breaking news Νέο

1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Ένα ταξίδι στην προγονική γη -Του Γιώργου Κοτζαερίδη

  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Ένα ταξίδι στην προγονική γη -Του Γιώργου Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Ένα ταξίδι στην προγονική γη -Του Γιώργου Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Ένα ταξίδι στην προγονική γη -Του Γιώργου Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Ένα ταξίδι στην προγονική γη -Του Γιώργου Κοτζαερίδη

Σοφία Τσανακτσίδου Κωνσταντινίδου

Λεβαία Φλώρινας

 

Η γιαγιά Τσανακτσίδου Σοφία είναι 92 ετών και κατάγεται από το χωριό Κουρούντερε  του Ατάπαζαρ, όπου γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1920. 

Τουλάχιστον αυτό αναφέρει η ταυτότητά της. Τη θυμάμαι, όταν περνούσε μπροστά από το σπίτι μας στη Λακκιά Αμυνταίου, πηγαίνοντας κάθε Κυριακή στην εκκλησία.

Μια δυναμική, μικρή το δέμας γυναίκα, με μεγάλη καρδιά και ψυχή. «Έκειτι, Γιωρίκα, ετράνηναμε. Θυμάσε που ερχόσουν στο σπίτι  της Πατουρκιουτουρίνας ή της Τσενεκλάβας της Μαρίας, έπιναμε καϊβέ  και λέγαμε αστεία?

Γέρασα, αλλά δόξα τον πανάγαθο είμαι καλά σην υγείαμ.

Πατέρας μου ήταν ο Τσανακτσίδης ο Αναστάσης από την Κουρούντερε, ο οποίος φορούσε  στο κεφάλι του ένα μπασλίτς επειδή ήταν φαλακρός.

Όλοι τον γνώριζαν στο χωριό σαν Κέλναστας και σαν  τουλούμπατζη. Θυμάσαι Γιωρίκα τον πατέραμ που σε κάθε γιορτή, πανηγύρι και γλέντι γυρνούσε το χωριό παίζοντας την τουλούμπα?

Μάνα μου ήταν η Ευσεβία  η Τσακάλα η οποία κατάγονταν  από  το Γενή Ντάγ, το οποίο ήταν δίπλα  στην Κουρούντερε. Το Γενή Ντάγ ήταν μικρό χωριό και έλεγε η μάνα μου  ότι ο πατέρας της ασχολούνταν με τη γεωργία την κτηνοτροφία και την υλοτομία.

Είχαμε επίσης και  πολλές φουντουκιές  και το καλοκαίρι μικροί- μεγάλοι μαζεύαμε τα φουντούκια και τα πουλούσαμε στην Καράσου.

Εγώ θυμάμαι λίγα πράγματα, ήμουν πολύ μικρή. Η εκκλησία μας του Γενή Ντάγ ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο και από ότι έλεγε η μάνα μου, τη μέρα της γιορτής του κάναμε μεγάλο πανηγύρι. Η Κουρούντερε από ότι έλεγε  ο πατέρας μου ήταν μεγάλο χωριό με 120 οικογένειες, οι οποίες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 1870 από την περιοχή Χαψάμανα της Ορντού.

Είχε πολλούς τεχνίτες, αραμπατζήδες, σιδεράδες, τενεκετζήδες υλοτόμους.

Το χωριό είχε  πέντε μαχαλάδες, τον Τσιφτσόγλου, των Γαβζάντων, του Κοτανίκ, των Τεκέντων και τον Τεπέ μαχαλά.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και την ημέρα της γιορτής του, τα παλικάρια του χωριού έκαναν παλαίστρες και πάλευαν μεταξύ τους. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν παλικαράδες  και τα διάφορα κακοποιά στοιχεία, κλέφτες και ληστές  που λυμαίνονταν την περιοχή, απέφευγαν να το πλησιάσουν.

Δυστυχώς όμως,  όταν άρχισε ο πόλεμος άρχισαν και τα προβλήματά μας.

Όταν μάθαμε τα νέα ότι έχασε τον πόλεμο ο Ελληνικός στρατός, συγκεντρωθήκαμε το βράδυ στην περιοχή Καβλάρ Ντερέ και αφού περάσαμε τον Σακαριοπόταμο με τη βοήθειά του Καπετάν Φωτιάδη που έσωσε πολλές ψυχές, φτάσαμε στη Νικομήδεια.

Εμένα που ήμουν πολύ μικρή με κρατούσε στους ώμους του ο πατέρας μου, ενώ ο αδελφός του πατέρα του ο Παπά Αναστάσης πήρε από την εκκλησία τα δυο εξαπτέρυγα  και τα έφερε στην πατρίδα.

Από εκεί  το πλοίο μας πήγε στην Πελοπόννησο  όπου παραμείναμε για λίγο καιρό κάτω από άθλιες καταστάσεις.

Με το τραίνο φύγαμε και πήγαμε στην Μακεδονία και εγκατασταθήκαμε στο Έλεβιτς ή Λακκιά όπως την ονόμασαν αργότερα. Στη  Λακκιά ή σημερινή Λεβαία πήγα σχολείο 2-3 χρόνια και  μετά το παράτησα. Προτιμούσα να βοηθώ τον πατέρα μου στις δουλειές του  και όλη την ημέρα βοσκούσα στα τσαΐρια τα βουβάλια μας.

Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και ο καημένος ο πατέρας μου έκανε πολλές δουλειές για να μπορέσει να μας ζήσει. Εκτός από τη γεωργία πήγαινε και σε ένα νταμάρι , έσπαγε πέτρες και τις πουλούσε. Τα βράδια τον θυμάμαι  που έπαιρνε την τουλούμπα του και μας έπαιζε ποντιακά τραγούδια. Καλός άνθρωπος ο πατέρας μου αλλά και πεισματάρης. Όταν μεγάλωσα με ζήτησε σε γάμο ένας Θρακιώτης  αλλά ο πατέρας μου δεν τον ήθελε.

« Εσέν θα δείγοσε σε  τεμέτερον παιδί, όχι σε Θρακιώτη μου έλεγε». Το ξύλο που έφαγα θα μου μείνει αλησμόνητο.

Αλλά το πείσμα μου το έκανα, αν και δεν τον αγαπούσα τον Κωνσταντινίδη  Γιάννη, τον πήρα με το ζόρι».

«Ναι, τάχα δεν τον αγαπούσε πετάχτηκε η κόρη της η Σούλα. Δέκα παιδιά έκανε μαζί του, φαντάσου και να τον αγαπούσε».

Σηκώθηκα να φύγω, με αγκάλιασε σφιχτά, με φίλησε και είπε.

«Ευχαριστώ πουλίμ που δεν με ξεχνάς, εγώ  εσέν αγαπώσε πάρα πολύ».

Ωραία και γλυκά λόγια από μια αξιαγάπητη και ταλαιπωρημένη γιαγιούλα.


ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΕΡΗ ΠΡΟΓΟΝΙΚΗ ΓΗ ΤΟΥ ΑΤΑΠΑΖΑΡ
ΕΞΑΠΤΕΡΥΓΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΛΑΚΚΙΑ
ΚΟΥΡΟΥΝΤΕΡΕ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής