breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΔΟΥΜΠΙΩΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Γεννήθηκε το 1793 στα Δουμπιά της Χαλκιδικής  και υπήρξε μέλος  μιας σπουδαίας οικογένειας οπλαρχηγών του 1821. Υπηρέτησε σαν σούμπασης  στην οθωμανική διοίκηση, στα  Μαδεμοχώρια  της Χαλκιδικής. Μαζί με τα αδέλφια του Βασιλικό, Νικόλαο, Πολυχρόνη, και τον Κασσανδρινό Αναστάσιο Χιμευτό, συμμετείχε στην επανάσταση του 1821 στη Χαλκιδική σαν  υπαρχηγός  του Εμμανουήλ Παπά.  

Μετά την καταστροφή της χερσονήσου τον Νοέμβριο του 1821 μετέβη στη Νάουσα, όπου πολέμησε με τον Καρατάσο, και μετά την καταστροφή της πόλης  κατέφυγε στη Σκόπελο. Εκεί φαίνεται το  όνομα του  για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1822.

Με τον Καρατάσο και άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς συμμετείχε σε πολλές μάχες, στην Νότιο και Κεντρική Ελλάδα, στην Σκιάθο το 1823, στο Νεόκαστρο της Πελοποννήσου, στη διαφύλαξη της Ύδρας 1824-25, στο Τρίκερι το 1823 και το 1827, στην Αταλάντη το 1827, στα Βρυσάκια Χαλκίδος 1822, στην Αράχωβα το 1832, στη Θήβα, και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το 1825  με την παράταξη του Κωλέττη στην Πελοπόννησο.

Από το 1822 έως και το 1828  υπήρξε πολιτάρχης  στην Γλώσσα Σκοπέλου,  η συμπεριφορά του όμως απέναντι στους κατοίκους ήταν αυταρχική, με αποτέλεσμα  να ζητήσουν από την τότε κυβέρνηση την αλλαγή του.

Τον Μάρτιο του 1825 κατόπιν πρότασης του Κωλέττη πήρε τον βαθμό του στρατηγού. Αργότερα όμως αναφέρεται ότι για κάποιο χρονικό διάστημα, μεταξύ 1826-1828, έδρασε ως πειρατής, και φυλακίστηκε  κατά τις διαταγές του κυβερνήτη  Καποδίστρια στις φυλακές της Αίγινας τα έτη 1828-1829. 

Μετά την αποφυλάκισή του, τον Φεβρουάριο του 1829, προβιβάστηκε σε  πεντακοσίαρχο στο τάγμα του Τσάμη Καρατάσου και το Νοέμβριο του 1831 διορίστηκε διοικητής του 14ου τάγματος. Την ίδια χρονιά  ακολούθησε  τον Τσάμη Καρατάσο στο κίνημα που διοργάνωσε εναντίον του Αυγουστίνου Καποδίστρια, αλλά μετά από λίγο χρονικό διάστημα επανήλθε στις τάξεις του τακτικού στρατού.

Το 1833, συμμετείχε μαζί με τον Κολοκοτρώνη στους αγώνες του  και συνελήφθη  μαζί του,  γλύτωσε όμως την δίκη  χάρη στην παρέμβαση του Κωλέττη. Μετά την διάλυση των ταγμάτων το 1836 τοποθετήθηκε  σαν  ανθυπολοχαγός στη Β΄ τετραρχία Χαλκίδας με λοχαγό τον Κριεζώτη, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα μαζί με την οικογένειά του.

Αποστρατεύτηκε το 1840 και πέθανε το 1848.

Η προσφορά του στον αγώνα αναγνωρίστηκε από το Ελληνικό κράτος καθώς αναγορεύτηκε σε αξιωματικό τέταρτης τάξεως και ήταν ο μοναδικός Χαλκιδικιώτης μαζί με τον Αποστολάρα που πήραν βαθμούς πεντακοσίαρχων στο νεοσύστατο στράτευμα. Το όνομα του  αναφέρεται στους φακέλους 58 αγωνιστών. Ήταν παντρεμένος με την  Σουλτάνα  με την οποία απέκτησε τρία κορίτσια, ενώ είχε υιοθετήσει και ένα αγόρι, τον Μιλτιάδη.

 

ΧΙΜΕΥΤΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της Επανάστασης του 1821, στην Χαλκιδική. Γεννήθηκε το 1793 στα Παζαράκια-Κρυοπηγή και κατάγονταν από μια επιφανή οικογένεια.

Στην αρχή ακολουθούσε τον πατέρα του  στις διάφορες πολεμικές  επιχειρήσεις της Χαλκιδικής  και μετά την πτώση της Κασσάνδρας, κατέφυγε στην Σκόπελο και  εντάχθηκε μαζί με τον Κωνσταντίνο Δουμπιώτη  και άλλους συμπατριώτες του στα άτακτα Μακεδονικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον Αναστάσιο Καρατάσο.

Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, στην Εύβοια το 1822, στο Τρίκερι και στην Σκιάθο το 1823, στα Ψαρά το 1824 και με δύναμη 190 ανδρών έλαβε μέρος στην προστασία της Ύδρας.

Το 1825 πολέμησε κατά του Ιμπραήμ στην μάχη του Σχοινολάκου και αργότερα επέστρεψε στην Ύδρα όπου  τιμήθηκε με τον βαθμό του Χιλίαρχου.

Το καλοκαίρι του 1825  επέστρεψε στην Σκόπελο και τον Νοέμβριο του 1826,  με αρχηγούς τον Άγγελο Γάτσο και τον Αναστάσιο Καρατάσο αντιμετώπισαν  σε μάχη στην Φθιώτιδα τον Μουσταφάμπεη από τον οποίο ηττήθηκαν, αλλά ο Χιμευτός πήρε ρεβάνς στην επόμενη μάχη που έγινε στην Αταλάντη.

Τον Νοέμβριο του 1827 μαζί με άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς, τον Δουμπιώτη και τον Μπίνο, υπό την αρχηγία του Γάτσου και Καρατάσου, έλαβε μέρος στην μάχη του Τρίκερι Μαγνησίας και τον άλλο χρόνο  στην εκστρατεία της Θάσου.

Τον Μάιο του 1828 ακολουθώντας το κάλεσμα του κυβερνήτη Καποδίστρια για την σύσταση του τακτικού στρατού των χιλιαρχών, μαζί με άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς, πήγε στα Μέγαρα  και ορίστηκε εκατόνταρχος στο νέο σώμα των Ολυμπίων στρατιωτών, με διοικητή τον Λάζο Τόλιο.

Την ίδια χρονιά κατηγορήθηκε για πειρατική δράση και παραπέμφθηκε στο Θαλάσσιο Δικαστήριο. Τον Οκτώβριο του 1828 επέστρεψε στην Κασσάνδρα με σκοπό να οργανώσει ένα νέο κίνημα μαζί με τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου, αλλά και να αποφύγει τις κατηγορίες που είχε να αντιμετωπίσει για την πειρατεία.

Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Κασσάνδρα  ήρθε σε διένεξη με τους Κασσανδρινούς παροίκους των Σποράδων,  για την διαχείριση του Κοινού Ταμείου που είχε συσταθεί  από τα έσοδα εκμετάλλευσης της ρητίνης και ξυλείας της περιοχής.

Επειδή στην διένεξη  έλαβαν μέρος και οι Οθωμανοί, στα τέλη του 1830,  αποχώρησε και πήγε στην Αταλάντη  επανερχόμενος στον τακτικό στρατό με τον βαθμό του χιλίαρχου.

Συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο με τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς και τραυματίστηκε στους Μύλους, κοντά στο Ναύπλιο. Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια και την έλευση του Όθωνα, το 1836 παρέμεινε στο στράτευμα  και εντάχθηκε στο νεοσύστατο  σώμα της Φάλαγγας, στην Α΄τετραρχία  Λαμίας, όπου τιμήθηκε  με το παράσημο Αρχυρού Σταυρού.

 Το ίδιο έτος κατατάχθηκε σαν λοχαγός στον Α΄ λόχο του Β΄ τάγματος Οροφυλακής Φθιώτιδας υπό τον Θ. Γρίβα και το 1837 ξανατιμήθηκε  με το Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών. Το 1839 μετατέθηκε ξανά στο Σώμα Φάλαγγας  και το 1843, για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην πατρίδα προικοδοτήθηκε με το ποσό των 8.400 δραχμών.

Το 1843 προβιβάστηκε σε ταγματάρχη και το  1848  σε αντισυνταγματάρχη της Φάλαγγας, ενώ πήρε έπαινο για τις μάχες που έδωσε εναντίον των ληστών στην Φθιώτιδα και την Αλαμάνα. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στον συνοικισμό Μακεδόνων προσφύγων Αταλάντης και το 1848 υπήρξε υποψήφιος δήμαρχος της Νέας Πέλλας.

Θέλοντας να βοηθήσει στην απελευθέρωση της Κασσάνδρας έλαβε μέρος το 1854  στην αποτυχημένη  εκστρατεία του Τσάμη Καρατάσου στην Χαλκιδική.

Ο Αναστάσιος Χιμευτός παντρεύτηκε το 1820 την Γαρουφαλλιά Γεωργίου και απέκτησαν τρία παιδιά, τον Γεώργιο, την Κεράσω και την Χριστοδουλιά. Απεβίωσε στις 24 Ιουλίου στην Νέα Πέλλα, όπου ακόμη και μέχρι σήμερα ζούν απόγονοί του με το ίδιο όνομα.

 ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ ΙΛΑΡΙΩΝ

Ο Ιλαρίων Καρατζόγλου  γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και ήταν  οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης  συμμετέχοντας  στην Ελληνική Επανάσταση  του 1821 πολεμώντας σαν αξιωματικός σε πολλές μάχες που έγιναν την εποχή εκείνη στην Μακεδονία. Το 1824 την εποχή του εμφυλίου πολέμου  η κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη, θέλοντας να υπερασπίσει την Ύδρα από ενδεχόμενη επίθεση του Ιμπραήμ,  ενίσχυσε το νησί με μεταφορά στρατευμάτων από άλλα μέρη.  

Έστειλε τότε στην Ύδρα 5.000 άνδρες κι ανάμεσά τους το σώμα του Μακρυγιάννη και δυνάμεις του μακεδόνα αγωνιστή Τσάμη Καρατάσου, με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Καβαλιώτη Ιλαρίωνα Καρατζόγλου.  

Έτσι ο Καρατζόγλου σαν πρωτοπαλίκαρο του Αναστάσιου Καρατάσου  βρέθηκε στην Ύδρα όπου γνώρισε και έγινε φίλος με τον  Ιωάννη Μακρυγιάννη και τον Βασίλειο Αθανασίου. Οι δύο άνδρες έγιναν στενοί φίλοι και αυτή η σχέση κράτησε για πολλά χρόνια.

«Όταν ήμουν εις τη Νύδρα και τις δυο φορές, οπού την φοβέριζαν οι Τούρκοι, ήτανε κι ο Καρατάσιος εκεί και ήμουνε φιλιωμένος με τους αξιωματικούς του και καταξοχή με τον Βελέτζα και μ’ ένα γενναίον παληκάρι -το είχε ο Καρατάσιος πολύ αγαπημένον- τον έλεγαν Λαρίων Καράτζογλον, η πατρίδα του από την Καβάλλα, του Μεμεταλή την πατρίδα, φιλελεύτερος και πολύ γενναίος άντρας. Τον είχα φίλον στενώτερον από αδελφόν…».

Ο Καρατάσος σαν γεροντότερος  έλαβε την γενική αρχηγία των στρατευμάτων της Ύδρας, από τον Μακρυγιάννη. Το 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας αναλαμβάνοντας την διακυβέρνηση της χώρας αναδιοργάνωσε τα άτακτα στρατεύματα σε χιλιαρχίες και ελαφρά τάγματα αφήνοντας έξω από την νέα αυτή δομή, πολλούς οπλαρχηγούς.  

Στα απομνημονεύματα του ο Μακρυγιάννης  αναφέρει ότι ο Καρατζόγλου έμεινε έξω από το στράτευμα και αποφάσισε, όπως και πολλοί άλλοι αδικηθέντες οπλαρχηγοί να ακολουθήσει την κλέφτικη ζωή.

 Γράφει ο Μακρυγιάννης:  «Όταν ήρθε ο Κυβερνήτης, οπού οργάνισε τα στρατέματα, αδικήθηκαν πολλοί αγωνισταί, αδικήθη κι ο Λαρίων. Γύρευε να πάγη κλέφτης, τον συβούλεψα να πάγη εις την πατρίδα του να μπορέση να ’χη ανθρώπους υπό την οδηγίαν του και να ιδούμεν, όποτε είναι αρμόδιος καιρός, να τηράξουμεν όλοι οι Έλληνες μυστικώς να λευτερώσουμεν και τ’ άλλα μέρη της Τουρκιάς οπού ’ναι εις την τυραγνίαν του Σουλτάνου, και να ’νεργήσουμεν τον όρκον της Εταιρίας».

Ο ίδιος συμβούλεψε τον Καρατζόγλου να επιστρέψει στην Καβάλα  για να προετοιμάσει μια νέα εξέγερση  που θα ένωνε όλες τις υπόδουλες Ελληνικές επαρχίες με το νέο, υπό σύσταση Ελληνικό κράτος, οργανώνοντας μάλιστα μια μυστική επιτροπή υπό την καθοδήγηση  του Μακρυγιάννη, που θα επικοινωνούσε  με όλους τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς.

Ο Ιλαρίων κατέληξε στην Χαλκιδική  και  γρήγορα  έγινε αρματολός στο Άγιο όρος και τα Μαδεμοχώρια  περιμένοντας  βοήθεια για να αρχίσει επιχειρήσεις. Βρισκόταν όμως σε συνεχή επικοινωνία με το Μακρυγιάννη, μάλιστα οι δύο άντρες είχαν και συνθηματικές λέξεις για να αναγνωρίζει ο Μακρυγιάννης τους απεσταλμένους του Καρατζόγλου:  

«Πήγε ο Λαρίων εις το Όρος και πάσκισε και μπήκε καπετάνος εις τα Μαντεμοχώρια και ήταν αρκετόν καιρόν εκεί. Καθώς οπού ήμαστε ορκισμένοι, άρχισε και κατηχούσε τους ανθρώπους με μεγάλη μυστικότη και πήγαινε προβοδεύοντας πολύ»… «Βάλαμεν σινιάλο “φουσέκι” να μου λέγη όταν θα μου στέλνη άνθρωπον, διά να τον γνωρίζω ότ’ είναι δικός του, κ’ εγώ “ντουφέκι”».

Το 1836 όμως ιδρύθηκε η «Φιλορθόδοξη Εταιρεία»  από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου και τον Ρώσο αρχιμανδρίτη Ανατόλιο που εξυπηρετούσε τα σχέδια των Ρώσων να προωθήσουν τον πανσλαβισμό εντός της Ελλάδας, έχοντας ως σκοπό να σχηματίσουν σε Θεσσαλία και Μακεδονία ένα ξεχωριστό κράτος  με Ρώσο ηγεμόνα.  Ευτυχώς όμως  τα σχέδια τους  έγιναν γνωστά στον Μακρυγιάννη και  ανακόπηκε προσωρινά η φιλορωσική κίνηση. Τότε ο Ρώσος αρχιμανδρίτης Ανατόλιος μετέβη στη Χαλκιδική και στο Άγιο Όρος, συναντήθηκε με τον Ιλαρίωνα Καρατζόγλου και τον μύησε στην οργάνωση της εταιρείας.

Ο Καρατζόγλου, μη γνωρίζοντας τους ύπουλους σκοπούς του Ανατόλιου, δέχονταν την βοήθεια του, αλλά  όταν τον πληροφόρησε ο Μακρυγιάννης για την παράνομη δράση της Εταιρείας   αποσύρθηκε από αυτήν.

Έγραψε ο Μακρυγιάννης ….. «Και εις το σπίτι του Ανατόλιου μαζώνονται πολιτικοί και στρατιωτικοί κ’ εργάζονται δι’ αυτά…  και κατηχούν τους στρατιωτικούς να κάμουν μιαν δύναμη διά την Θεσσαλομακεδονίαν κι όποτε κάμουν αυτήν την δύναμη να κινηθούν. Και λευτερώνοντας αυτά τα μέρη να γένη ηγεμόνας ο Βόντας όσο η Ρουσσία να στείλει τον βασιλέα τον καθαυτό. Θέλαν κ’ έναν στρατιωτικόν αρχηγόν διά το κίνημα.

Οι στρατιώτες οπού κατηχούσαν ήταν φίλοι μου και πρόβαλαν εμένα και μου είπαν αυτό οι στρατιώτες. Εγώ τους είπα, όταν θέλη η Κυβέρνηση να γένη αυτό το κίνημα, ας διορίση κι όποιον αρχηγόν θέλη. Έλεγα ότ’ είναι της πατρίδας κινήματα… Τότε φώτισα τους στρατιωτικούς. Και χαλάσαμεν όλα αυτά τα σκέδια.

Τότε σηκώνεται ο Ανατόλιος, σαν χάλασε το σκέδιόν τους εδώ, πηγαίνει εις το Όρος, παίρνει και χρήματα μαζί του και πηγαίνει κι ανταμώνει τον Λαρίων, οπού ’χε καπετανλίκι εις το Όρος και Μαντεμοχώρια, και τον ορκίζει. Πριν πάγη μάθαμεν τον σκοπόν του ότι ήταν άνθρωπος πατριώτης και μας το είπε.

Αφού όρκισε τον Λαρίων, τότε βγάζει και του δίνει κι ένα δίπλωμα ρούσσικον -όποιος θα είναι αρχηγός έχει γκενεράλη βαθμόν. Του τάζει συνχρόνως και μια ποσότη χρήματα και να κατηχήση τους ανθρώπους και να συνάζη και υπογραφές από τους κατοίκους υπέρ της Ρουσσίας. Τότε στείλαμεν άνθρωπο εις τον Λαρίων να ’χη τον νου του. Του μίλησαν και πιστοί καλογέροι και τράβησε χέρι ο Λαρίων».

Ο Ανατόλιος πληροφόρησε τον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη για τις εξελίξεις, και έκτοτε ο Ιλαρίων καταδιώκονταν από τους Οθωμανούς, κατόπιν υπόδειξης των Ρώσων. Βρισκόμενος σε άσχημη θέση  πήγε στην Αίγυπτο να συναντήσει τον συμπατριώτη του  Μεχμέτ Αλά Πασά και να του ζητήσει βοήθεια, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι αυτός είχε αντιδικίες με την Πύλη.

Ο Μεχμέτ Αλή  όμως του ζήτησε να ξεσηκώσει τους Κρητικούς εναντίον του σουλτάνου, γεγονός που τον εξυπηρετούσε περισσότερο. Ο Καρατζόγλου τον άκουσε και πήγε στην Κρήτη για να ξεσηκώσει τους Κρητικούς, αλλά δεν  του έστειλε επιστολές ζητώντας του εκ νέου να βοηθήσει την Επανάσταση της Μακεδονίας.

Δυστυχώς όμως δεν εισακούστηκε και έτσι εγκατέλειψε την Κρήτη και πήγε στην Αθήνα, όπου συναντήθηκε με τον Μακρυγιάννη, του εξήγησε την κατάσταση με τον Μεχμέτ Αλή Πασά  και συζήτησε μαζί του για το τι μέλλει γενέσθαι.

Αναφέρει ο Μακρυγιάννης…….«Τότε ο Ανατόλιος γράφει εις τον πρέσβυ της Ρουσσίας εις την Κωσταντινόπολη αναντίον του Λαρίων. Τον κατατρέχει τον Λαρίων ο πρέσβυς και φεύγει και πηγαίνει εις τον Μεμεταλή εις το Μισίρι, τον είχε πατριώτη. Του λέγει όλ’ αυτά, κι ο Μεμεταλής θέλει να γένη αλλού το κίνημα δια λογαριασμό του. Το ’δωσε γράμματα σε Τούρκους και Ρωμαίγους Κρητικούς και τον έστειλε εις Κρήτη –κ’ εκεί να στείλη στρατέματα ο Μεμεταλής κι οδηγός ο Λαρίων, να γένη το κίνημα.

Πέθανε ο Σουλτάνος πήρε τον στόλο του ο Μεμεταλής, περηφανεύτηκε, αστόχησε τον Λαρίων. Τότε ήρθε εδώ και μου είπε όσα τράβηξε. Είδα και τα γράμματα του Μεμεταλή».

 Τον Απρίλιο του 1840  έφθαναν πληροφορίες  από την Μακεδονία για επικείμενη εξέγερση  στα Γιαννιτσά και την Ανατολική Μακεδονία, γεγονός που ανάγκασε  τον Μακρυγιάννη  να επικοινωνήσει με τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε όλη την Ελλάδα και να συγκεντρώσουν χρήματα, πολεμοφόδια και στρατό.

H επιτροπή  που  ασχολούνταν με την προετοιμασία της Επανάστασης υπήρχαν ο Τσάμης Καρατάσος, γιος του Αναστάσιου, ο Παναγιώτης Ναούμ, o Κωνσταντίνος Δόσιος, ο Δαμιανός , με επικεφαλής τον  Μακρυγιάννη και τον Καρατζόγλου. Ο Τσάμης Καρατάσος, που ήταν φίλος με τον Όθωνα, τον ενημέρωσε για τα σχέδια της επιτροπής, ελπίζοντας στην βοήθειά του, χωρίς όμως να ενημερώσει τα άλλα μέλη, τα οποία εξοργίστηκαν μαζί του, διότι ο Όθωνας  ήταν φίλα προσκείμενος με τους Ρώσους και ήταν σίγουρο ότι θα τους ενημέρωνε για τα σχέδιά τους.

Αναφέρει ο Μακρυγιάννης…..«Τότε είπαμεν να πάψωμεν από αυτό το κίνημα, να μην προδοθούμεν και πάρωμεν τους αδελφούς μας εις το λαιμόν μας. Οι άνθρωποι είχαν διάθεσιν να κινηθούν. Εγώ τραβήχτηκα. Ήρθε ο Δόσιος κι ο Δαμιανός, οπού ήταν με τον Τζάμη, κι άλλοι και με περικάλεσαν να μην τραβήσω χέρι, όμως να μπω κ’ επιτροπή… Τότε στείλαμεν μιαν ποσότη πολεμοφόδια με δυο γολέττες διά το Όρος...».

Οργισμένος  ο Καρατζόγλου για την άσχημη τροπή που πήραν τα πράγματα, διέκοψε τις σχέσεις του με τον Καρατάσο και αναχώρησε για την Χαλκιδική, ενώ ο Μακρυγιάννης παραιτήθηκε από την ηγεσία της επιτροπής, αλλά  συνέχισε την δράση του στέλνοντας  με δυο γολέτες πολεμοφόδια  στο Άγιο Όρος  που συνοδεύονταν  από Μακεδόνες οπλαρχηγούς και στρατιώτες που ζούσαν στην ελεύθερη Ελλάδα.

Ο Καρατζόγλου πήγε να τους συναντήσει αλλά το γεγονός αυτό δεν άρεσε σε κάποιους που είχαν καλές σχέσεις με τον Δημήτριο Καρατάσο που τον κατέδωσαν στους  Τούρκους οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στις φυλακές  του ναυστάθμου της Κωνσταντινούπολης.

Ο Μακρυγιάννης μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, προέβη σε διαβήματα στις πρεσβείες των Γάλλων και των Άγγλων στην Αθήνα  και πέτυχε την απελευθέρωση του. Στα τέλη του 1841 όμως, μετά από υπόδειξη του αρχιμανδρίτη Ανατόλιου  δολοφονήθηκε από Ρώσους πράκτορες που τον θεωρούσαν  εμπόδιο στα σχέδια της Ρωσίας. Ο Μακρυγιάννης όταν πληροφορήθηκε το γεγονός στεναχωρήθηκε πολύ και λίγο αργότερα στα απομνημονεύματα του έγραψε για τον φίλο του Λαρίωνα….

……………..«Πήγε κι ο καϊμένος ο Λαρίων τους αντάμωσε -τον πρόδωσαν εις τους Τούρκους κάποιοι από τους ίδιους (ότ’ ήταν του Τζάμη άνθρωποι κι ο Λαρίων ήταν ’γγισμένος με τον Τζάμη). Τον έπιασαν, τον πήγαν εις το Μπάνιον εις Κωσταντινόπολη. Μίλησα με τους πρέσβες της Γαλλίας κι Αγγλίας -ότι τους γέλαγα και τους έλεγα του κάθε ενού “Δουλεύομεν και κινιώμαστε δια σας”, κ’ εμείς τηράγαμεν τον σκοπόν της πατρίδος μας - και μ’ αυτόν τον τρόπον έγραψαν οι Πρέσβες εις Κωσταντινόπολη κ’ έβγαλαν τον Λαρίων. Ύστερα οι Ρούσσοι δια την απάτη οπού έκαμεν του Ανατόλιου, οπού τον όρκισε εις το Όρος, ’νέργησαν και τον σκότωσαν οι Τούρκοι ύστερα -οπού ’φυε από το Μπάνιο. Και χάσαμεν έναν γενναίον άντρα».

Το 1842, ένα χρόνο μετά την δολοφονία του, ο επαίσχυντος Αντόλιος  έγραψε μια επιστολή  στην φιλορωσική εφημερίδα «Αιών» του Ιωάννη Φιλήμονα στην οποία ανέφερε ότι ο Ιλαρίων ήταν  τουρκαλβανός  μοναχός που διετέλεσε ληστής, για να σπιλώσει την μνήμη του Καρατζόγλου. Στην πραγματικότητα όμως ουδεμία σχέση είχαν ο Αλβανός μοναχός με τον Καβαλιώτη ήρωα της επανάστασης.

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ

Γεννήθηκε στο Καζαβήτι της Θάσου το 1792 όπου έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία εννέα ετών πήγε στο Άγιο Όρος για να φοιτήσει στην Αθωνιάδα Σχολή,  παρέμεινε εκεί μέχρι το 1813 και απέκτησε σπουδαία μόρφωση και έγινε αρχιμανδρίτης.

Την εποχή της παραμονής του στο Άγιο Όρος δέχθηκε την πρόταση να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας και να εργαστεί για την προετοιμασία του Αγώνα, στην Χαλκιδική και στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Θάσο.

Από το 1813-1830  κινούνταν μεταξύ της Θάσου, του Αγίου Όρους και της Χαλκιδικής  προσφέροντας τεράστιες υπηρεσίες στον Αγώνα. Όταν ιδρύθηκε το Ελληνικό κράτος ο βασιλιάς Όθωνας, εκτιμώντας το σπουδαίο έργο του τον επιβράβευσε με το παράσημο του Αργυρού Νομισματόσημου.

Ο Καλλίνικος Σταματιάδης υπηρέτησε ως εφημέριος στις Σέρρες, στην Αθήνα, στην Κρήτη, στη Βιέννη και στο Μόναχο, όπου επέδειξε πλούσια και πολύπλευρη πνευματική, κοινωνική και πατριωτική δράση. Το 1863, τιμήθηκε επίσης  από τον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Β’. Πέθανε στο Μόναχο τον  Απρίλιο του 1877  και η  μόνη του περιουσία ήταν πενήντα χρυσά νομίσματα ξένων χωρών, λίγα πολύτιμα σκεύη και τα βιβλία του, που τα χάρισε στους πατριώτες του.

 

ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ

Γεννήθηκε στον Θεολόγο και ήταν ένα από τα επτά παιδιά του κοτσαμπάση του χωριού Δημητρίου Μεταξά, ο οποίος το 1792 είχε αντιδράσει σε αυθαιρεσίες του Τούρκου βοεβόδα της Λήμνου Κερίμ, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί στην Καβάλα.

Την θέση του στην προεδρία του Θεολόγου ανέλαβε ο γιός του Αναγνώστης και αργότερα ο Χατζηγιώργης, που από το 1813  με Αιγυπτιακό φιρμάνι, ανέλαβε πρόεδρος όλου του νησιού. Δεν απέκτησε παιδιά και για τον λόγο αυτό υιοθέτησε δύο ανίψια του.

Ο Χατζηγιώργης Μεταξάς υπήρξε  η ψυχή της επανάστασης του 1821 στο πανέμορφο νησί της Θάσου, και ξεσήκωσε τους Θασίτες  να επαναστατήσουν εναντίον του  πολυάριθμου στρατού των Τούρκων που υπήρχαν εκεί.

Στα τέλη Ιουνίου του 1821 ο Χατζηγιώργης με ντόπιους στρατιώτες και βοηθούμενος  από τον Καπετάν Κανέλο, επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων στον Ποτό, οι οποίοι κατέφυγαν στο Καζαβήτι και μαζί με τους άλλους Τούρκους από το νησί, κατέφυγαν στην Καβάλα.

Δυστυχώς όμως η αντίσταση αυτή των Θασιτών δεν κράτησε πολύ, διότι έμειναν μόνοι χωρίς βοήθεια,   και αποτέλεσαν εύκολη λεία στις πολυάριθμες δυνάμεις των Τούρκων που κατέφθασαν στο νησί. Ο Χατζηγιώργης  που ήταν ο υποκινητής του κινήματος  εξορίστηκε αρχικά στην Τήνο και Σύρο και μετά στην Αίγυπτου.

Επέστρεψε το 1824 αλλά επειδή θεωρήθηκε ότι ήταν επικίνδυνο  να εμφανιστεί στο νησί, γύρισε πίσω στην Αίγυπτο και ζήτησε από τον Μεχμέτ Αλή πασά να του χορηγήσει αμνηστία. Επέστρεψε στον Θεολόγο και απέκτησε πίσω την περιουσία του, που την είχαν δεσμεύσει οι Τούρκοι. Οι κακουχίες και η λύπη του για την αποτυχία του κινήματος τον είχαν συντρίψει ψυχολογικά και πέθανε το 1825.

Στα αρχεία του υπάρχει μια επιστολή του 1823 που του έστειλε ο Τούρκος διοικητής της Θάσου, όταν ήταν εξόριστος στην Τήνο και αποδείκνυε την συμμετοχή του στο επαναστατικό κίνημα της Θάσου.


Μεταξάς Χατζηγιώργης

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής