(ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)
Αργά, μετά τα μεσάνυχτα, επιτέλους επικράτησε για λίγες ώρες κάποια ησυχία. Η πόλη είχε κοιμηθεί τον ύπνο του θανάτου. Την επομενη μέρα το πρωί και πριν ο ήλιος φανεί οι σφαγές και το πλιάτσικο συνεχίστηκαν με τον ίδιο αιμοχαρή τρόπο. Τρεις μέρες συνεχίστηκε ακατάπαυστα αυτό το δράμα. Το κρύο, η πείνα, οι κραυγές αγωνίας και πόνου, το αίμα που έρρεε ασταμάτητα, τα πτώματα που γέμιζαν δρόμους, κήπους και πλατείες συνέθεταν μια εφιαλτική εικόνα. Η πόλη είχε μεταμορφωθεί σε απέραντο σφαγείο.
"Και η φοβερά εικών εγίνετο ζοφερωτέρα απο τους μαύρους καπνούς και τας θολάς φλόγας των σπιτιών που είχαν πυρποληθεί. Η φρενίτις εκείνης της φυλετικής εκδίκησης δεν εγνώρισε όρια. Εφθασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικό κοιμητήριο ανεσκάφη και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου ερρίφθησαν εις τους δρόμους" (1)
Το θανατικό έφερε επιδημία που σάρωσε τις επόμενες εβδομάδες το Μοριά παντού όπου οι πολιορκητές σκορπίστηκαν για να διασφαλίσουν τα αρπαγέντα.
Είκοσι ίσως είκοσι πέντε χιλιάδες άτομα μουσουλμάνοι, Εβραίοι (2) χριστιανοί ακόμη, θανατώθηκαν στην άλωση της Τριπολιτσάς. Γλίτωσαν μόνοι οι Αλβανοί, που προστατεύτηκαν από τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, τα χαρέμια του Χαρσίτ και μερικοί επιφανείς για ανταλλαγή αιχμαλώτων και για λίτρα (3)
'Οπως αντιλαμβανεται κανείς η μανία και η οργή των επαναστατών έπεσε πάνω στον άμαχο πληθυσμό. Οι επίσημοι και οι αξιωματούχοι δεν εθίγησαν, όχι γιατί οι επαναστάτες αισθάνθηκαν την ανάγκη να τους σεβαστούν, αλλά γιατί τους προστάτευσαν οι Έλληνες οπλαρχηγοί που κατόρθωσαν να μπουν εγκαίρως στην πόλη.
Η πόλη της Τρίπολης εκείνη την εποχή εύλογα είχε τη φήμη της πιο πλούσιας πόλης του Μοριά. Η είδηση ότι επίκειται η άλωσή της, συγκέντρωσε έξω από τα τείχη της πλήθος χωρικών απ' όλες τις άκρες του Μοριά, που καρτερούσαν, όπως τα όρνια στο ψοφίμι, την άλωση της πόλης. Ολος αυτός ο κόσμος ακάθεκτος εισόρμησε στην αλωθείσα πόλη μαζί με το στρατό των επαναστατών και επιδόθηκε στη βία και τη διαρπαγή. Παράλληλα με την ανείπωτη σφαγή ήρθε κι αυτή η πράξη να συμπληρώσει την αποκρουστική εικόνα της άλωσης.
Ολοι άρπαζαν οτιδήποτε θα τους ήταν χρήσιμο. Οι πάντες προσπάθησαν να επωφεληθούν απ' αυτήν την κατάσταση. Τίποτε όμως από τα πλούτη της αλωθείσας πόλης δεν μπήκε στο δημόσιο ταμείο. Μάταια ο Δ. Υψηλάντης είχε προβλέψει με το σύμφωνο της 11ης Σ/βριου, που το είχαν υπογράψει οι πιο σημαίνοντες αρχηγοί, για τη διανομή των λαφύρων, το τρίτο ή το τέταρτο από αυτά να πάει στο δημόσιο. Οι στρατιώτες όμως που μπήκαν στην πόλη δεν υπάκουαν σε αρχηγούς ήταν άτομα που εκδικούνταν τους τυράννους τους με τον φόνο και τη διαρπαγή. Η λαφυραγωγία από τους στρατιώτες αποτελούσε μια αναπόφευκτη κατάσταση μιας πολεμικής νίκης. Ποια πολεμική επιτυχία εκει΄να τα χρόνια - για να μην κρίνουμε τα γεγονότα με τα σημερινά δεδομένα, αντιλήψεις και όρους δικαίου του πολέμου - δεν είχε φυσικό επακόλουθο τη λεηλασία;
Στη μνήμη των επαναστατών ήταν νωπές οι πρόσφατες λεηλασίες που υπεστησαν από τους Τούρκους η Βοστίτσα, η Κορινθία και η Αργολίδα. Ηταν λοιπόν δυνατόν να μην σκεφθούν, πως κι αυτοί είχαν το δικαιωμα ν' ανταποδώσουν τα ίδια στους Τούρκους της Τριπολιτσάς. Βέβαια, κανένας δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξει πως η πράξη αυτή ήταν σωστή και δίκαιη, απλώς υπάρχουν κάποια ελαφρυντικά. Κανονικά όμως τα λάφυρα αυτά έπρεπε να υπολογισθούν ως έσοδοτου δημόσιου ταμείου για τις δαπάνες και τη συνέχιση του Αγώνα. Και αυτό αποτελεί την ασθενή πλευρά εκείνης της ομαδικής λαφυραγωγίας κατα την οποία λησμονήθηκαν εντελώς οι ανάγκες της Επανάστασης. Ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του θέλησε να δικαιολογήσει την λαφυραγωγία που έγινε για προσωπικό κέρδος του καθενός, ωστόσο οι απόψεις του κρίθηκαν από ιστορικούς αστήρικτοι (4)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Διονυσίου Α. Κοκκίνου, Ακαδημαϊκού, Η Ελληνική Επανάσταση, Εκδ. Μέλισσα, τ. 2, σ. 220.
2. Από τις 150 οικογένειες Εβραίων που είχε τότε η Τρίπολη, σώθηκε μόνο η οικογένεια του Χανέν, τραπεζίτη του Χουρσίτ πασά και δέκα ακόμη οικογένειες ομογενών του.
3. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από την "Ιστορία των Ελλήνων", εκδ. Δομή, β' εκδοση, τομ. 11ος, σελ. 230. Η σχετική γι' αυτό το θέμα του Διονυσίου Α. Κοκκίνου, τ. 2, σ. 224 έχει ως εξης: "Εις δέκα χιλιάδας ανήλθαν τα θύματα της αλώσεως. Από τον στρατόν και τον πληθυσμόν, ανερχόμενον εις τριάντα χιλιάδας και κατά τινάς εις τριαντατέσσαρας, εσώθησαν μόλις οκτώ χιλιάδες και έμειναν αιχμάλωτοι των νικητών". Ολοι αυτοί είχαν κατορθώσει να κρυφτούν στα βάθη των σπιτιών, σε υπόγεια και σε κρυψώνες μέχρι που σταμάτησε η αιματοχυσία και μαζεύτηκαν αυτοί που σώθηκαν.
4. Βλ. Διονυσίου Α. Κοκκίνου, ο.π. σελ. 228.
Συνεχίζεται