breaking news Νέο

AΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ -Του Γιώργου Κοτζαερίδη

  • AΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ  -Του Γιώργου Κοτζαερίδη
  • AΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ  -Του Γιώργου Κοτζαερίδη

Μητρόδωρος Ο Λαμψακηνός

 

Ο Μητρόδωρος Ο Λαμψακηνός Ήταν Αρχαίος Έλληνας Επικούρειος Φιλόσοφος Τον Οποίον Ο Κικέρων Αποκαλούσε "Δεύτερο Επίκουρο". Γεννήθηκε Περίπου Το 330 π.Χ. Και Πέθανε Το  277 π.Χ.  Υπήρξε Από Τους Προσφιλέστερους Μαθητές Του  Επίκουρου Ο Οποίος Και Του Αφιέρωσε Πολλά Συγγράμματά Του.

Από Τα Έργα Του Που Μνημονεύει Ο Διογένης ο Λαέρτιος "Περί αισθήσεων", "Περί Επικούρου αρρωστίας", "Περί πλούτου", "Περί ευγενείας", "Περί της επί σοφίαν πορείας" κ.ά. ελάχιστα αποσπάσματα διέσωσαν ο Πλούταρχος, ο Σενέκας και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς.

 

 

Νίκανδρος  ο Κολοφώνιος

 

Φιλόλογος  και ποιητής διδακτικών  επών από την Κλάρο της Ιωνίας στην περιοχή Κολοφώνος. Αναφέρεται ότι είχε κάποιο θρησκευτικό αξίωμα  στον ναό του Απόλλωνα στην Κλάρο και ότι για ένα χρονικό διάστημα έζησε στην Αιτωλία.

Ο Νίκανδρος συνεχίζοντας την παράδοση  που είχε εγκαινιάσει ο Καλλίμαχος  παράλληλα με την καθαρά φιλολογική του  δραστηριότητα (πραγμάτευση θεμάτων, λεξιλογικών, γραμματολογικών, μυθολογικών, ιστορικών γεωγραφικών,  ασχολήθηκε και με την ποίηση.  Από το πλούσιο έργο του, σώζονται δεκάδες τίτλοι,  διασώθηκαν ολόκληρα  δυο διδακτικά ποιήματα.

 α) Τα Θηριακά,  σε 958 εξαμέτρους, όπου γίνεται λόγος για   κάθε είδους ερπετά  και άλλα είδους δηλητηριώδη ζώα, για τους κινδύνους από τα δαγκώματά τους  και για τα αποτελεσματικότερα αντίδοτα. Οπωσδήποτε οι πληροφορίες του δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής έρευνας, αλλά οφείλονται σε προγενέστερη  πεζή πραγματεία του Απολλόδωρου του Ιολόγου, του οποίου τις παρατηρήσεις ανέμειξε ο Νίκανδρος  με παιδαριώδεις παιδικές προλήψεις.

β) Τα Αλεξιφάρμακα  σε 630 εξαμέτρους είναι ένας κατάλογος δηλητηρίων, που προέρχονται από μέταλλα, ζώα και φυτά  και των αντιδότων τους. Ακόμη σώζονται δυο επιγράμματα του Νίκανδρου  που είχαν περιληφθεί στον Στέφανον του Μελεάγρου και εγκωμιάζουν το σπαρτιατικό ήθος.

Από τα πεζά ή έμμετρα  έργα, από τα οποία σώθηκαν μόνον οι τίτλοι ή αποσπάσματα, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν  η Συλλογή γλωσσών(λεξικολογική) που ανέδειξε τον Νίκανδρο σε έναν από τους επιμελέστερους συλλέκτες ομηρικών λέξεων, τα ιατρικά (που αποτελούν  έμμετρες παραφράσεις  συγγραμμάτων της Ιπποκρατικής σχολής), Προγνωστικά και Ιάσεων  Συναγωγή, τα Γεωργικά ( που άρεσαν στον Κικέρωνα και επηρέασαν τον Βιργίλιο, μέρος των οποίων ίσως αποτελούσαν τα Μελισσουργικά,  και προ πάντων τα Ετεροιούμενα  όπου ο Νίκανδρος πραγματεύονταν μυθικές  μεταμορφώσεις από τις οποίες  μερικές πέρασαν στον Αντωνίνο Λιβεράλη και επηρέασαν τον Οβίδιο.

Η ποιητική αξία του Νίκανδρου είναι μέτρια, καθώς ήταν φλύαρος και σκοτεινός και δεν διέθετε το ταλέντο που απαιτούνταν για να δώσει ζωή στα στεγνά θέματα του. Γλωσσικά μιμήθηκε τον Όμηρο ενώ ο δακτυλικός του εξάμετρος ακολούθησε την στιχουργική του Καλλίμαχου.

 Όμως επειδή αποτελούσε σημαντική πηγή για άντληση ιατρικού υλικού, το έργο του μελετήθηκε από τους μεταγενέστερους και ο Θέων συνέταξε ερμηνευτικό υπόμνημα.

 

Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος

 

Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα το  396 π.Χ. και πέθανε στην Αθήνα το 315 π.Χ. Ήταν πλατωνικός φιλόσοφος  και «σχολάρχης» της Ακαδημίας του Πλάτωνα από το 339- 315 π.Χ. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα, τον οποίο συνόδευσε κατά το τρίτο ταξίδι του στην Σικελία το 361π.χ. Μετά τον θάνατο του Πλάτωνα (347) έφυγε από την Ακαδημία και την Αθήνα  και μαζί με τον συμμαθητή του Αριστοτέλη  έμεινε για ένα χρονικό διάστημα  347-341 στην Άσσο και την Αταρνέα  της Τρωάδας, στο περιβάλλον του τυράννου Ερμία  που ήταν φίλος της Ακαδημίας.

Το 338 π.Χ.  επέστρεψε στην Αθήνα και διαδέχθηκε στην διεύθυνση της Ακαδημίας τον ανιψιό του Πλάτωνα Σπεύσιππο αφού προτιμήθηκε για ελάχιστες ψήφους του  συμμαθητή του Ηρακλείδη τον Ποντικό. Ο Ξενοκράτης έγινε ο πρώτος  «σχολάρχης»  της Ακαδημίας που δεν ήταν ούτε ανιψιός του Πλάτωνα, ούτε πολίτης της Αθήνας (χαρακτηριστικό της εκτίμησης που ένοιωθαν οι Αθηναίοι προς τον Ξενοκράτη, είναι το γεγονός ότι τον συμπεριέλαβαν στην πρεσβεία τους  προς τον Αντίπατρο το 332).

Διακρίθηκε για την σωφροσύνη του και την αφοσίωση του  στην συντήρηση της πλατωνικής διδασκαλίας, αλλά αυτό το έργο το εννοούσε περισσότερο  στο πνεύμα του διδακτισμού, γεγονός που τον απομάκρυνε  από την χάρη και την άνεση του πλατωνικού λόγου. Γι αυτήν την ιδιοσυγκρασία του παραδίδεται  ότι ακόμη  και ο δάσκαλός του τον παρακινούσε  συχνά να τιμά περισσότερο τις Χάριτες.  Από την προσωπική συγγραφική δραστηριότητα του Ξενοκράτη, ο Διογένης ο Λαέρτιος  παραδίδει 76 τίτλους έργων  από τα οποία έχουν περισωθεί σύντομα αποσπάσματα.  Όπως  διαφαίνεται κυρίως από τους παραπάνω τίτλους, ασχολήθηκε με όλους τους τομείς  της φιλοσοφίας.

Στην θεώρηση των πραγμάτων, ο Ξενοκράτης εννοούσε τις πλατωνικές « ιδέες» σαν τους μαθηματικούς αριθμούς  και τις δεχόταν σαν απότοκα  της «απόλυτης μονάδας»  και της «αόριστης δυάδας», αρχές τις οποίες ταύτιζε με το σχήμα  πνεύμα και όλη η αρσενική και θηλυκή φύση. Πάνω σε αυτήν την οντολογική βάση  διαιρούσε τον κόσμο σε τρεις περιοχής, την υποσελήνια,   την ουράνια και την υπερουράνια  και απέδιδε στην κάθε μια ιδιαίτερα δομικά και λειτουργικά γνωρίσματα.

Σε αυτήν την τριαδική διαίρεση του κόσμου  έβλεπε να αντιστοιχεί  μια τριαδική διαβάθμιση  της γνώσης που στηρίζεται στην αίσθηση , την παράσταση και την νόηση.  Συνεπής με αυτό το κριτήριο  ο Ξενοκράτης, τουλάχιστον κατά την μαρτυρία του Σέξτου του Εμπειρικού, χώρισε και την ίδια την φιλοσοφία  σε τρείς τομείς δηλ. σε Λογική, Φυσική και Ηθική,  διαίρεση που επικράτησε στην ελληνιστική εποχή  και ιδιαίτερα στην φιλοσοφία των στωικών.

Το γενικευμένο τριαδικό κριτήριο στην μεθοδολογία, την γνωσιολογία και την κοσμολογία μαζί με την αριθμοκρατική ερμηνεία των πλατωνικών ιδεών (ακόμη και την ψυχή ο Ξενοκράτης την εννοούσε  ως «αριθμόν  κινούντα εαυτόν» και την έντονη  θεολογική γλώσσα και ορολογία, φανερώνουν ότι ο Ξενοκράτης τόνιζε περισσότερο τον πυθαγορισμό του πλατωνικού έργου και ότι ο ίδιος ήταν έντονα επηρεασμένος  από την αριθμολογία των πυθαγορείων. Με αυτό το κριτήριο άσκησε περισσότερη επίδραση  στον μεταγενέστερο πυθαγορισμό, πλατωνισμό και νεοπλατωνισμό.

 

 

Παιώνιος εξ Εφέσου

 

Γεννήθηκε στην Έφεσο τον 4ο π.Χ. αιώνα, όπου εργάζονταν σαν αρχιτέκτονας.  Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο μαζί με τον Δημήτριο αποπεράτωσε τον μεγάλο ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, ενώ κοντά στη γειτονική Μίλητο σε συνεργασία με τον  με τον Δάφνη έκτισε τον ναό του Διδυμαίου Απόλλωνα. Και τα δύο κτίρια είναι ιωνικού ρυθμού και τεραστίων διαστάσεων.

 Οι ιστορικοί της αρχιτεκτονικής συμφωνούν ότι η πρώτη πληροφορία  αφορά στον δεύτερο ναό  της Εφέσου, τον οποίο αντιδιαστέλλουν  προς τον ναό  του «Κροίσου» που είχαν σχεδιάσει νωρίτερα οι Χερσίφρων και Μεταγένης. Στο σημείο αυτό ο Παιώνιος  διατήρησε μερικά από τα χαρακτηριστικά  του πρώτου ναού  και του προσέδωσε τόση μεγαλοπρέπεια  ώστε να χαρακτηριστεί σαν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.

Ο ναός των Διδύμων  άρχισε να κτίζεται  περί το 313 π.Χ.  και η κατασκευή του παρατάθηκε επί αιώνες. Εδώ ο Παιώνιος ανταποκρίθηκε  στις λειτουργικές ανάγκες του μαντείου, δημιουργώντας  ένα νέο τύπο ναού με υπαίθρια αυλή  μέσα στο σηκό  και μεγαλοπρεπείς σκάλες.

 

Παυσανίας εκ Μαγνησίας

 

Ο Παυσανίας ήταν περιηγητής και γεωγράφος του 2ου αιώνα και είχε γεννηθεί προφανώς  στην περιοχή της Μαγνησίας του Σιπύλου, στα νότια της Περγάμου και στα βόρεια της Σμύρνης. Έζησε στα χρόνια του Αδριανού και του Μάρκου Αυρήλιου και έγινε γνωστός για το  έργο του «Ελλάδος Περιήγησις», το οποίο διασώθηκε ολόκληρο  και είναι ένα εκτενές έργο που περιγράφει την  αρχαία Ελλάδα με μαρτυρίες από πρώτο χέρι και αποτελεί σοβαρό σημείο σύνδεσης μεταξύ της κλασικής φιλολογίας και της σύγχρονης  αρχαιολογίας.

Τον καιρό του Ηρώδη του Αττικού βρέθηκε στην Αθήνα- πριν το 161- για την μελέτη των μνημείων της. Το έργο του περιηγητή  Παυσανία   παραδόθηκε με τον τίτλο Ελλάδος Περιήγησις και αποκλειστικά σε αυτόν τον τίτλο  οφείλεται ο  χαρακτηρισμός του  συγγραφέα σαν περιηγητής.  Είναι χωρισμένο σε δέκα βιβλία  - Αττικά, Κορινθιακά, Λακωνικά, Μεσσηνιακά, Ηλιακών Α και Ηλιακών Β, Αχαϊκά, Αρκαδικά, Βοιωτικά, και Φωκικά.

Ο Παυσανίας φιλοδόξησε  ακολουθώντας τις συνηθισμένες  διαδρομές των τουριστών  να  μελετήσει πρώτα  τον λεγόμενο «λαϊκό πολιτισμό  της ελληνικής υπαίθρου, ιδίως λαϊκές λατρείες, παραδόσεις και θρύλους και έπειτα να εκθέσει  σύντομα το μυθικό και  ιστορικό παρελθόν κάθε τόπου  και να καταγράψει  τα αρχιτεκτονικά και πλαστικά  μνημεία των πόλεων και των μεγάλων ιερών.  Η παρατηρητικότητα του συγγραφέα   και η προσεκτική και ακριβής  απόδοσή τους  κατέστησε το έργο του ανεκτίμητο για την νεότερη αρχαιολογική έρευνα.

Ο Παυσανίας  εκδηλώνει και την προσωπική του ευλάβεια  προς κάθε Ολύμπιο θεό, καθώς και την υπόληψή του  προς τις μυστικές λατρείες, στις περισσότερες από τις οποίες έπαιρνε μέρος σαν μυημένος. Από τις λατρείες της Ανατολής, που στις μέρες του είχαν κατακλύσει την Ελλάδα, αποσιωπά τις περισσότερες και   εξαίρει μόνο τις Αιγυπτιακές της Ίσιδας και του Σάραπη και της μικρασιατικής  Δινδυμήνης ή Σιπυληνής μητέρας ( ονομασμένης από ο Δίνδυμο όρος  της πόλης Πεσσινούντος της μικρασιατικής Γαλατίας ή από το όρος Σίπυλο της Μαγνησίας, της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Δεν ανέφερε ποτέ κάτι για την χριστιανική διδασκαλία, οπαδούς της οποίας συνάντησε πολλούς στις περιηγήσεις του, διότι  η χριστιανική κίνηση του φάνηκε υπονομευτική της νόμιμης θρησκευτικής ζωής. Το κύριο ενδιαφέρον του στην μάλλον εκλεκτική περιγραφή του ήταν τα μνημεία (ειδικά τα γλυπτά και η ζωγραφική) της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, μαζί με τα ιστορικά πλαίσιά τους και το ιερό τους υπόβαθρο, (λατρείες, τελετουργικά, πεποιθήσεις), για τα οποία είχε μια βαθιά αίσθηση. Το έργο του είναι οργανωμένο βάσει των περιηγήσεών του σε πόλεις και στα εκτός άστεως ιερά της Αχαΐας, με κάποιο ενδιαφέρον για την τοπογραφία.

Το ενδιαφέρον του για αντικείμενα είναι μικρό, αν και τα σύγχρονα μνημεία έλκυσαν την προσοχή του, ειδικά τα έργα του Αδριανού. Έγραψε ως αυτόπτης μάρτυς και η ακρίβειά του (παρά τις όποιες αποδείξιμες ανακρίβειες) έχει επιβεβαιωθεί από ανασκαφικά δεδομένα. Αν και η προσέγγισή του ήταν προσωπική, ο θαυμασμός του για την  αρχαία Ελλάδα (Αθήνα, Σπάρτη, Δελφοί και κυρίως Ολυμπία) και τους μεγάλους πατριώτες της,  υπήρξε μεγάλος.

Γνώριζε τη δυτική ακτή της  Μικράς Ασίας, αλλά τα ταξίδια του επεκτάθηκαν αρκετά πέρα από τα όρια της  Ιωνίας. Πριν επισκεφθεί την  Ελλάδα φαίνεται πως επισκέφθηκε την Αντιόχεια και την  Ιερουσαλήμ, καθώς και τις όχθες του ποταμού Ιορδάνη. Στην  Αίγυπτο είδε τις πυραμίδες, ενώ στο ναό του Άμμωνα του επιδείχθηκε ο ύμνος που έστειλε κάποτε ο  Πίνδαρος. Στη  Μακεδονία είναι σχεδόν βέβαιο ότι είχε δει τον παραδοσιακό τάφο του Ορφέα.

Διασχίζοντας την  Ιταλία, είδε την Καμπανία και τα θαύματα της  Ρώμης. Ήταν ένας από τους πρώτους που έγραψε ή είδε τα ερείπια της Τροίας, των Μυκηνών και της Αλεξάνδρειας Τρωάδας. Η Ελλάδος περιήγησις έχει τη μορφή περιήγησης στην Πελοπόννησο και σε ένα τμήμα της βόρειας Ελλάδας. Περιγράφει διαρκώς ιεροτελεστίες ή δεισιδαιμονικά έθιμα και εισάγει συχνά αφηγήσεις από την επικράτεια της  Ιστορίας, του θρύλου και της  λαογραφίας.

Όντας αρκετά παρατηρητικός, ο Παυσανίας παρατηρεί τα πεύκα στην αμμώδη ακτή της Ήλιδας και άλλες τοπογραφικές λεπτομέρειες, που αποκτούν σημασία σε μια συγκριτική παρουσίαση της τοπογραφίας του παρελθόντος και του παρόντος. Κυρίως στο τελευταίο τμήμα των αφηγήσεών του αγγίζει τα προϊόντα της  φύσης, τις άγριες φράουλες του Ελικώνα, τους φοίνικες της  Αυλίδας ή το  ελαιόλαδο της  Τιθορέας και τις χελώνες της  Αρκαδίας ή τα λευκά μαυροπούλια της  Κυλλήνης. Το δυνατότερο σημείο του είναι η περιγραφή της  θρησκευτικής τέχνης και της  αρχιτεκτονικής της Ολυμπίας και των Δελφών.

Αλλά, ακόμη και όταν περιηγείται τις πλέον απομονωμένες περιοχές της Ελλάδας, συναρπάζεται από όλα τα είδη περίεργων και πρωτόγονων εικόνων των θεών, από τα ιερά λείψανα και πολλά άλλα ιερά και μυστήρια πράγματα. Στις Θήβες βλέπει τις ασπίδες εκείνων που πέθαναν στη μάχη των Λεύκτρων και τα ερείπια του σπιτιού του  Πίνδαρου. Βλέπει επίσης τα αγάλματα του  Ησίοδου και του  Αρίωνα και το πορτραίτο του  Πολύβιου στις πόλεις της Αρκαδίας.

Στο τοπογραφικό μέρος του έργου του φαίνεται να ελκύεται από τις παρεκκλίσεις της φύσης, τα σημάδια που ανακοινώνουν την έλευση ενός σεισμού, τα φαινόμενα των παλιρροιών, τις παγωμένες  θάλασσες του Βορρά και το μεσημβρινό  ήλιο που στο  θερινό ηλιοστάσιο δεν παράγει σκιά στη  Σελήνη. Ενώ δεν αμφιβάλλει ποτέ για την ύπαρξη των θεών και των ηρώων, επικρίνει μερικές φορές τους μύθους και τους θρύλους που σχετίζονται μαζί τους.

Οι περιγραφές του των μνημείων της τέχνης είναι σαφείς και δίχως περιττά στολίδια. Η λεπτομέρειά τους είναι εντυπωσιακή και η ακρίβειά τους επιβεβαιώνεται από τα υπάρχοντα υπολείμματα. Επίσης, είναι αφοπλιστικά ειλικρινής, όταν ομολογεί την άγνοιά του. Όταν αναφέρει κάποια δευτερογενή μαρτυρία, μπαίνει στον κόπο να την εντοπίσει. Ο  Τζέιμς Φρέιζερ, ο οποίος παρήγαγε μια από τις διάφορες αγγλικές μεταφράσεις του έργου  παρατηρεί για τον Παυσανία ότι: ‘χωρίς αυτόν τα ερείπια της Ελλάδας θα ήταν ως επί το πλείστον ένας  λαβύρινθος χωρίς ενδείξεις, ένα αίνιγμα χωρίς απάντηση.’


ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής