breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΚΡΙΕΖΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

Γεννήθηκε το 1796 στην Τροιζήνα και προέρχονταν από οικογένεια Αρβανιτών. Σε ηλικία 15 ετών αιχμαλωτίστηκε, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη από Αλγερινούς πειρατές  και υπήρξε σκλάβος τους για τρία χρόνια, οπότε επέστρεψε στην Ύδρα.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 μετά από προτροπή του Λάζαρου Κουντουριώτη εκτόπισε τον Αντώνη Οικονόμου στο Κρανίδι επειδή είχε καταλάβει την εξουσία με πραξικόπημα. Πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις στην Σάμο (Ιούλιος 1821), στην ναυμαχία των Σπετσών (8 Σεπτεμβρίου 1822) και συμμετείχε το 1825 μαζί με τον Κανάρη στο εγχείρημα για την πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.

Το 1828 ο Καποδίστριας τον διόρισε μοίραρχο του στόλου, και το 1829 συμμετείχε  στην παράδοση των Τούρκων της Βόνιτσας. Επί βασιλείας του Όθωνα προβιβάστηκε σε αντιναύαρχο (ο πρώτος του ελληνικού ναυτικού με αυτό τον βαθμό) και ονομάστηκε αυλάρχης. Το 1836 έγινε υπουργός των Ναυτικών στην Κυβέρνηση Άρμανσπεργκ και χρημάτισε  υπουργός επί των Ναυτικών στην βραχύβια Κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του 1841.

 Στις 12 Δεκεμβρίου 1849 διαδέχτηκε τον Κανάρη στην πρωθυπουργία ως τις 16 Μαΐου 1854, ως 10ς πρωθυπουργός του νεοσύστατου κράτους, σχηματίζοντας την Κυβέρνηση Κριεζή του 1849.

Επί βασιλιά Γεωργίου Α΄ ονομάστηκε επίτιμος υπασπιστής, σύμβουλος επί Ναυτικών Θεμάτων και υποναύαρχος (ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που έφτασε μέχρι αυτόν το βαθμό).Πέθανε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 1865 σε ηλικία 69 ετών. Ήταν παντρεμένος με την Κυριακούλα Βούλγαρη, κόρη του Γεωργίου Βούλγαρη.

 

ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝ ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ- ΠΙΝΟΤΣΗ

H Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα  γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαίου του 1771, όταν η μάνα της επισκέφθηκε  τον  άνδρα της  Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί λόγω της συμμετοχής του στα Ορλωφικά.

Μέσα στην φυλακή  την βάφτισε ο φυλακισμένος οπλαρχηγός της Μάνης Παναγιώτης Μούρτζινος. Mετά τον θάνατο του πατέρα της, η μάνα της  Σκεύω Κοκκίνη,την πήρε και εγκαταστάθηκαν στην Ύδρα  και μετά τέσσερα χρόνια μετακόμισαν στις Σπέτσες, όπου η μάνα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ, με τον οποίο απέκτησε οκτώ παιδιά.

 Η Μπουμπουλίνα παντρεύτηκε το 1797, σε ηλικία 17 χρονών  τον Σπετσιώτη  Δημήτρη Γιάννουζα γι΄αυτό την αποκαλούσαν Δημητράκαινα, και απέκτησε μαζί του  τρία παιδιά τον Γεώργιο, τον Ιωάννη και την Μαρία  και αργότερα, το 1801, όταν έμεινε χήρα παντρεύτηκε ξανά  σε ηλικία 30 ετών, τον επίσης Σπετσιώτη  πλοίαρχο Δημήτρη Μπούμπουλη, με το επίθετο του οποίου έγινε γνωστή, από τον οποίο απέκτησε άλλα τρία παιδιά την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο.

Και οι δύο οι άνδρες της σκοτώθηκαν από αλγερινούς πειρατές, και την άφησαν τεράστια περιουσία την οποία διέθεσε, μαζί με την δική της στην Ελληνική Επανάσταση.

To 1816 ο σουλτάνος επιχείρησε να κατασχέσει την περιουσία της με την αιτιολογία ότι τα πλοία του άνδρα της Μπούμπουλη  συμμετείχαν στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε με το πλοίο της  «Κανάκης» στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Ρώσο φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογγανώφ να την βοηθήσει, επικαλούμενη  τις υπηρεσίες που πρόσφερε ο άνδρας της  στον ρωσικό στόλο, αλλά και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν ρωσική σημαία.

Ο Στρογγανώφ  για να την σώσει από τα χέρια των Οθωμανών  την έστειλε στην Κριμαία, σε ένα κτήμα που της παρεχώρησε ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄.

Πριν φύγει για την Κριμαία η Μπουμπουλίνα, συνάντησε την μητέρα του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την  Βαλιντέ Σουλτάνα  η οποία εντυπωσιάστηκε από την προσωπικότητα της Μπουμπουλίνας, και έπεισε τον γιό της να υπογράψει φιρμάνι  σύμφωνα με το οποίο δεν θα συλλάμβανε την Μπουμπουλίνα και δεν θα  πείραζε την περιουσία της.

Η Μπουμπουλίνα έμεινε τρείς μήνες στην Κριμαία  και όταν ηρέμησαν οι καταστάσεις, επέστρεψε στις Σπέτσες.

Κατά την διάρκεια της παραμονής της στην Κωνσταντινούπολη  η Μπουμπουλίνα μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, αν και απαγορεύονταν από το καταστατικό της Εταιρείας να έχει μέλη γυναίκες, και επιστρέφοντας στις Σπέτσες, αγόραζε όπλα από τα ξένα λιμάνια, τα οποία έκρυψε στο σπίτι της.

Τότε, ξεκίνησε την ναυπήγηση της ναυαρχίδας της «Αγαμέμνων» για την κατασκευή της οποίας καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι κατασκεύαζε πολεμικό πλοίο, κατάφερε όμως να αντιστρέψει τις κατηγορίες, δωροδοκώντας  τον Οθωμανό επιθεωρητή των Σπετσών, πετυχαίνοντας την εξορία των κατηγόρων της.

Ήρθε σε ρήξη με τα παιδιά του πρώτου άνδρα της, από τον πρώτο του γάμο, τα οποία διεκδικούσαν μερίδιο από την πατρική τους περιουσία, και είχαν καταφύγει  στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Εκείνο έκδωσε επιτίμιο, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα[...] φοβειθείσα[...] την αιώνιον κόλασιν [...] παύσηται πάσης διαστροφής και ματαίας προφασεως και μη φανερώση εις μέσον οσάπερ κατακρατεί άσπρα, ομολογίας, ρουχικά ή άλλα κινητά και ακίνητα πράγματα [...].

Στη συνέχεια τα δύο αδέλφια κατέφυγαν  στους προεστούς των Σπετσών, οι οποίοι περιορίσθηκαν  σε μια καταγραφή της περιουσίας της χωρίς όμως και να δίνουν λύση στην ενδοοικογενειακή διαφορά. Με το επιτίμιο και την έκθεση των προκρίτων,  τα δύο αδέλφια κατέφυγαν στο Βουλευτικό, το οποίο δεν έλαβε θέση, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της Μπουμπουλίνας στον Ελληνικό Αγώνα.

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, η Μπουμπουλίνα είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια».  Από μόνη της είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό  να συντηρεί τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη.

Συμμετείχε με το πλοίο της Αγαμέμνων  στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες, στις 30 Νοεμβρίου του 1822, και ανεφοδίασε  τους πολιορκούμενους του Άργους.

Σε μια έφοδο των Τούρκων, υπό τον Κεχαγιάμπεη, σκοτώθηκε ο γιός της Ιωάννης Γιάννουζας.  Στην συνέχεια έλαβε μέρος στην πολιορκία της Μονεμβασιάς  και της Τρίπολης, και εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη, πάνω σε ένα άσπρο άλογο, σώζοντας τα χαρέμια του Χουρσίτ πασά από την μήνι των  πολιορκητών.

Το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος εκτιμώντας την προσφορά της στην Επανάσταση  της έδωσε σαν ανταμοιβή, κλήρο  στην πόλη και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί.

Στα τέλη του 1824, κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ της κυβέρνησης Κουντουριώτη και των Προεστών και Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, σκοτώθηκε ο γιός του Κολοκοτρώνη Πάνος, που ήταν φρούραρχος του Ναυπλίου  και  σύζυγος της κόρης της Έλενας και φυλακίστηκε ο πατέρας του Θεόδωρος και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί, σε ένα μοναστήρι της Ύδρας στον Προφήτη Ηλία.

Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε  και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, αλλά η Κυβέρνηση αρνήθηκε  και η ίδια συνελήφθη δυο φορές  από το Υπουργείο Αστυνομίας, με εντολή να φυλακιστεί. Έχασε τον κλήρο της στο Ναύπλιο και το 1825  εξορίστηκε στις Σπέτσες, όπου ζούσε πικραμένη και  στεναχωρημένη για την συμπεριφορά των πολιτικών εναντίον της.

Ο μικρότερος γιός της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύτηκε  την κόρη μιας πλούσιας οικογένειας των Σπετσών, την Ευγενία Κούτση, που ήταν  κουνιάδα του ετεροθαλούς αδελφού της Λαζάρου Ορλώφ, οι οποίοι δεν τον ήθελαν για γαμπρό διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στον Αγώνα και ήταν πλέον φτωχή.

Οι δύο ερωτευμένοι νέοι κλέφτηκαν και πήγαν να κατοικήσουν στο σπίτι του πρώτου άνδρα της Μπουμπουλίνας Δημητρίου Γιάννουζα.

Η Μπουμπουλίνα πήγε στο σπίτι που ήταν οι ερωτευμένοι και μετά από λίγο ήρθε και ο Ιωάννης Κούτσης, ο οποίος σε μια λογομαχία την πυροβόλησε και  την σκότωσε, στις 22 Μαίου του 1825.

Μετά θάνατον η Ελληνική Πολιτεία  για την προσφορά της στον Αγώνα την τίμησε με τον βαθμό του Υποναυάρχου, και ο Πολεμικός Σταυρός Α΄Τάξεως ενώ ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄της απένειμε τον τίτλο του ναυάρχου του ρωσικού στόλου και της χάρισε τιμητικά το μογγολικό σπαθί.

Έτσι η Μπουμπουλίνα έγινε η πρώτη γυναίκα ναύαρχος του Ρωσικού στόλου και μια από τις πρώτες  ναυάρχους στην παγκόσμια ιστορία.

Τα οστά της εναποτέθηκαν στον ιδιόκτητο ναίσκο του Αγίου Ιωάννη. Οι απόγονοί της χάρισαν την ναυαρχίδα «Αγαμέμνων» στο κράτος που μετονομάστηκε σε «Σπέτσες» και ανατινάχθηκε από τον Ανδρέα Μιαούλη στον Πόρο κατά την διάρκεια των  ταραχών της 29ης Ιουλίου 1831.


ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής