breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΚΑΤΣΩΝΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ

O Λάμπρος Κατσώνης ήταν Έλληνας συνταγματάρχης του ρωσικού αυτοκρατορικού ναυτικού, και ιππότης του ρωσικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου..

Γεννήθηκε στην Λιβαδειά το 1752, απ΄όπου κατέφυγε στην Ζάκυνθο σε ηλικία 16 ετών, διότι κατηγορήθηκε για τον φόνο ενός Τούρκου αξιωματικού.

Κατά την διάρκεια των Ορλωφικών 1770-1774  κατατάχθηκε σαν αξιωματικός, στο ελληνικό τάγμα του Ρωσικού στρατού, και πήρε μέρος σε ναυτικές επιχειρήσεις κατά των Οθωμανών. Μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ-Κα»ιναρτζή το 1774 εγκαταστάθηκε στην Κριμαία και έλαβε μέρος στην εκστρατεία του ρωσικού στρατού στην Περσία, όπου ανήλθε στον βαθμό του λοχαγού.

 Όταν άρχισε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1787-1792, ζήτησε από τον διοικητή του Ποτέμκιν να οργανώσει επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα, πήγε στην Τεργέστη απ΄ όπου αγόρασε με τις εισφορές των  Ελλήνων ομογενών μια φρεγάτα στην οποία έδωσε το όνομα «Αθηνά της Άρκτου» προς τιμήν της Ρωσίδας Αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄  και

 Φεβρουάριο του 1788 αναχώρησε στην Ζάκυνθο. Κατά την διάρκεια της πορείας του αιχμαλώτισε 14 Οθωμανικά πλοία, μεγαλώνοντας έτσι τον στόλο του.

Το 1788 άρχισε την δράση του στο Αιγαίο πέλαγος  όπου στις 31 Αυγούστου  νίκησε τον Οθωμανικό στόλο στην Κάρπαθο, και για την νίκη του αυτή προήχθη σε  ταγματάρχη, ενώ ο στόλος του ονομάστηκε «στόλος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας».

Στις 15 Απριλίου του 1789  συγκρούστηκε στο Δυρράχιο με πλοία Τουρκοαλβανών και μετά την νίκη του πήγε στην Ιθάκη για να βαφτίσει τον γιό του συγχωριανού του  Ανδρούτσου, στον οποίο έδωσε το όνομα του βασιλιά της Ιθάκης, Οδυσσέα.

Τον Ιούνιο του 1789 έλεγχε όλες τις Κυκλάδες και με επιστολή του προς όλους τους προύχοντες των νησιών, τους καλούσε να μην καταβάλλουν  φόρους  στην Πύλη.

Στις 4 Ιουλίου  έλαβε μέρος σε μια ναυμαχία εναντίον των Οθωμανών, μεταξύ Σύρου και Μυκόνου και τους συνέτριψε, με αποτέλεσμα ο επικεφαλής τους Σερεμέτ Μπέης να τραυματιστεί σοβαρά.

Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του Αγγελίνα-Μαρία Σοφιανού, κόρη του προκρίτου της Κέας Πέτρου Σοφιανού, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.

Η κατάσταση στο Αιγαίο άρχισε να ενοχλεί την Πύλη και ο Σουλτάνος ανάγκασε τον Πατριάρχη Νεόφυτο να στείλει οδηγίες στους νησιώτες, να καταδικάσουν τις ενέργειες  του Κατσώνη, και στην συνέχεια  πρότεινε στον ίδιο, δια του δραγουμάνου του στόλου Στέφανου Μαυρογένη, να του παραχωρήσει ένα νησί αν σταματούσε την δράση του.

Ο Κατσώνης αρνήθηκε και συνέχισε τον αγώνα του κατά του Οθωμανικού στόλου. Σε μια ναυμαχία κοντά στην Κέα κινδύνεψε να συλληφθεί, αλλά κατάφερε να διαφύγει στην Μήλο. Οι Οθωμανοί ξέσπασαν στο λιμάνι της Κέας που το πυρπόλησαν.

Τον Φεβρουάριο του 1790 πήρε από την Ιθάκη τον Ανδρούτσο με 500 παλικάρια και και πήγαν στην Κέα για να την οχυρώσουν, διότι υπήρχαν πληροφορίες  ότι οι Οθωμανοί θα εκστράτευαν εναντίον του.

Ο Κατσώνης θέλησε να τους συναντήσει στην ανοιχτή θάλασσα για να τους αιφνιδιάσει με τα πυρπολικά του, αλλά στις 17 Μαίου του 1790 δέχθηκε επίθεση  στην θαλάσσια περιοχή του Κάβο Ντόρο μεταξύ Εύβοιας και Άνδρου από 16 οθωμανικά πλοία με επικεφαλής τον Μουσταφά Πασά.

Ενώ ο Κατσώνης αγωνίζονταν ηρωικά χωρίς απώλειες, εμφανίστηκαν από το πουθενά άλλα 13 αλγερινά πειρατικά πλοία που έφεραν τον Κατσώνη σε πολύ δύσκολη θέση.  Έφθασε σε σημείο να αγωνίζεται μόνο με την ναυαρχίδα του  «Η Αθηνά της Άρκτου» και όταν κατάλαβε την ματαιότητα του αγώνα, πυρπόλησε την ναυαρχίδα και με άλλα δυο  μικρά πλοία, κατέφυγε στα Κύθηρα. Από τους άνδρες του έχασαν την ζωή τους 563 και 53 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι Οθωμανοί έχασαν 3.000 άνδρες. Πολύ σύντομα ο Κατσώνης άρχισε  την ανασυγκρότηση του στόλου του και λάμβανε μέρος σε μικρές αψιμαχίες στο Αιγαίο. Τον Μάρτιο του 1791 ήρθε σε συνεννόηση  με τους Μανιάτες για μια γενικότερη εξέγερση, αλλά χρειάζονταν πολλά χρήματα,  και ζήτησε βοήθεια από τον πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι καταστάσεις όμως είχαν αλλάξει.

Εν τω μεταξύ είχε υπογραφεί η Συνθήκη του Ιασίου (1792), με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρωσία  ανέστειλαν όλες τις επιθετικές δραστηριότητές τους, και τα ρωσικά πλοία αποχώρησαν από το Αιγαίο, αφήνοντας τους Έλληνες στην τύχη τους.

Ο Κατσώνης   αρνήθηκε να υπακούσει στις διαταγές των ανωτέρων του  και συνέχισε μόνος του τον αγώνα διαμηνύοντας στον Ρώσο στρατηγό Ταμάρα ότι… Εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησεν ειρήνη, ο Κατσώνης δεν συνομωλώγησε ακόμη την ιδική του.

Τον Μάιο του 1792, εξέδωσε το παρακάτω μανιφέστο

"Φανέρωσις του εξοχότατου χιλιάρχου και ιππέος Λάμπρου Κατσώνη"

«Όθεν οι Ρωμαίοι, οπού με το ίδιόν τους αίμα κατεχρωμάτισαν τα ρωσσικά σήματα, τότε θέλουν παύσει τα εχθρεύονται τους εχθρούς με τους οποίους συνεφιλιώθη η Ρωσία, όταν λάβουν τα δίκαια όπου τους ανήκουν».

Διαμαρτυρόταν για την ρωσοτουρκική ειρήνη, κατηγορώντας τη ρωσική πολιτική, η οποία είχε αγνοήσει τους Έλληνες και τον αγώνα τους για ανεξαρτησία.

Σαν συνέπεια αυτού του μανιφέστου ήταν  η Μεγάλη Αικατερίνη να του αφαιρέσει τον βαθμό  του χιλίαρχου και να του απαγορεύσει να κάνει χρήση της ρωσικής σημαίας.

Τον Απρίλιο του 1792 ο Λάμπρος Κατσώνης κατέπλευσε στο Πόρτο Κάγιο της Ανατολικής Μάνης ,  και μαζί με τον Ανδρούτσο, του οποίου υπήρξε  νονός και πνευματικός πατέρας, άρχισε να οχυρώνει το λιμάνι του.

Όμως η Γαλλία, φοβούμενη για τα εμπορικά της συμφέροντα, αφού από την περιοχή περνούσαν αρκετά γαλλικά εμπορικά πλοία, σε συνεργασία  με τον Οθωμανικό στόλο επιτέθηκαν κατά του στόλου του Κατσώνη τον Ιούνιο του 1792 και παρά τις ηρωικές του προσπάθειες τον κατέστρεψαν.

Σύντομα η ναυμαχία μετατράπηκε σε μάχη στην ξηρά και οι Οθωμανοί ζήτησαν βοήθεια από τον μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη, ο οποίος  συμμορφώθηκε μεν, αλλά  βοήθησε  κρυφά τον Κατσώνη μαζί με 12 άνδρες του,  να φύγει από την Μάνη και να πάει στην Ιθάκη.

Οι Ενετικές αρχές του νησιού, όμως κατόπιν διαμαρτυρίας του σουλτάνου αναγκάστηκαν να τον απελάσουν. Τέλος Σεπτέμβρη του 1794, επέστρεψε με την οικογένειά του στην Αγία Πετρούπολη όπου τον υποδέχθηκε με ψυχρότητα η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη. Απέκτησε ξανά την εκτίμηση της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης  και το 1798  του αναγνωρίστηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη, ενώ ο διάδοχός του Παύλος Α΄ αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του προς την Ρωσία του δώρισε 470.000 ρούβλια.

Ο Κατσώνης, το 1802,  παραιτήθηκε από τον Ρωσικό στρατό και με αρκετούς Έλληνες συναγωνιστές του, εγκαταστάθηκε στο χωριό Καράσοϊ της Κριμαίας το οποίο μετονόμασε σε Λιβαδειά, σημερινό όνομα Livadia Palace προς τιμή της γενέτειράς του.

Πέθανε το 1804 σε ηλικία 52 ετών. 

 

ΓΟΒΙΟΣ ή ΓΟΒΓΙΝΑΣ ΑΓΓΕΛΗΣ

Υπήρξε οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης και διακρίθηκε για την αναδιοργάνωση του Αγώνα στην Εύβοια. Γεννήθηκε στην Λίμνη Ευβοίας το 1780, το Γοβιός ήταν παρατσούκλι και παρέπεμπε στο γνωστό ψάρι,  και το πραγματικό επίθετό του ήταν Τζουτζάς, το οποίο συναντά κανείς ακόμη και σήμερα στις Λίμνες.

Μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο και  άλλους γνωστούς οπλαρχηγούς  της Επανάστασης του 1821, θήτευσε στην φρουρά του Αλή Πασά και διδάχθηκε στη στρατιωτική σχολή του.

Έλαβε μέρος  και διακρίθηκε  στη μάχη της Γραβιάς  όπου  ξεχώρισε  για τη γενναιότητα του και το θάρρος του. Στη συνέχεια κλήθηκε από τους προκρίτους της Βόρειας Εύβοιας να αναλάβει τη διοίκηση των τοπικών επαναστατικών σωμάτων, που βρίσκονταν σε κατάσταση αποσύνθεσης, εξαιτίας της ανικανότητας του οπλαρχηγού Βερούση Μουτσανά (εξαδέλφου του Οδυσσέα Ανδρούτσου) και της ισχυρής παρουσίας των Οθωμανών στο νησί.

Τον Μάιο του 1821 πήγε στα Βρυσάκια της Εύβοιας και οργάνωσε τους  Ευβοιώτες για τον Αγώνα και πέτυχαν την πρώτη μεγάλη νίκη τους εναντίον του Ομέρ Βρυώνη  στα Μεσσάπια, κοντά στα Ψαχνά.

Κατά τη διάρκεια των αψιμαχιών γύρω από τη Χαλκίδα σκοτώθηκε ο επικίνδυνος Οθωμανός Οσμάν Χατζαράκης από την Κάρυστο.

Στις 15 Ιουλίου με επικεφαλής τον Γοβγίνα, πολέμησαν  ξανά εναντίον του Ομέρ Βρυώνη ο οποίος διέθετε πολυάριθμο στρατό, θέλοντας να καταστείλει την Ευβοϊκή Επανάσταση   για να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό του στρατού του.

Μετά από σκληρή μάχη  που διήρκησε επτά ώρες, οι  Τουρκικές δυνάμεις  αποχώρησαν, ο Γοβγίνας κατέλαβε τα Βρυσάκια και ο Ομέρ νικημένος κατευθύνθηκε στην Αθήνα.

Στα μέσα Αυγούστου του 1821 ο Γοβγίνας πληροφορήθηκε ότι ο Βερούσης Μουτσανάς βάδιζε κατά της πατρίδας του Λίμνης, αποφασισμένος να την κάψει για να εκδικηθεί τους προκρίτους που τον είχαν καθαιρέσει και είχαν βάλει αυτόν στην θέση του.

Τον συνόδευαν αρκετοί άνδρες, στους οποίους είχε υποσχεθεί λεηλασίες και  πλούσια λάφυρα. .Ο Γοβγίνας ξεκίνησε για να τον αντιμετωπίσει και τον συνάντησε έξω από τη Λίμνη και αφού τον νίκησε, τον εξανάγκασε να φύγει από την Εύβοια.

Στις αρχές του 1822 διαλύθηκε η πολιορκία της Καρύστου και ο Γοβγίνας  σαν μοναδικός ηγέτης του Αγώνα στο νησί, θέλησε να αποκλείσει τους Τούρκους της Χαλκίδας και να προχωρήσει στην Κάρυστο.

Γνωρίζοντας τις δυσκολίες της επιχείρησης ζήτησε βοήθεια  από τον αδελφό του Αναγνώστη και τους Ολύμπιους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν την εποχή εκείνη στις Σποράδες.

Κανόνισαν να συναντηθούν στα Βρυσάκια στις 28 Μαρτίου, αλλά οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Κενάν αγά, αντιλήφθηκαν τις κινήσεις τους και έστειλαν  στρατό στα Δύο Βουνά και από εκεί μια ίλη ιππέων  στα Βρυσάκια.

Ο Γοβγίνας  θέλησε να τους αντιμετωπίσει, αλλά έπεσε σε ενέδρα στα Δύο Βουνά  και στην μάχη που επακολούθησε σκοτώθηκε μαζί με τον αδελφό του Αναγνώστη.

Την επομένη μέρα οι Τούρκοι βρήκαν τον νεκρό Γοβγίνα και αφού του έκοψαν το κεφάλι, το περιέφεραν θριαμβευτικά επί οκτώ ημέρες στους δρόμους της Χαλκίδας υπό τους κανονιοβολισμούς των φρουρίων της πόλης.

Η λαϊκή μούσα θρήνησε τον χαμό του Γοβγίνα….

 

Για σένα, μωρ’ Αγγελή, κλαίει το Γριπονήσι

που χάθηκες κατακαμπής με όλο το γιουρούσι.

Εσύ δεν επολέμαγες μες στης Γραβιάς το χάνι

μ’ οχτώ χιλιάδες Γκέκηδες και βγήκες παλικάρι;

Μα οι Μπαλαλαίοι τα σκυλιά σούφαγαν το κεφάλι.

Σε κλαίει ούλ’ η Ρούμελη τ’ ήσουνα παλικάρι.


ΚΑΤΣΩΝΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής