breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

 Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΜΙΑΟΥΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

 

Γεννήθηκε στις 20 Μαίου του 1769 και το πραγματικό του επίθετο ήταν Βώκος. Ήταν το δεύτερο παιδί του Υδραίου πλοιοκτήτη και προεστού Δημητρίου Βώκου και της Αδριανής. Αναφέρεται ότι η οικογένεια του  πατέρα του  κατάγονταν από τα Φύλλα Εύβοιας και εγκαταστάθηκαν στην Ύδρα  γύρω στα 1668.

Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με την ναυτιλία εργαζόμενος στα πλοία της οικογένειας, αποκομίζοντας πολλά κέρδη κατά τον αγγλογαλλικό πόλεμο με  τον βρετανικό ναυτικό αποκλεισμό που είχε επιβληθεί στα γαλλικά παράλια.

Αναφέρεται ότι σε ένα από τα ταξίδια του το 1802 συνελήφθη στο Κάδιξ  από Βρετανικό περιπολικό και οδηγήθηκε  στην ναυαρχίδα του Άγγλου ναύαρχου Νέλσωνα, ο οποίος θαυμάζοντας την γενναιότητα του, τον άφησε ελεύθερο. Απέκτησε μεγάλη περιουσία και ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Υδραίους της εποχής.

Το 1807,  ήρθε στην Ύδρα  τμήμα του ρωσικού στόλου με επικεφαλής τον ναύαρχο Σινιαβίν που καλούσε σε εξέγερση τους Υδραίους, κατά των Τούρκων. Τους ακολούθησαν μια μεγάλη μερίδα των κατοίκων  με επικεφαλής τον Λάζαρο Κουντουριώτη ενώ ο διοικητής του νησιού, Γεώργιος Βούλγαρης, διαφωνώντας, κατέφυγε στην Αθήνα. Όταν έφυγαν οι Ρώσοι, οι ρωσόφιλοι πρόκριτοι αποφάσισαν να φύγουν από το νησί, φοβούμενοι τα αντίποινα των Τούρκων.

 Για να αποτραπεί η αποχώρηση τους  στάλθηκε  από τον Βούλγαρη ο Μιαούλης, ο οποίος ανέλαβε προσωρινά την διοίκηση του νησιού και απέτρεψε την αναχώρηση των προκρίτων,  την οποία ξαναπήρε ο Βούλγαρης όταν γύρισε στο νησί  δίνοντας  αμνηστία στους πρωταίτιους της επανάστασης   

Από το 1816 ο Μιαούλης έπαψε να ταξιδεύει και αποσύρθηκε στην Ύδρα όπου  ασχολήθηκε με το εμπόριο παραδίδοντας  την ναυτιλιακή επιχείρηση στον γιό του Δημήτριο, ο οποίος εκλέχθηκε  στην θέση του  μοίραρχου των Υδραίικων πλοίων.

Ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν αντίθετος με την εθνική εξέγερση γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες δεν ήταν  επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον οθωμανικό στρατό. Επίσης φοβόταν ότι μια ενδεχόμενη αποτυχία  θα ζημίωνε τα συμφέροντα της Ύδρας η οποία ήταν ημιαυτόνομη.

Όταν στις 27 Μαρτίου του 1821 ο Αντώνιος Οικονόμου ξεσήκωσε τους Υδραίους, κήρυξε την επανάσταση στο νησί και  ανάγκασε  τους προεστούς, μεταξύ αυτών και τον Μιαούλη, να συμμετάσχουν στον Απελευθερωτικό Αγώνα

Ο Μιαούλης προσέφερε υπέρ της ανεξαρτησίας 3.625 ισπανικά τάλιρα ενώ στις 31 Μαρτίου υπέγραψε ως Αντώνη Βωκός την εκλογή του Οικονόμου ως διοικητή του νησιού, και ύστερα από αυτή την εξέλιξη αποσύρθηκε στην οικία του και απλά παρακολουθούσε τα γεγονότα.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς δεν ενεπλάκη  στη δολοφονία του Οικονόμου ενώ τον πρώτο χρόνο δεν πήρε μέρος σε καμία ναυμαχία σε αντίθεση με τον γιο του, Δημήτριο Μιαούλη (1794-1836), ο οποίος  συμμετείχε σε πολλές ναυμαχίες στον Κορινθιακό κόλπο,  και στις Σπέτσες.

Στις 20 Ιουλίου του 1821 ο Μιαούλης μαζί με τους Φραγκίσκο ΒούλγαρηΜανώλη Τομπάζη και Γεώργιο Κιβωτό έθεσαν με έγγραφο τους τα πλοία τους  στη διάθεση της πατρίδας και στις  19 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε επικεφαλής 20 Υδραϊκών πλοίων και 9 Σπετσιώτικων για την Πύλο.

Στις 28 Σεπτεμβρίου  συγκρούστηκαν με τον οθωμανικό στόλο (92 πλοία) στα παράλια της Τριφυλίας και Ηλείας και μετά από πέντε μέρες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν  αν και είχαν προξενήσει σημαντικές ζημιές και απώλειες στα τουρκικά πλοία που ήταν καλύτερα, ενώ παράλληλα είχαν την υποστήριξη της Αγγλίας.

 Μετά από αυτή τη ναυμαχία επέστρεψε στις 10 Οκτωβρίου στην Ύδρα, και τον  Ιανουάριο του 1822 εκλέχθηκε, μετά την παραίτηση του Ιάκωβου Τομπάζη, ναύαρχος του στόλου της Ύδρας. Στις 8 Φεβρουαρίου, ως ναύαρχος, αναχώρησε  για τη Ζάκυνθο όπου συναντήθηκε  με τα Ψαριανά και τα Σπετσιώτικα πλοία και στις 20 Φεβρουαρίου έλαβε μέρος στην  ναυμαχία των Πατρών, όπου ο οθωμανικός στόλος ηττήθηκε και αναγκάστηκε να αποχωρήσει.

 Μετά αυτήν την περιφανή νίκη ο Μιαούλης αναγνωρίστηκε από όλους σαν αρχηγός του στόλου.  Μετά από κάποιες αψιμαχίες  με τον τουρκικό στόλο στην Χίο, τον Σεπτέμβριο  κατευθύνθηκε στο Ναύπλιο όπου σε συνεργασία με τον Ανδρέα Κριεζή και άλλους πλοιάρχους έτρεψε σε φυγή τον στόλο του Καπουδάν πασά και τον εμπόδισε να ανεφοδιάσει τους Τούρκους της πόλης.

Στις 30 Νοεμβρίου ο Στάικος Σταϊκόπουλος κατέλαβε το κάστρο του Ναυπλίου και ο Μιαούλης παρέλαβε τον οθωμανικό άμαχο πληθυσμό για να τον μεταφέρει στη Μικρά Ασία.Στις 11 Ιανουαρίου ανακηρύχτηκε αρχηγός των Υδραίων με τη σύμφωνη γνώμη προκρίτων και λαού και στην  συνέχεια απέπλευσε για τη Σαμοθράκη, παρακολουθώντας  τις κινήσεις του οθωμανικού στόλου.

Επιστρέφοντας, τα πλοία του δέχθηκαν επίθεση στο Άγιο Όρος, ενώ στις 20 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε ναυμαχία στη Σκιάθο όπου  ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή προκαλώντας όμως στον εχθρικό στόλο μεγάλες ζημιές.

 Στις 4 Ιουλίου του 1824 ο Μιαούλης κατέπλευσε  στα Ψαρά, όπου  κατέστρεψε μια μικρή μοίρα του οθωμανικού στόλου. Στις 29 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η Ναυμαχία του Γέροντα,  στην οποία ο Μιαούλης νίκησε τον εχθρικό στόλο που έχασε  27 πολεμικά πλοία και τον απέτρεψε να αποβιβαστεί στην Σάμο.

Ο Μιαούλης παρενοχλούσε συνεχώς τον Οθωμανικό στόλο και τον ανάγκασε να υποχωρήσει στον Ελλήσποντο ενώ συγχρόνως ο Αιγυπτιακός καθυστερούσε να αποβιβάσει  δυνάμεις στην Πελοπόννησο.

Μετά από κάποιες αψιμαχίες  κοντά στην Χίο και την Ικαρία, την 1η Νοεμβρίου του 1824, ο ελληνικός στόλος ευρισκόμενος στην Κρήτη, επιτέθηκε στον Αιγυπτιακό που αναγκάστηκε να υποχωρήσει με πολλές απώλειες.  Για την μεγάλη αυτή νίκη ο Παναγιώτης Ι. Καρατζάς γράφει από την Πίζα  για την επιτυχία του Μιαούλη: «Μόνος ο Μιαούλης είναι ο μη θαυμάζων τον Μιαούλην».

Το 1825  δεν μπόρεσε να εμποδίσει την απόβαση των Αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο και  λίγες μέρες αργότερα οι ελληνικές δυνάμεις, μη έχοντας βοήθεια από τον στόλο του Ανδρέα Μιαούλη, που αδυνατούσε να τους βοηθήσει, κατατροπώθηκε στην Σφακτηρία.

 Ο Μιαούλης έκανε δεκτή την πρόταση του Γεωργίου Σαχίνη, που ήθελε να εκδικηθεί τον θάνατο του αδελφού του στην Σφακτηρία, επιτέθηκε στον Αιγυπτιακό στόλο στην Μεθώνη και  του προκάλεσε μεγάλες καταστροφές, καθυστερώντας έτσι και την επέλαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.

Από τις 31 Μαίου ως τον Νοέμβριο  συγκρούσθηκε με τους εχθρούς στην Γλαρέντζα και στο Μεσολόγγι προκαλώντας τους  μεγάλες καταστροφές.  Ενίσχυσε την άμυνα της ηρωικής πόλης του Μεσολογγίου  διασπώντας τον αποκλεισμό του και ανεφοδιάζοντας τους πολιορκουμένους με εφόδια και όπλα. Βλέποντας την οικτρή κατάσταση που είχαν περιέλθει οι πολιορκούμενοι  έγραψε στους προκρίτους της Ύδρας…

 «Λογαριάσετε ως χαμένον το Μεσολόγγι».

Μετά πέντε μέρες επαληθεύθηκε, όταν έγινε η Έξοδος. Μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου επέστρεψε στο Αιγαίο όπου στις 28-30 Αυγούστου συγκρούσθηκε με τους Οθωμανούς κοντά στην Μυτιλήνη, έχοντας και οι δύο μεγάλες απώλειες. Ο Μιαούλης από πολιτικής πλευράς ήταν με το πλευρό των Άγγλων και μαζί με τον Κολοκοτρώνη υπέγραψαν πρώτοι την αίτηση αγγλικής προστασίας, που την υπέγραψαν αργότερα όλοι οι Έλληνες ηγέτες. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης  ανέφερε ότι, στο έγγραφο ο Μιαούλης φαίνονταν  «ως πρόεδρος της θαλάσσης».

 Ο Μιαούλης  δεν συμπαθούσε την οικογένεια Κουντουριώτη και αποτέλεσμα αυτής της κόντρας που είχε μαζί τους ήταν, να εγκαταλείψει το νησί  στις 22 Νοεμβρίου του 1826, επειδή δέχονταν  επιθέσεις από τους οπαδούς του Κουντουριώτη.

Εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει τα διπλωματικά παιχνίδια εις βάρος της Ελλάδας και η αγγλική κυβέρνηση εκβιάζοντας την ελληνική για το θέμα του δανείου, επέβαλλε τον Κόχραν στην θέση του αντιναυάρχου του ελληνικού στόλου, που επικυρώθηκε στις 16 Μαρτίου του 1827 από την Γ΄Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

Ο Μιαούλης προβλέποντας τι έμελλε να συμβεί, παραιτήθηκε από την θέση του  και περιορίστηκε στην διοίκηση του πλοίου Ελλάς. Στις 18 Ιανουαρίου του 1828 ήρθε  στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος από τον Μάρτιο του 1827, βάσει  των αποφάσεων της Γ΄Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, είχε οριστεί για επτά χρόνια, κυβερνήτης της Ελλάδας. Ο Καποδίστριας αντικατέστησε τον Κόχραν με τον Μιαούλη, στον οποίο δόθηκε σαφή εντολή να πατάξει την πειρατεία στις ελληνικές θάλασσες.

Ο Μιαούλης έπεισε τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου  να σταματήσουν τις πειρατείες και αφού κατέστησε να ελληνικά χωρικά ύδατα ασφαλή, αναχώρησε για την Χίο τον Ιανουάριο του  1828, με σκοπό να την απελευθερώσει.

Η κατάσταση  όμως στο νησί ήταν τραγική και ο Μιαούλης με τον περιορισμένο αριθμό πολεμικών που διέθεσε δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους πολυάριθμους Οθωμανούς. Στις 5 Μαρτίου  παρέλαβε τον Φαβιέρο και τους στρατιώτες του, που βρίσκονταν στο νησί και τους μετέφερε στα Ψαρά και στην Σύρο.

Τέλη Μαίου  ο  ελληνικός στόλος  υπό τον Μιαούλη συγκρούστηκε στην Μυτιλήνη  με τον οθωμανικό, ο οποίος τράπηκε σε φυγή  αφήνοντας  πίσω του, σαν λάφυρα,   κάποια εμπορικά πλοία τα οποία μεταφέρθηκαν στην Αίγινα. Η νίκη αυτή ήταν πολύ σημαντική διότι απετράπη η απόβαση 8.000 Οθωμανών στην Σάμο.

Για την νίκη του αυτή, ο Καποδίστριας πρόσφερε στον Μιαούλη 2.000 γρόσια για να καλύψει τις ανάγκες του. Τον Μάρτιο πολιόρκησε την Ναύπακτο και το Μεσολόγγι, τα φρούρια των οποίων παραδόθηκαν με συνθήκη, που  ο Μιαούλης φρόντισε να τηρηθεί και οι Οθωμανοί μεταφέρθηκαν ασφαλείς στα παράλια της Μικράς Ασίας.

Στις 14 Αυγούστου 1829 εκλέχθηκε γερουσιαστής πρώτου τμήματος, αλλά  παραιτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Από τότε  ξεκίνησε μία  κόντρα μεταξύ  του Μιαούλη και του Καποδίστρια,  και ο Μιαούλης  πέρασε   στην αντιπολίτευση, που είχε συγκεντρωθεί στην Ύδρα, διαμαρτυρόμενος για την πολιτική του κυβερνήτη απέναντι στους Υδραίους πλοιοκτήτες.

Στις 18 Μαρτίου του 1830 παραχωρήθηκε στον Δημήτριο Μιαούλη, ύστερα από απαίτηση του πατέρα του Ανδρέα και παρέμβαση του Καποδίστρια, εθνική γη στη Γλυκεία του Ναυπλίου.

Η προσπάθεια του Καποδίστρια να παραγκωνίσει από τις θέσεις εξουσίας τις μεγάλες προσωπικότητες της επανάστασης είχε ως αποτέλεσμα  να δημιουργηθεί μεγάλο χάσμα μεταξύ τους.

Στις μεταρρυθμίσεις και στον τρόπο διακυβέρνησης του κράτους  είχαν  αντιταχθεί  οι οικογένειες των Μαυρομιχαλαίων και των Κουντουριωταίων καθώς και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο οποίος είχε  την ηθική συμπαράσταση του Κοραή.

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αρχηγός της οικογένειας των Μαυρομιχαλέων, αντιπροσώπευε τη γαλλική παράταξη ενώ ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Λάζαρος Κουντουριώτης την αγγλική. Και οι δύο όμως παρατάξεις συνεργάστηκαν προκειμένου να διώξουν τον Ρωσόφιλο Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Μιαούλης προσχώρησε στην ομάδα των Υδραίων προκρίτων.

 Στα μέσα  του 1831 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ξεκίνησε  εξέγερση, και ανάγκασε τον Καποδίστρια να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις  στην Μάνη για να την καταστείλει. Στις 14 Ιουλίου ο Κυριαζής με 70 ναύτες και ο Μιαούλης με 200 Υδραίους κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο, διότι πληροφορήθηκαν ότι ο στόλος θα εκινείτο  κατά της Ύδρας.  Ο Σαχίνης  προσπάθησε να τους αποτρέψει και διαχώρισε την θέση του, ενώ μάταιες ανεδείχθησαν και οι προσπάθειες του Μιαούλη και του Μαυροκορδάτου να πείσουν τον Κανάρη να συνταχθεί μαζί τους. Μετά αυτές τις ενέργειες  έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων  για διαπραγματεύσεις με τον Μιαούλη, ο οποίος ήταν πλέον ο διοικητής του ναύσταθμου, αλλά δεν επετεύχθη  καμία λύση.

 Παραδόξως οι Άγγλοι και οι Γάλλοι τάχθηκαν με την κυβέρνηση του Καποδίστρια και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών και έτσι οι Αγγλικοί, Γαλλικοί και Ρωσικοί στόλοι είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας ώστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών.  

Ο  ελληνικός στόλος  βρίσκονταν στον Πόρο  υπό την αρχηγία του Μιαούλη ενώ μια μικρή μοίρα ήταν υπό την αρχηγία του Κανάρη, που δεν δεχόταν να υπακούσει στους επαναστάτες. Ο  Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους αντιπρέσβεις, αλλά ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος του  τις οδηγίες του Καποδίστρια.

 Ήρθε σε προστριβές  με τους επαναστάτες, τίναξε στον αέρα τη «Νήσο των Σπετσών», αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο και ήταν αυτός  που  εξώθησε τον Μιαούλη στο «Μεγαλουργόν έγκλημα».

 Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831 ο Μιαούλης, όπως είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ, ανατίναξε τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα».

Με εγκύκλιο του ο Καποδίστριας πληροφορεί τον ελληνικό λαό για τα γεγονότα στον Πόρο ενώ ο Κωνσταντίνος Κανάρης ανέφερε σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια: «Εν Πόρω 1 Αυγούστου 10 1/2 ώρας προς μεσημβρίας. Ο Μιαούλης παρέδωκεν εις τας φλόγας την Ελλάδα και την κορβέτταν η Ύδρα. Είθε παραδοθή το όνομα του αυτουργού τοιαύτης πράξεως βαρβαροτάτης εις αιώνιον ανάθεμα! Τα στρατεύματα κατέλαβον την πόλιν, το φρούριον και τα διασωθέντα ατμοκίνητα. Ευρέθησαν δε εις τ'ατμοκίνητα αυτά εις τον ναύσταθμον και εις τας αποθήκας φιτύλια εις τα υπονόμους, αι οποία έμελλον να αποκαταστήσουν τον Πόρον σωρόν ερειπίων και φαίνεται ότι ολίγον έλειψεν ώστε να τελειώσουν ο Μιαούλης και οι συναίτιοι του τοιαύτην πράξιν καταστροφής και ερημώσεως».  

Για την αμφιλεγόμενη αυτή πράξη, ο Μιαούλης  είχε  επικριθεί και η πράξη του  ξεσήκωσε την γενική κατακραυγή όλων των ισχυρών προσωπικοτήτων, εκτός βέβαια από αυτών της Μάνης και της Ύδρας.

Ο Κωνσταντίνος Κούμας αναφέρει : «Αγαθέ ποτέ Μιαούλη κοσμοπεριβόητε δια τας κατά των εχθρών ανδραγαθίας σου πως έστερξας να γείνης όργανον αδικίας ανηκούστου και να περικαλύψης με όνειδος την μέχρι τούδε με κλέος στεφανωμένην κεφαλήν σου;». Αργότερα υπήρξε μεταμέλεια  εκ μέρους του Μιαούλη αφού σύμφωνα με τον Νικόλαο Δραγούμη, ο Μιαούλης είχε πει στον Σπυρίδωνα Τρικούπη το 1833

«Αν σε είχα σιμά μου εις τον Πόρον να με συμβουλεύσης όταν αποφάσισα να καύσω την φρεγάτα δεν θα την έκαια»

Στις 13 Αυγούστου  οι επαναστάτες παραπέμφθηκαν σε δίκη, αν και δεν είχαν συλληφθεί, ενώ στις 14 Αυγούστου ο Καποδίστριας τους διεμήνυσε ότι σε περίπτωση που σταματήσουν τις εχθρικές τους ενέργειες προς την κυβέρνηση, «η κυβέρνησις είναι έτοιμη να λησμονήση τα παρελθόντα προς χάριν αυτών».

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια  στο Ναύπλιο στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και τον Μάιο του 1832  αρνήθηκε να πάρει την θέση του στολάρχου του ελληνικού στόλου. Πολλοί ιστορικοί αναφέρουν ότι η άρνηση του οφείλονταν στις τύψεις που ένοιωθε για την πυρπόληση του στόλου.

Τον Οκτώβριο του 1832, επιλέχθηκε από τη Βαυαρική αυλή ως ένας από τους τρεις Έλληνες που θα παρέδιδαν το στέμμα και το σχετικό ψήφισμα στον  Όθωνα.  Η τριμελής επιτροπή αποτελείτο από τους Δημήτριο Πλαπούτα, Κωνσταντίνο Μπότσαρη και Ανδρέα Μιαούλη.  Το 1833 με βασιλικό διάταγμα διορίστηκε αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου και πρόεδρος της επιτροπής απόδοσης τιμών σε ήρωες του ναυτικού της επανάστασης. Του παραχωρήθηκε τιμητική σύνταξη και εθνική γή, συμπεριλήφθηκε στους ναυτικούς ανωτέρας τάξης, τιμήθηκε με βασιλικό παράσημο και τέλος δόθηκε το όνομα του σε πολεμικό πλοίο.

Με νέο βασιλικό διάταγμα του 1834 διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του στόλου και σύμβουλος επικρατείας ενώ προβιβάσθηκε και σε αντιναύαρχο. Απεβίωσε στον Πειραιά στις 11 Ιουνίου του 1835 λόγω της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε πολλά χρόνια και ενταφιάσθηκε στην σημερινή Ακτή Μιαούλη, που πήρε το όνομά του.

Λίγες μέρες πριν πεθάνει, τον επισκέφθηκε ο Όθωνας  για να του  επιδώσει  τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος.  Το 1952 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και το 1986 στην Ύδρα. Η καρδιά του τοποθετήθηκε σε ασημένια λήκυθο και φυλάσσεται στο Μουσείο Ύδρας.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής