν μαθεύτηκε η νίκη του στην Θεσσαλονίκη, οι κάτοικοί της τον περίμεναν σαν απελευθερωτή και του έδωσαν το προσωνύμιο Χάψας, διότι έχαφτε τους Τούρκους.

 Ο Αυστριακός πρόξενος στην Θεσσαλονίκη, που παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα, σε αναφορά του προς τον Αυστριακό Καγκελάριο Κλέμενς φον Μέττερνιχ αναφέρει μεταξύ άλλων:

"Η Ελληνική επανάσταση, που έχει ξεσπάσει κιόλας σε πολλές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκαλεί τη γενική κατάπληξη. Σταματούν οι δουλειές και όπου υπάρχουν πολλοί Έλληνες οι εχθροπραξίες είναι ανοιχτές. Κινήσεις ζωηρές γίνονται και στη Θεσσαλονίκη μέρα μεσημέρι, επειδή οι επαναστάτες βρίσκονται μόνο λίγες ώρες μακριά. Βρίσκονται σε ένα χωριό που ονομάζεται Γαλάτιστα και ξεσηκώνουν παντού τις ψυχές των κατοίκων... Πολυάριθμα πολεμικά καράβια με ξεχωριστή καινούρια σημαία λυμαίνονται τη θάλασσα, συλλαμβάνουν τουρκικά πλοία, κάνουν νηοψίες στα πλοία των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, που όμως τα σέβονται... Στο μεταξύ εδώ αυξάνονται οι αταξίες. Η αδημονία και ο γενικός φόβος, μήπως οι Έλληνες χτυπήσουν από στεριά και θάλασσα την πόλη υπάρχει διάχυτος, αν και η κυβέρνηση έχει συλλάβει ως ομήρους τους πιο πλούσιους Έλληνες που ασκούν και την πιο μεγάλη επιρροή."

Δυστυχώς όμως τα νέα από την πλευρά του Εμμανουήλ Παπά δεν ήταν ευχάριστα, διότι αναγκάστηκε να υποχωρήσει, έχοντας να αντιμετωπίσει στις μάχες της Ρεντίνας και της Απολλωνίας πολύ πιο ισχυρές δυνάμεις των Οθωμανών.

Με 200 μόνο αγωνιστές που του απέμειναν ενώθηκαν στα Βασιλικά με τις δυνάμεις του Χάψα, για να αντιμετωπίσουν τον πολυάριθμο στρατό του Εμπούτ Λουπούτ πασά της Θεσσαλονίκης  που αποτελούνταν από 30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς του Μπαϊράμ πασά. Ο καπετάν Χάψας επέλεξε ως σημείο μάχης τη στενωπό της κοιλάδας του Ανθεμούντα, κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, και έστειλε  τον Αναστάσιο Χιμευτό με τμήμα του στρατού, στην Κασσάνδρα προκειμένου να εξασφαλίσει την περιοχή από ενδεχόμενη απόβαση Οθωμανικών στρατευμάτων μέσω θαλάσσης.

Η μάχη ήταν άνιση και ο καπετάν Χάψας  βλέποντας  τον κίνδυνο πανωλεθρίας,  αποφάσισε, με υπόδειξη του Βασιλικιώτη προύχοντα Γεωργίου Κοτζιά, να οχυρωθούν εντός του μοναστηριού της Αγίας Αναστασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Οθωμανοί.

Στις διαπραγματεύσεις του Εμμανουήλ Παπά με τους μοναχούς, συμφωνήθηκε  να εισέλθουν μόνο τα γυναικόπαιδα  από τα Βασιλικά και τη Γαλάτιστα.

Έτσι, ο καπετάν Χάψας  παρέμεινε  στο πεδίο της μάχης με 67 μαχητές, ενώ ο Εμμανουήλ Παπάς με το υπόλοιπο στράτευμα  συνόδεψε τα γυναικόπαιδα στη μονή.

Οι δυνάμεις του καπετάν Χάψα πολέμησαν ανδρεία και με αυταπάρνηση μέχρις εσχάτων για να σώσουν τους αμάχους.

Στις 10 Ιουνίου του 1821, έξω από τα Βασιλικά στους πρόποδες του όρους Βούζιαρη, στην τοποθεσία του «Τσελέπη η Πέτρα»,   σκοτώθηκαν και οι 68 αγωνιστές, από τους οποίους οι περισσότεροι κατάγονταν από την Συκιά. Η τελευταία αναφορά για τον Χάψα είναι ότι τον είδαν να ορμάει με το σπαθί στο χέρι και ένα μαχαίρι στα δόντια, στον κύριο όγκο του τουρκικού στρατεύματος και να παρασύρει όποιον εύρισκε μπροστά του. Μαζί του ήταν και οι Βαβδινοί οπλαρχηγοί Χαλάλης, Τουρλάκης και Καραγιάννης.

Σήμερα το σημείο αυτό ονομάζεται "Κομμένοι" ή "Συκιωτούδια" και έχει κατασκευαστεί μνημείο της θυσίας. Στη μαρμάρινη πλάκα αναγράφει:

ΤΟ ΜΑΚΕΔΝΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΕΝΟΣ ΠΡΟΜΑΧΕΙ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΩΝ.

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Γεννήθηκε  στα Σποτνίκια-Ριζά Χαλκιδικής και είχε λάβει μέρος  σαν αξιωματικός στην Επανάσταση του 1821. Το 1812 υπηρετούσε στις στρατιωτικές φρουρές της Μολδοβλαχίας και το 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης του ανέθεσε την αρχηγία μιας ομάδας στρατιωτών υπό το γενικό πρόσταγμα του Γεωργάκη Ολυμπίου και πολέμησε τους Οθωμανούς στο Ρους ντε Βέντε, στη μάχη του Δραγατσανίου και στη Μονή Σέκου.

Μετά την αποτυχία της επανάστασης στην Μολδοβλαχία μετέβη στην Ρωσία και το 1825 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου  πολέμησε σαν αξιωματικός σε διάφορες μάχες στην Στερεά Ελλάδα, με τις δυνάμεις του Φαβιέρου.

Το 1826 εντάχθηκε στην ομάδα του  Χατζημιχάλη Νταλιάνη  που συμμετείχε  στην εκστρατεία του Γιώργου Καραϊσκάκη, και πολέμησε στις μάχες της Δόμβραινας, της Αράχωβας, του Τουρκοχωρίου και του Διστόμου.

 Πολέμησε επίσης στις συμπλοκές της Αθήνας εναντίον του Κιουταχή, και  συνεργάστηκε μεταξύ άλλων  με το στρατηγό Μακρυγιάννη. Το 1828,  μαζί με το ιππικό σώμα του Νταλιάνη πήγε  στην Κρήτη, όπου πολέμησε στη μάχη του Φραγκοκάστελλου.

Μετά το θάνατο του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στο Φραγκοκάστελλο,  κλήθηκε από το Κρητικό Συμβούλιο να σχηματίσει νέο ιππικό σώμα με το οποίο  πέτυχε να περιορίσει, μέχρι το 1830  τον Οθωμανικό στρατό μέσα στα φρούρια της Μεγαλονήσου.

Με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους  πήγε στην Πελοπόννησο και εκεί, το 1833, με την βοήθεια του κουμπάρου του, Μακρυγιάννη ο οποίος τον είχε στεφανώσει,  διορίστηκε στη νεοσύστατη Χωροφυλακή, με το βαθμό του ταγματάρχη ιππικού.

Υπηρέτησε στη Χωροφυλακή, όπου διακρίθηκε για την τιμιότητά του και για τη συμβολή του στην αντιμετώπιση των ληστών, που λυμαίνονταν την  Στερεά Ελλάδα. Αργότερα αναγνωρίστηκε η προσφορά του στην Επανάσταση, και το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος του διέθεσε εθνικές γαίες στον νομό Φθιώτιδας   και τον μετέταξε τιμητικά στη Βασιλική Φάλαγγα.

Τα τελευταία του χρόνια, τα πέρασε στη Λαμία, όπου σχεδίαζε από κοινού με τον  κουμπάρο του Μακρυγιάννη,  πολεμικές επιχειρήσεις  για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Πέθανε το 1839, αφήνοντας 3 ανήλικα τέκνα.

Ο Αθανασίου θεωρούνταν από τους καλύτερους ιππείς, πήρε συνολικά μέρος σε 25 μάχες και τραυματίστηκε τρείς φορές στη Δόμβραινα Βοιωτίας, στην Αθήνα και στο Φραγκοκάστελλο Χανίων.

Ο Μακρυγιάννης στα  Απομνημονεύματά του αναφέρει τα εξής για τον Αθανασίου:

«Όρκισα εγώ (για την απελευθέρωση της Μακεδονίας) και τον Βασίλη Αθανασίου. Ήταν αρχηγός της καβαλλαρίας στην Κρήτη και ήρθε στο Άργος και τον στεφάνωσα. Ήταν κι αυτός Μακεδόνας […] Πολλά τίμιος άνθρωπος και γενναίος».


ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής