breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης ήταν Έλληνας πολιτικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δικαστικός και γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1802 στο Μελένικο της βορειοανατολικής Μακεδονίας  που  σήμερα ανήκει στην Βουλγαρία.

Η μητέρα του ήταν Μελενικιώτισσα και ο πατέρας του  κατάγονταν από τις Σέρρες, αλλά είχε εγκατασταθεί στο Μελένικο από μικρή ηλικία, όπου απέκτησε τον Αναστάσιο και τον άλλον αδελφό του Λεόντιο. Ο θείος του Αναστάσιου  ο Λεόντιος υπήρξε μητροπολίτης Μελένικου (1769-1796) και αργότερα  ανέλαβε την Μητρόπολη Καισαρείας.

Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο Μελένικο και σε ηλικία 14 ετών πήγε να σπουδάσει στην Σχολή των Σερρών, της οποίας σχολάρχης ήταν ο Εδεσσαίος λόγιος Μηνάς Μηνωίδης.

Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 16 ετών και την φροντίδα του ανέλαβαν συγγενείς και φίλοι,  που το 1817 τον έστειλαν στην  Βιέννη για να σπουδάσει νομικά, ιστορία και κοινωνικές επιστήμες.

Το 1821 πήγε στο Βερολίνο να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης  επέστρεψε στην Ελλάδα, και μετά από ένα πέρασμα στην Τεργέστη όπου συναντήθηκε με Ευρωπαίους Φιλέλληνες, πήγε στο Μεσολόγγι.

Εκεί συνάντησε τον Μαυροκορδάτο, συνεργάστηκε μαζί του  και αυτός  τον διόρισε γραμματέα του Εκτελεστικού.  Μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο συμμετείχε στην συγγραφή της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, που συμπεριλήφθηκε στο Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας  και αποτελούσε το πρώτο Σύνταγμα της Πολιτείας.

Μία επιστολή του με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου  1824 βρίσκεται στο αρχείο του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Το 1827 εκλέχθηκε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας  και  τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αναχώρησε  για το Παρίσι με σκοπό την ολοκλήρωση των σπουδών του.

Από το Παρίσι  ο Πολυζωίδης εξέδιδε  στην Ύδρα την εφημερίδα «Απόλλων», μέσα από τα φύλλα της οποίας, με μεστά και επιθετικά επιχειρήματα διαφωνούσε με την διακυβέρνηση του Καποδίστρια με αποτέλεσμα να διωχθεί και να σταματήσει την κυκλοφορία της.

Το 1832 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία πρόεδρος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους ΚολοκοτρώνηΠλαπούτα και πολλούς άλλους οπλαρχηγούς.

Ο Πολυζωίδης τότε μαζί με τον Γεώργιο Τερτσέτη, γνωρίζοντας την αθωότητα των κατηγορουμένων, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, και αυτή του η απόφαση που ανεδείκνυε την ακεραιότητα  του χαρακτήρα του,  προκάλεσε κυβερνητικές αντιδράσεις που είχαν σαν αποτέλεσμα την φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή του από την Αντιβασιλεία.

Όταν ενηλικιώθηκε ο Όθωνας αποκαταστάθηκε,  και διορίστηκε αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και σύμβουλος επικρατείας, ενώ το 1837 διορίστηκε υπουργός Παιδείας και Εσωτερικών. Ως υπουργός Παιδείας συνέβαλε  στη θεμελίωση του Εθνικού Πανεπιστημίου, ενώ αργότερα από τη θέση του υπουργού Εσωτερικών αγωνίστηκε για την ελευθερία του λόγου. Το 1862 διορίστηκε νομάρχης Αττικής και Βοιωτίας.

Ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά,  σε ομιλία του στο Ναύπλιο, τον όρο “ιερή πόλη” για το Μεσολόγγι, όρος που από τότε καθιερώθηκε.

Πέθανε στις 7 Ιουλίου του 1873 στην Αθήνα.

 

ΠΑΠΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Γεννήθηκε στην Δοβίστα, σημερινή ονομασία Εμμανουήλ Παπάς του νομού Σερρών το 1772. Οι γονείς του, Δημήτριος και Βασιλική, ήταν   πλούσιοι προύχοντες της περιοχής  και είχαν ακόμα πέντε παιδιά, τους Αθανάσιο, Μάλαμα, Γεώργιο, Κωνσταντίνο, και  την Παναγιώτα. Ο πατέρας του, σε μικρή ηλικία χειροτονήθηκε ιερέας και τιμήθηκε με το εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικονόμου,  και από την ιδιότητα του παπά, απέκτησαν  το οικογενειακό όνομα Παπάς.

Μεγαλώνοντας, τελείωσε τις σπουδές του στην φημισμένη σχολή των Σερρών και αργότερα επέστρεψε στην Δοβίστα  και παντρεύτηκε την Φαίδρα  με την οποία απέκτησε οκτώ αγόρια και τρία κορίτσια. Με δικά του έξοδα  και έχοντας βοηθούς τα αδέλφια του άρχισε να χτίζει στο χωριό μεγαλοπρεπή ναό που αποπερατώθηκε το 1805 και αποτελεί μέχρι και σήμερα την εκκλησία του χωριού.

Aργότερα επέστρεψε στις Σέρρες όπου εξελίχθηκε σε σπουδαίο τραπεζίτη και μεγαλέμπορο, τον οποίο σέβονταν οι Τούρκοι μπέηδες διότι τους βοηθούσε οικονομικά και τους δάνειζε σημαντικά ποσά.

ίδρυσε υποκαταστήματα στην Θεσσαλονίκη  και δικές του τράπεζες στην Κωνσταντινούπολη και την Βιέννη, ενώ η περιουσία του υπολογίζονταν σε 300 χιλιάδες δίστηλα  χρυσά τάλιρα.

Έκανε πολλές αγαθοεργίες και δωροδοκώντας τους Τούρκους δικαστές εξαγόραζε τις θανατικές καταδίκες των  συμπατριωτών του. Ήταν τόσο μεγάλη η δύναμή του που το 1810 ανέλαβε την διαχείριση των οικονομικών του διοικητή των Σερρών Ισμαήλ μπέη, και έπεισε  τον σουλτάνο  να αναθέσει στον Μητροπολίτη Σερρών να επιλύει τις διαφορές μεταξύ των χριστιανών, ενώ ίδρυσε και ειρηνοδικείο για την εκδίκαση των εμπορικών διαφορών, με πρόεδρο τον Μητροπολίτη και διαιτητές εμπόρους.

Μετά τον θάνατο του Ισμαήλ μπέη, ανέλαβε ο γιος του Γιουσούφ  ο οποίος ήταν αισχροκερδής και χρωστούσε πολλά χρήματα στον Εμμανουήλ Παπά, τα οποία δεν μπορούσε να αποπληρώσει, με αποτέλεσμα  το 1817 να   επιχειρήσει την εξόντωσή του.

Ο Παπάς για να αποφύγει τις  δολοφονικές διαθέσεις του Τούρκου,  αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Σέρρες, μαζί με τον γιο του Ιωάννη και άλλους στενούς του συνεργάτες.

Εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η οικογένειά του τέθηκε υπό την προστασία του Μητροπολίτη Σερρών, και μετέπειτα από το 1824 Πατριάρχη Χρύσανθου, ύστερα μάλιστα από την απόπειρα του Γιουσούφ να κάψει το σπίτι του.

Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Πόλη μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο και στις 21 Δεκεμβρίου του 1819 έγινε αρχιταμίας της εταιρίας. Με την μύηση του πρόσφερε 1000 γρόσια για τις ανάγκες της Εταιρίας, γεγονός που  αναφέρεται…"Εμμανουήλ Παπάς, Σέρραλης Χρόνων 47. Δια Κων/νου Παπαδάτου. 1819 Δεκεμβρίου 21. Κωνσταντινούπολης. Τω Αγίω Χρυσάνθω εις Σέρρας. Γρόσια 1000".

Συνεργάσθηκε με τους Φιλικούς Κ. Κουμπάρη και Γ. Σταματά για την μύηση νέων μελών  και οργάνωσαν ταμείο για την ενίσχυση του Αγώνα.

Κατόρθωσε με την βοήθεια της Πύλης να εισπράξει μέρος του χρέους του Γιουσούφ μπέη,  περίπου 500.000 χιλιάδες χρυσές δραχμές, τις οποίες διέθεσε για τον Αγώνα.

Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1821 στις παραδουνάβιες χώρες, ο Παπάς εγκατέλειψε  την Κωνσταντινούπολη, στις 23 Μαρτίου του 1821 και πήγε στην Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, που εθεωρείτο το πιο κατάλληλο ορμητήριο για την εξέγερση της Μακεδονίας, διότι υπήρχαν περίπου 3000 μοναχοί άνδρες και επειδή ήταν χερσόνησος  αποτελούσε φυσικό  οχυρό.

 Επικεφαλής των μοναχών ήταν οι  Θεόφιλος ο Βατοπεδινός,  Γρηγόριος  ο  Κουτλουμουσιανός,  ο Λαυριώτης Ναθαναήλ, ο  Εσφιγμενίτης Ευθύμιος, ο  Ξενοφωντικός Γεδεών και ο Χιλανδαρινός Ησαΐας.

Αγόρασε όπλα και τα έστειλε στο Άγιο Όρος με το πλοίο του Θρακιώτη Φιλικού Αντωνίου Βισβίζη, κατόπιν εντολής του Αλέξανδρου Υψηλάντη, γεγονός που προκάλεσε τον ενθουσιασμό των μοναχών.

Κατανοούσε την δυσκολία της Επιχείρησης, διότι η περιοχή ήταν πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη και εύκολα και γρήγορα μπορούσαν να έρθουν δυνάμεις του σουλτάνου να τους αναχαιτίσουν, γι΄αυτό προσπάθησε να την οργανώσει πολύ προσεχτικά.

Αναγκάστηκε όμως από τις απρόσμενες εξελίξεις να δράσει γρήγορα, διότι ο Τούρκος διοικητής της Θεσσαλονίκης μαθαίνοντας για τις Επαναστάσεις των Ελλήνων στην Μολδοβλαχία και μετέπειτα στην Πελοπόννησο άρχισε στις 16 Μαίου του 1821 βιαιοπραγίες  και σφαγές των Ελλήνων της περιοχής.

Η τοπική φρουρά του Πολυγύρου δολοφόνησε τον πρόκριτο Κύρκο Παπαγεωργάκη, με αποτέλεσμα να δεχθούν επίθεση των κατοίκων που  τους εξόντωσαν όλους. Στην συνέχεια  επιτέθηκαν εναντίον των τουρκικών δυνάμεων της Παζαρούδας και Χασικοχωρίων, που έσπευσαν προς βοήθεια και τους απώθησαν.

Την ίδια μέρα έγινε σύνοδος στις Καρυές  και αποφασίστηκε η κήρυξη της Επανάστασης. Την άλλη μέρα 17 Μαίου του 1821 κηρύχθηκε η Επανάσταση με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Παπά, ο οποίος  με έδρα το Άγιο Όρος και με δύναμη 2.500 ανδρών  ανέλαβε αρχηγός της εξέγερσης.

Με την βοήθεια του Καπετάν Χάψα, με τον οποίο συνεργάζονταν ο καπετάν Δουμπιώτης,  και ο Βασιλικός, τον Ιούνιο του 1821 νίκησαν τους Τούρκους  στα Στάγειρα, τον Σταυρό και την Ιερισσό την οποία κατέλαβαν την 1η Ιουνίου.

Ο επίσκοπος της Ιερισσού αναφέρει…."Ευρισκόμενοι εις τον κίνδυνον όπου οι Τούρκοι είχον να μας κόψουν... κινδυνεύοντες ηλεήθημεν μετά θεόν παρά του ευγενεστάτου και ορθοδοξάτου αρχιστρατήγου κ.κ. Εμμανουήλ Παπά προφθάσαντος με τα στρατεύματά του εκυρίευσε τον τόπο μας και αφάνισε τους Τούρκους χωρίς να βλαφθεί κανείς...

Στη συνέχεια, κατευθύνθηκε στα Μαντεμοχώρια  και όλοι μαζί  στον Κάμπο της Παζαρούδας και της Νέας Απολλωνίας (τότε Εγρή Μπουτζάκ). Οι Έλληνες, νίκησαν τον Αγκούς αγά κοντά στην Αγία Παρασκευή και κατέλαβαν τη Γαλάτιστα και τα Βασιλικά.

Ο Παπάς κινήθηκε προς τα στενά της Ρεντίνας για να αποτρέψει ενίσχυση των Τούρκων από την Κωνσταντινούπολη και ο καπετάν Χάψας έφθασε στα Βασιλικά και καταδίωξε τους Τούρκους του Αγκούς αγά και του Τσιρίμπαση Χασάν αγά ως το Σέδες (στη περιοχή της σημερινής Θέρμης).
 Δεν μπόρεσε όμως να προχωρήσει περισσότερο  λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων, και οι οπλαρχηγοί της περιοχής του Ολύμπου στους οποίους απευθύνθηκε ο Παπάς για ενίσχυση  δεν θέλησαν να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους.

Οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Μπαϊράμ πασά που είχε συγκεντρώσει ισχυρή δύναμη στην Καλλίπολη, κατόπιν διαταγή του σουλτάνου, στάλθηκε στην Μακεδονία και στα μέσα Ιουνίου του 1821 με δύναμη 23.000 ανδρών επιτέθηκε εναντίον του Παπά στα στενά της Ρεντίνας και τον απώθησε. Ο Παπάς καταδιωκόμενος  κατέφυγε στον Πολύγυρο και ο Μπαϊράμ πασάς πήγε στην Θεσσαλονίκη,  όπου συγκέντρωσε στρατό 30.000 πεζών και 5.000 ιππέων.

Επιτέθηκαν στα Βασιλικά και πριν οι επαναστάτες προλάβουν να εκκενώσουν την κωμόπολη, ο Αχμέτ πασάς των Γιαννιτσών  την κατέλαβε την πυρπόλησε και έσφαξε τους κατοίκους της.

Ο καπετάν Χάψας  τον αντιμετώπισε έξω από τα Βασιλικά και μετά από μια άνιση μάχη έπεσε στο πεδίο της μάχης μαζί με άλλους 62 στρατιώτες, ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν πολύ μεγάλες. Έτσι έληξε άδοξα  η επανάσταση στην κεντρική Χαλκιδική, που είχε σαν αποτέλεσμα την πυρπόληση της και την σφαγή των κατοίκων της. Αυτοί που διασώθηκαν, κατέφυγαν στην Κασσάνδρα, την Σιθωνία και το Άγιο Όρος. Ο Εμμανουήλ Παπάς άφησε στο Άγιο Όρος τον φίλο του Νικηφόρο Ιβηρίτη  για να οχυρώσει τις μονές και ο ίδιος πήγε στην Χαλκιδική  για να οχυρώσει την διώρυγα της Ποτίδαιας.

Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στις δυνάμεις του Παπά, αλλά αυτός ενισχυόμενος και από 11 Ψαριανά καράβια που κατέφθασαν στην περιοχή, τους νίκησε και τους υποχρέωσε σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους πολλά πολεμοφόδια.

Την εποχή εκείνη εκδηλώθηκε στις Σέρρες επαναστατικό κίνημα με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Χρύσανθο το οποίο όμως γρήγορα κατεστάλη, ευτυχώς όμως χωρίς αντίποινα από τους Τούρκους. 

Δυστυχώς όμως, η σύζυγος του  Παπά, Φαίδρα και επτά από τα έντεκα παιδιά του φυλακίστηκαν, η περιουσία του δημεύτηκε και το σπίτι του κάηκε, ενώ τα  άλλα τρία παιδιά του (Αναστάσιος, Αθανάσιος και Νικόλαος) γλύτωσαν, διότι βρίσκονταν στο εξωτερικό και το άλλο ο Ιωάννης ήταν κοντά στον πατέρα του.

Ενώ είχαν καταδικαστεί σε θάνατο με αποκεφαλισμό, ο μητροπολίτης εξαγόρασε την ποινή και η Φαίδρα με τα παιδιά της έμειναν στην φυλακή, μέχρι και το 1826, οπότε και αποφυλακίστηκαν.

Το φθινόπωρο, και ενώ η κατάσταση χειροτέρευε για τους επαναστάτες, ο Παπάς προέτρεπε τους αμάχους που είχαν καταφύγει στην χερσόνησο να την εγκαταλείψουν και να φύγουν για τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και τις Σποράδες.

Απευθύνθηκε  στον Δημήτριο Υψηλάντη  και τους  προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών,  ζητώντας  πολεμοφόδια, άντρες και τρόφιμα, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική γιατί εκείνη την εποχή  πολιορκούσαν την Τριπολιτσα.

Αντί για βοήθεια,  ο Υψηλάντης τον διόρισε επίσημα πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης, και του συνιστούσε υπομονή.

Οι Τούρκοι που ήθελαν να τελειώσουν με την επανάσταση στην Μακεδονία για να στείλουν δυνάμεις στην Πελοπόννησο, στις 30 Οκτωβρίου του 1821 επιτέθηκαν στις δυνάμεις του Παπά στην Κασσάνδρα και την κατέλαβαν, όπως επίσης και λίγο αργότερα την Σιθωνία.

Ο Παπάς διασώθηκε στο Άγιο Όρος όπου οι ηγούμενοι των μονών, βλέποντας την κατάσταση  αρνούνταν να συνεχίσουν τον Αγώνα ζητώντας να διαπραγματευτούν με τους Τούρκους.

Την στιγμή που το πλοίο  με τον Παπά πλησίαζε τον Καφηρέα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1821, πέθανε από ανακοπή της καρδιάς. Η σορός του ήρωα μεταφέρθηκε στην Ύδρα και κηδεύτηκε με τιμές αρχιστράτηγου. Το 1843 αναρτήθηκε στην Ελληνική Βουλή το όνομα του σαν ενός από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής επανάστασης και το 1927, η γενέτειρά του Δοβίστα, μετονομάστηκε  σε Εμμανουήλ Παπάς.

Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στις 17/5/1966 και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, στην Πλατεία Ελευθερίας των Σερρών.

Από τα παιδιά του, τρεις γιοι του σκοτώθηκαν στον Αγώνα. Ο Αθανασάκης, αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα το 1826, ο Γιαννάκης, πολέμησε δίπλα στον Παπαφλέσσα και σκοτώθηκε στο Μανιάκι (1825), ενώ ο Νικολάκης, σκοτώθηκε στη μάχη του Καματερού της Αττικής (1827).

Ο Εμμανουήλ Παπάς, υπήρξε μία από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του 1821, ξόδεψε την τεράστια περιουσία του στον Αγώνα και  χωρίς καμία βοήθεια  κράτησε  για έξι μήνες τους Τούρκους στην Μακεδονία, δίνοντας την ευκαιρία στους   οπλαρχηγούς του Μωριά να  κατακτήσουν την  Τριπολιτσά.


ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΣ

Ο Αθανασίου Ζαχαρίας γεννήθηκε στις Σέρρες το 1798 και ήταν αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Σε νεαρή ηλικία πήγε στην Αίγυπτο και κατατάχθηκε στις δυνάμεις του Μεχμέτ Αλή, διακρινόμενος σε πολλές μάχες στην Άνω Αίγυπτο και στην Αραβία.

 Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Ελλάδα  βρίσκονταν  στο Κάιρο, όπου κατείχε  επίσημη θέση στα ανάκτορα.  Ο Αθανασίου αισθανόμενος την ανάγκη να βοηθήσει στον Αγώνα, λιποτάκτησε από τον Αιγυπτιακό στρατό, σχημάτισε στρατιωτικό σώμα που αποτελούνταν από Έλληνες της Αιγύπτου  και μετέβη στην Σύρο για να λάβει μέρος στην Επανάσταση.

Ταξίδεψε από την Αίγυπτο με ένα καίκι έχοντας σηκώσει  μια ξεχωριστή σημαία, όπου πάνω σε κόκκινο πανί υπήρχε ο σταυρός του Αγίου Ανδρέα και τα γράμματα ΕΤΝΑ  που σήμαιναν «Εν τούτω  νίκα». Στην σημαία εμφανίζονταν και το ηφαίστειο Αίτνα συμβολίζοντας τον πόθο των Ελλήνων για την Απελευθέρωση.

Μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς, συμμετείχε  το 1825 μαζί με τον Χατζηχρήστο στην πολιορκία της Πύλου από τον Ιμπραήμ   και έλαβε μέρος στην μάχη των Δερβενακίων, όπου έχασε  το ένα του χέρι. Συνεργάστηκε σε διάφορες μάχες με τον Δήμο Λιούλια, τον Μακρυγιάννη. τον Νότη Μπότσαρη και συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Αθήνας και του Μεσολογγίου με τον Κωνσταντίνο Λαγουμτζή και το 1827 στην μάχη του Μετοχίου του Πειραιά με τον Γιώργο ΚαραΪσκάκη.

Μετά την Απελευθέρωση υπηρέτησε στον τακτικό στρατό σαν υπαξιωματικός και εγκαταστάθηκε στην Λαμία, όπου πέθανε το 1850.


ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής