breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

 

ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ ΜΑΝΤΩ

Γεννήθηκε στην Τεργέστη  το 1796 και το μικρό της όνομα ήταν Αδαμαντία  κόρη  του Φαναριώτη και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, εμπόρου Νικολάου Μαυρογένη και της  Ζαχαράτης Μπάτη, η οποία ήταν γεννημένη στην Μύκονο, με καταγωγή από την Σπάρτη.  Οι γονείς της  έμεναν στην Τεργέστη, όπου είχαν τις εμπορικές τους επιχειρήσεις και ο πατέρας της υπηρετούσε  σαν υπασπιστής του ηγεμόνα της Μολδαβίας.

Η Μαντώ ήταν μια όμορφη γυναίκα, γνήσια αριστοκράτισσα, πολύ μορφωμένη και μιλούσε  γαλλικά και ιταλικά. Μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1818, μετακόμισε με τον θείο της Παπα-Μαύρο στην Τήνο.

Σύμφωνα με τον Κασομούλη, μετά την έναρξη της Επανάστασης  έσπευσε στην Μύκονο στις 29 Δεκεμβρίου του 1821, όπου πρωτοστάτησε  στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού, διαθέτοντας μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό  και την επάνδρωση Μυκονιάτικων πλοίων.

Έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Οθωμανών  στην Κάρυστο, το Πήλιο ενισχύοντας τα σώματα των Μακεδόνων οπλαρχηγών Διαμαντή και Καρατάσου, κατά του Σελήμ πασά  της Αδριανούπολης,  που ήταν επικεφαλής 12.000 ανδρών.

 Έλαβε μέρος σε αψιμαχίες στην Φθιώτιδα και με τον στόλο της καταδίωξε  αλγερινούς πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες. Μετά την καταστροφή της Χίου, μία μοίρα   Αλγερινών σκαφών,  επιχείρησε να αποβιβαστεί στη Μύκονο, αλλά αναγκάστηκαν  να αποχωρήσουν ύστερα από την αντίσταση που προέβαλαν οι νησιώτες, οι οποίοι είχαν οργανωθεί από την Μαυρογένους.

Στις 22 Οκτωβρίου 1822, οι Μυκονιάτες, με επικεφαλής την Μαυρογένους,  απώθησαν εκ νέου τους Οθωμανούς Τούρκους που είχαν αποβιβαστεί στη νήσο.

Με δικά της έξοδα εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους.

Αργότερα, η Μαυρογένους έστειλε ένα άλλο σώμα πενήντα ανδρών στην Πελοπόννησο, να βοηθήσουν τον Νικηταρά στην μάχη των Δερβενακίων, και όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες, επέστρεψε στην Τήνο και πούλησε τα κοσμήματά της για τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού και εξοπλισμού των 200 ανδρών που πολεμούσαν τους Οθωμανούς και περιέθαλψε δύο χιλιάδες ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.

Γνωρίζοντας πολύ καλά τα γαλλικά, έκανε έκκληση στις γυναίκες του Παρισιού και της Ευρώπης γενικότερα, για να βοηθήσουν στην Ελληνική Επανάσταση. Η δράση της  στην Ελλάδα, έγινε γρήγορα γνωστή σε όλη την Ευρώπη  και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε  σε όλη την Ευρώπη.

Απόσπασμα επιστολής της Μαντούς στις γαλλίδες γυναίκες

«Οι Έλληνες γεννημένοι να είναι ελεύθεροι θα οφείλουν την εναξερτησία τους μόνο στον εαυτό τους. Επομένως δεν ζητώ από την παρέμβαση σας  να αναγκάσετε τους συμπατριώτες σας να μας βοηθήσουν. Αλλά μόνο για να αλλάξουν την αποστολή βοήθειας στους εχθρούς μας. Ο πόλεμος εξαπλώνει τον τρομερό θάνατο…..»

Μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823,  όπου ζούσε φτωχικά σε ένα μισοερειπωμένο σπίτι και αναγκάζονταν να πουλά τα ακίνητα της οικογένειας της για να ζήσει. Εκεί γνώρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη τον οποίο ερωτεύθηκε. Η σχέση τους όμως αυτή  προκάλεσε την αντίδραση του περιβάλλοντός του  και τα κουτσομπολιά στην πόλη του Ναυπλίου.

Ο Υψηλάντης της είχε υποσχεθεί γάμο αλλά σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο « επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της». Ο Βλακέρος, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, ήταν ο άγγλος φιλέλληνας Έντουαρντ Μπλάκιερ (1779 - 1832), μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που έπαιξε ενεργό ρόλο στα δάνεια της ανεξαρτησίας. Στον αρραβώνα της Μαντούς με τον Υψηλάντη αντιτάχθηκαν πολλοί   ισχυροί πολιτικοί, που έβλεπαν  σαν απειλή την ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών. Ο κύριος αντίπαλός της  ήταν  Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος κατάφερε και διέλυσε τον αρραβώνα.

Η αθέτηση της υπόσχεσης του Δημητρίου Υψηλάντη ότι θα την παντρευόταν, η ένδεια στην οποία είχε περιέλθει και η βίαιη απομάκρυνσή της από το Ναύπλιο το 1826 με εντολή του Ιωάννη Κωλέττη, υπήρξαν βαρύτατα πλήγματα για την ηρωίδα. Η Μαντώ, μετά την  διάλυση του αρραβώνα επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε καταθλιπτικά, σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας και δεν έλαβε κάποια σημαντική τιμητική σύνταξη, παρά μόνο, κατόπιν υπομνήματός της, ένα μικρό βοήθημα που  δίνονταν  σε απόμαχους της ζωής.

 Σε αυτήν την γυναίκα που διέθεσε όλη την περιουσία της στον Απελευθερωτικό Αγώνα  δεν  της αποπληρώθηκε κανένα  ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών. Μετά το θάνατο του Υψηλάντη και με ενέργειες του Ιωάννη Κωλέττη, εξορίστηκε από το Ναύπλιο και οδηγήθηκε στη Μύκονο.

Μόνη και αβοήθητη η Μαυρογένους, ενεργώντας απερίσκεπτα υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), ένα υπόμνημα - κατηγορητήριο κατά του Υψηλάντη, ζητώντας από τους πληρεξουσίους να δικαιώσουν την ίδια και να καταδικάσουν τον στρατηγό.

Ο  πολιτικός και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης (1809-1879) στις «Ιστορικές Αναμνήσεις του αναφέρει…: «Και εκ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον τού Αγώνος, φορούσα μέλαιναν εσθήτα χρυσοπάρυφον και πίλον ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτουμένη την ανάγνωσιν τής ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά τού Υψηλάντου αναφοράς».

Το υπόμνημα της Μαυτογένους δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε καν αναφέρεται στα πρακτικά της Συνέλευσης.

Υπέβαλε ξανά σχετική αναφορά με την άφιξη στην Ελλάδα του Καποδίστρια, την 1 Φεβρουαρίου του 1828 και ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος αναγνωρίζοντας την προσφορά της στον Αγώνα τις παρεχώρησε σπίτι στο Ναύπλιο, της  απένειμε τον τιμητικό βαθμό του αντιστρατήγου και μία μικρή σύνταξη. Παράλληλα, τις ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου.

Λέγεται ότι, η Μαυρογένους  διέθετε στην κατοχή της ένα σπαθί κειμήλιο το οποίο  προέρχονταν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, με την επιγραφή « Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων», το οποίο χάρισε στον Κυβερνήτη. Το 1831, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια επέστρεψαν ξανά τα οικονομικά της προβλήματα και επιδεινώθηκαν οι σχέσεις της με την οικογένεια της, που την κατηγορούσαν ότι κατασπατάλησε την περιουσία τους.

Απέστειλε επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα ο οποίος όμως δεν την απάντησε.

Ακολούθως μετακόμισε στην Πάρο το 1840, όπου κατοικούσαν μερικοί από τους συγγενείς της, και πέθανε από τυφοειδή πυρετό στην Πάρο τον Ιούλιο του 1840, σε ηλικία 44 ετών, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη.

Την Μαυρογένους γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Rybaud το 1821 και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς την με την Μπουμπουλίνα αναφέρει:

«Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον. Μου έλεγε η Μαντώ: Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.»

 

ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Ο Γεώργιος Σαχτούρης  γεννήθηκε στην Ύδρα  στις 13 Μαίου του 1785 και υπήρξε αγωνιστής στην Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Ήταν γιός του Δημητρίου Πολύγκαιρου και της Μαρίας Γκίτζα.

Ο πατέρας του  ήταν ναυπηγός και υπηρέτησε για πολλά χρόνια στο Οθωμανικό ναυτικό. Είχε κατασκευάσει ένα δίστηλο 800 κιλών, που αποτελούσε απομίμηση των ιταλικών ιστιοφόρων και ονομάζονταν σαχτούρια, από τα οποία κράτησε το επώνυμο Σαχτούρης.

Από μικρός υπηρέτησε  σε διάφορα πλοία και αργότερα έγινε πλοίαρχος  και συνιδιοκτήτης  του πλοίου με το όνομα Αθηνά, με το οποίο έλαβε μέρος στην επιχείρηση απελευθέρωσης της Χίου και της Σάμου, υπό τον Γιακουμάκη Τομπάζη.

Στις 28 Απριλίου του 1821 συνέλαβε ένα πλοίο με πλούσια λάφυρα που μετέφερε προσκυνητές από την Μέκκα, με πολλά δώρα του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄προς τον Βαλή της Αιγύπτου Μωμάμετ Άλη.

Έλαβε μέρος στην ναυμαχία των Πατρών, στις  20 Φεβρουαρίου του 1822, υπό τον Ανδρέα Μιαούλη και τον ίδιο χρόνο μαζί με τους πλοιάρχους Μαστραντώνη, Κριεζή, Μπρούσκο και Παναγιώτου, ανάγκασαν την οθωμανική  μοίρα που πολιορκούσε το Μεσολόγγι να καταφύγει στα Δαρδανέλια.

Στις 5 Αυγούστου και αφού έκανε  πολλές καταστρεπτικές για τους Οθωμανούς επιχειρήσεις στα παράλια της  Μικράς Ασίας, επικεφαλής Υδραίϊκων και Σπετσιώτικων πλοίων  συγκρούστηκε με τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στα στενά της Μυκάλης, ενώ στις 29 Αυγούστου η συμβολή του ήταν τεράστια στην πανωλεθρία των εχθρικών πλοίων, στην ναυμαχία του Γέροντα.

Στις 23 Μαίου του 1825 σε συνεργασία με τον Νικολή Αποστόλη και τον Γεώργιο Ανδρούτσο, συνέτριψε τον εχθρικό στόλο στον Καφηρέα, παίρνοντας σαν λεία 40 μεταγωγικά πλοία. Τους πρώτους μήνες του 1826 ανεφοδίασε το Μεσολόγγι και τον Ιούνιο του 1827 πήρε μέρος στην αποτυχημένη προσπάθεια του Κόχραν, να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στην Αλεξάνδρεια.

Με την έλευση του Καποδίστρια διορίστηκε αρχηγός της ναυτικής μοίρας που βρίσκονταν στις ακτές της Μεσσηνίας και με τα πλοία του απέκλεισε την θαλάσσια περιοχή από το Ιόνιο ως την Κρήτη, παρεμποδίζοντας τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων του Ιμπραήμ που κατείχαν τα φρούρια Μεθώνης, Κορώνης και Νεοκάστρου.

Με τον ερχομό του Όθωνα κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, έφθασε μέχρι τον βαθμό του αντιναυάρχου, ενώ διετέλεσε και διοικητής του πολεμικού ναυστάθμου του Πόρου.

Πέθανε στις 30 Ιανουαρίου του 1841 στην Ύδρα σε ηλικία 55 χρονών και τάφηκε στον ναό της Υπαπαντής.

Ο Σαχτούρης ήταν παντρεμένος με την Πανούργια Γκιώνη μα την οποία απέκτησε έξι αγόρια και ένα κορίτσι. Τηρούσε ημερολόγιο στο οποίο περιέγραφε τα γεγονότα του ναυτικού αγώνα από το 1824 μέχρι το 1827 και το οποίο εκδόθηκε το 1892 με τον τίτλο «Ιστορικά ημερολόγια του ναυτικού αγώνος του 1821».


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής