breaking news Νέο

1922-2022. 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ - Οι εξ Ανατολής Έλληνες λογοτέχνες. Αυτοί που έφεραν την Αναγέννηση των Γραμμάτων στην Ελλάδα. -Του Γ.Κοτζαερίδη

  • 1922-2022. 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ - Οι εξ Ανατολής Έλληνες λογοτέχνες. Αυτοί που έφεραν την Αναγέννηση των Γραμμάτων στην Ελλάδα. -Του Γ.Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ - Οι εξ Ανατολής Έλληνες λογοτέχνες. Αυτοί που έφεραν την Αναγέννηση των Γραμμάτων στην Ελλάδα. -Του Γ.Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ - Οι εξ Ανατολής Έλληνες λογοτέχνες. Αυτοί που έφεραν την Αναγέννηση των Γραμμάτων στην Ελλάδα. -Του Γ.Κοτζαερίδη

Παπαρηγόπουλος Κωνσταντίνος

1815-1891   Κωνσταντινούπολη

 

Χαρακτηρίζεται σαν ο πατέρας της  ελληνικής ιστοριογραφίας και έβαλε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας.

Είναι ο θεμελιωτής της αντίληψης της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως σήμερα.

Επιδίωξε να αναιρέσει τις κυρίαρχες για εκείνη την εποχή απόψεις, ότι η Βυζαντινή περίοδος ήταν περίοδος παρακμής και εκφυλισμού, που δεν αναγνωριζόταν ως τμήμα της ελληνικής ιστορίας.

Πίστευε ότι, ο ελληνισμός δεν έσβησε με την ήττα των Ελλήνων από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ, αλλά συνέχισε να υπάρχει με τη σύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία δεν ήταν εκφυλισμένο υπόλειμμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, αλλά αποτελούσε την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Ως εναρκτήριο σημείο του Νέου Ελληνισμού προσδιόρισε το 1204, δηλαδή την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1815 και  ήταν γιος του Δημήτρη Παπαρηγόπουλου, ενός τραπεζίτη και πρόκριτου της ελληνικής κοινότητας της Πόλης με καταγωγή από τη Βυτίνα, και της Ταρσίας Νικοκλή.

Με την έναρξη της επανάστασης του 1821 οι Τούρκοι θανάτωσαν τον πατέρα του, τον αδελφό του Μιχαήλ, το θείο του Ιωάννη Παπαρηγόπουλο και το γαμπρό του πατέρα του Δημήτρη Σκαναβή και δήμευσαν την περιουσία τους.

Η μάνα του μαζί με τα υπόλοιπα οκτώ παιδιά της κατέφυγε στην Οδησσό, όπου ο Κωνσταντίνος σπούδασε μέχρι το 1830 σαν υπότροφος του Τσάρου στο γαλλικό  Λύκειο «Ρισελιέ». Αργότερα η οικογένεια ήρθε στο Ναύπλιο και ο Παπαρηγόπουλος  παρακολουθούσε μαθήματα στην Κεντρική Σχολή της Αίγινας με δάσκαλο το Γεώργιο Γεννάδιο.

Γνώριζε καλά γαλλικά, ρωσικά και γερμανικά, αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, γεγονός που επικρίθηκε. Το 1833 διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και έφθασε μέχρι το βαθμό του διευθυντή. Το 1841 παντρεύτηκε τη Μαρία Αφθονίδη και απέκτησαν τρία παιδιά.

Tο 1845 διορίστηκε καθηγητής ιστορίας στο Γυμνάσιο των Αθηνών, ενώ το 1848 απορρίφθηκε η αίτησή του να διοριστεί σαν υφηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,  διότι δεν διέθετε πανεπιστημιακό πτυχίο.

Το 1849 έστειλε ένα  υπόμνημα στη Φιλοσοφική Σχολή του Μονάχου, η οποία τον ανακήρυξε διδάκτορα in absentia και του παρείχε το σχετικό δίπλωμα. Διορίστηκε καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή στη θέση του Κωνσταντίνου Σχοινά.

Το 1875 ορίστηκε επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οδησσού και το 1881 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας της Σερβίας. Συμμετείχε συχνά στην κριτική επιτροπή των Ποιητικών Διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπήρξε επίτιμος πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός.

Εμφανίστηκε στα Ελληνικά Γράμματα το 1843 με τη διατριβή «Περί της εποικήσεως σλαβικών τινών φυλών εις την Πελοπόννησον», διαφωνώντας με τον ιστορικό Γιάκομπ Φίλιπ Φάλκενμαγιερ, που στο έργο του «Ιστορία της χερσονήσου του Μωρέως κατά το μεσαίωνα (1830-1836)» υποστήριζε ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε εξαφανιστεί τον 6ο αι. μ.Χ., ύστερα από την κάθοδο  των σλαβικών φύλλων, επομένως οι νεότεροι Έλληνες δεν είχαν καμία φυλετική συγγένεια με τους αρχαίους.

Δύο χρόνια νωρίτερα (1841) είχε μεταφράσει το έργο Le Centaure του M. De Guerin, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευρωπαϊκός Ερανιστής». Το 1844 δημοσίευσε την πραγματεία που σχετίζεται με την Άλωση της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, «Το τελευταίον έτος της ελληνικής ελευθερίας», ενώ το 1846 συνέταξε  ένα «Επίτομον Λεξικόν» της γαλλικής γλώσσας.

Το 1849 δημοσίευσε το προορισμένο για τα Γυμνάσια «Εγχειρίδιον Γενικής Ιστορίας», το 1853 εξέδωσε την πρώτη, σύντομη μορφή του έργου του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων» και το 1860 ξεκίνησε η έκδοση της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», που ήταν χωρισμένη σε 3 τόμους των δεκαπέντε βιβλίων και τελείωσε το 1876.

Ο Παπαρηγόπουλος ήταν ο πρώτος που μελέτησε αναλυτικά την περίοδο της βασιλείας των  Ισαύρων, καθώς και ο πρώτος που αναγνώρισε θετικά στοιχεία στις μεταρρυθμίσεις τους. Κατέκρινε τον  Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνό για τη φιλοτουρκική του στάση, ενώ δεν δίστασε να χαρακτηρίσει το Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα ως τον «Έλληνα  σοσιαλιστή της ιε΄ εκατονταετηρίδος».

Πίστευε ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε το συνδετικό κρίκο μεταξύ του αρχαίου και του νέου ελληνισμού, και η απόδειξη της ενότητας του ελληνικού έθνους ήταν βασική επιδίωξη του Παπαρηγόπουλου.

Πρέπει να σημειωθεί ότι για τον Παπαρηγόπουλο "...Ἑλληνικόν ἔθνος ὀνομάζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι ὁμιλοῦσι τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ὡς ίδίαν αὐτῶν γλώσσαν."

Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία, και το 1833 αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Τριπτόλεμος του Ναυπλίου. Αργότερα έγινε εκδότης δύο εφημερίδων «Εθνική» 1847, και «Έλλην» 1858-60, η οποία υποστήριζε την πολιτική του Όθωνα.

Ήταν συνιδρυτής μιας γαλλόφωνης εφημερίδας «Spectateur del Orient”, η οποία ενημέρωνε τους ξένους για τα προβλήματα της Ελλάδας.

Από το 1856-1858  διετέλεσε ανταποκριτής της εφημερίδας της Τεργέστης «Ημέρα» του Ιωάννη Σκυλίτση. Σπουδαία ήταν η συνεργασία του με το  φιλολογικό περιοδικό Πανδώρα,  που ήταν το πιο σοβαρό Ελληνικό Φύλλο της εποχής του. Συνιδρυτές του ήταν ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και Νικόλαος Δραγούμης. Πέθανε  στις 14 Απριλίου του 1891 στην Αθήνα.    

 

 

Πώπ  Κωνσταντίνος

1816-1878 Κωνσταντινούπολη

 

Ο Κωνσταντίνος Πώπ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Ζηνόβιου Πώπ. Σπούδασε στην Οδησσό και όταν το 1833 τελείωσε τις σπουδές του, ήρθε στην Ελλάδα  και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε μέχρι το 1853.

Στη συνέχεια, μέχρι το 1870 δούλεψε σαν υποπρόξενος στα υποπροξενεία Άρτας, Ηρακλείου, Σάμου, και το 1871 διορίστηκε διευθυντής του προξενείου της Αδριανούπολης. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, διορίστηκε σαν βιβλιοφύλακας στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Ο Πώπ παντρεύτηκε δυο φορές, αποκτώντας δυο γιους, εκ των οποίων ο Γεώργιος ήταν διευθυντής της εφημερίδας «Αθήναι», και μία θυγατέρα. Το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού του έργου αποτελείτο από διηγήματα, χρονογραφήματα, λογοτεχνικές μεταφράσεις, κριτικές και επιφυλλίδες, δημοσιεύθηκε στα περιοδικά «Ίρις», «Τηλέγραφος του Βοσπόρου», «Ευτέρπη», «Πανδώρα», «Ερανιστής», «Αττικόν Ημερολόγιον»  και στις εφημερίδες της εποχής του όπως «Εθνική» και “Observateur de Athenes”. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1836,  δημοσιεύοντας στο περιοδικό «’Ιρις»  δύο διηγήματά του με τίτλο «ο Θρόνος αντ΄ αλύσεων» και «η Eορτή του Αγίου Ανδρέου».  To 1857 με το επικό ποίημά του «Επίχαρις» πήρε μέρος στο Ράλειο ποιητικό διαγωνισμό. Έγραψε κείμενα  ρομαντικού και ηθογραφικού χαρακτήρα, ενώ το 1875 εξέδωσε ένα  συγκεντρωτικό μέρος του έργου του με τίτλο «Συγγραφαί ποικίλαι ήτοι Φιλολογικά πάρεργα». Πέθανε στην Αθήνα το 1878.

Έργα του.  

 «Συγγραφαί ποικίλαι ήτοι Φιλολογικά πάρεργα». Αθήνα, 1875. 1.

Τα αναλυτικά εργογραφικά του Κωνσταντίνου Πώπ, που περιλαμβάνουν και τα δημοσιευμένα στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο κείμενά του, βλ. Αθήνη Στέση,

 «Κωνσταντίνος Πωπ», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΔ΄ (1830-1880), σ.78-93.

 

 

Δελιγιάννης Ιωάννης

1817-1876 Κωνσταντινούπολη

 

 Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1817 και  ήταν γιος του αγωνιστή του 1821 Αναγνώστη Δελιγιάννη. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε για δυο χρόνια στο Ναύπλιο.

Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στο Υπουργείο εξωτερικών για τριάντα περίπου χρόνια. Για λίγο χρονικό διάστημα διορίστηκε έπαρχος Άργους, και υπήρξε μέλος στην Εθνοσυνέλευση του 1862. Κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες για την ίδρυση της Σιναίας Ακαδημίας και του Ζαππείου. Σαν διπλωμάτης το 1864 πήρε μέρος στις διαπραγματεύσεις με τη Μεγάλη Βρετανία για την

ενσωμάτωση των Ιονίων νήσσων  στην Ελλάδα και το 1868 εργάστηκε  στην πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης.

Εκλέχθηκε δυο φορές βουλευτής Γορτυνίας και το 1874 διετέλεσε Υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Δημητρίου Βούλγαρη.

Ήρθε σε διένεξη  με το Βούλγαρη,  με αποτέλεσμα να παραιτηθεί και να καταφύγει στο Παρίσι, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Το 1834 μαζί με τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή και τον Κωνσταντίνο Πώπ εξέδωσαν στο Ναύπλιο το λογοτεχνικό περιοδικό Ίρις, γεγονός που ήταν η πρώτη του παρουσία στη λογοτεχνία.

Το 1845 εξέδωσε  τη συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο «Διηγήματα υπ. Ιωάννη Δελιγιάννη», που περιελάμβανε τα έργα του «Η νύμφη της Αρλογίδος», «Ο αυτόχειρ», «Ο Ρώσος συγγραφεύς ουσκίνος» και μεταφράσεις  των έργων «Η Χριστίνη εν Φοντενεβλώ» και «Η δύσμορφος γυνή».

Σημαντικό είναι ότι με τη δημοσίευση των «Διηγημάτων» εμφανίζεται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία ο όρος διήγημα.

Αργότερα ο Δελιγιάννης δημοσίευσε  μεταφρασμένο σε συνέχειες το διήγημα του Frederic Soilie ο «δημοδιδάσκαλος» και δύο διηγήματα  «Επεισόδια της ιστορίας της Ελλάδας κατά την 13ην εκατονταετηρίδα» και η « Δούκισσα Πραλίνη».

 Πέθανε στο Παρίσι το 1876.


ΠΩΠ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής