breaking news Νέο

1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη

  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη

Να με δώσεις τα χαϊβάνες και αν γυρίσετε πίσω, θα στα επιστρέψω….

 

Τον παππού Σταύρο το συνάντησα στο. Σταυρό Ημαθίας.  Η ταυτότητά του έγραφε ότι γεννήθηκε το 1917, αλλά ο ίδιος μου είπε  ότι είναι λάθος, διότι ήταν μεγαλύτερος

Ευαίσθητος και παραστατικός. μου αφηγήθηκε με λεπτομέρεια τα δεινά του και της οικογενείας του.

Όσο βέβαια τον άφηνε η συγκίνηση που τον διακατείχε την ώρα της αφήγησης.

 

«Γιόρικα τεμόν ο πατέρας έτονε ο Παυλίδης ο Σάββας και μάναμ η Πασχαλίδου η Σοφία.

- Όταν έρθαμε ασην πατρίδα  έμνε  έξι χρονών, άρα σήμερα είμαι 95 χρονών. Το χωριό μου έτονε η Κουρούμεσε από τα 14 χωριά του Ατάπαζαρ, μικρό και    κτισμένο απάν σα  ορμάνε.

Πενήντα οικογένειας απάν- αφκά  και σην εκκλησία μας είχαμε τον Αι Γιώργη.

Φτωχοί έμνες, δεν είχαμε πολλές δουλειές. Βόσκαμε  χαιβάνε και σπέρναμε λαζούδε. Μικρός πήγαινα στο χωράφι με τον πατέρα μου και  εμακέλιζαμε το λαζούδ.

Οι πλούσιοι του χωριού καλλιεργούσαν  λευκουτάρε. Οι δρόμοι του ήταν γεμάτοι λάσπες  και χαλίκια

 Τρέχαμε  στα ορμάνια ξυπόλητοι  και όταν γυρίζαμε πίσω στο σπίτι , τα πόδια μας ήταν γεμάτα λάσπες και αίματα.

Σχολείο είχαμε αλλά   κανείς δεν πήγαινε. Πήγα και εγώ λίγο καιρό, μάλωσα με τον δέσκαλο και έφυγα.

Λιθάρ έλεε ο δέσκαλος , Νιθάρ έλεγα εγώ. Έφαγα πολύ ξύλο από τον δάσκαλο που νόμιζε ότι το κορόιδευα και δεν ξαναπάτησα το πόδι μου στο σχολείο.

Έκιτι μελμεκέτ Κουρούμεσε. Πολλές φορές το βράδυ θυμούμε το χωρίομ, την μάναμ τον πατέραμ και κλαίω.

 Επέμνα μοναχός.

 Πριν να εγκαταλείψουμε το χωριό ήρθε ένας φίλος Τσερκέζος του πατέρα μου από το  Λιμάντερε. Σάββα εσείς πρέπει να φύγετε γιατί θα σας σκοτώσουν οι Τσετάδες, αβούτο έτονε το κισμέτι σουνε.

Να με δώσεις  τα χαιβάνες και αν  γυρίσετε πίσω θα στα επιστρέψω.

Πήρε τα χαιβάνε, έδωσε κάποια τρόφιμα στον  πατέρα μου για   να τρώμε σην στράτα,  μας φίλησε  και έφυγε.

Τα χαμπάρια όμως ήταν άσχημα. Ακούσαμε ότι οι Τούρκοι στο κοντινό Κοτσάαλι σκότωσαν πάνω από 100 παλικάρια από  τα Ελληνικά χωριά.

Ξεσηκώθηκε όλο το χωριό να φύγει. Ο καημένος ο πατέρας μου είχε 7 παιδιά και  εμένα  τον μικρότερο με κρατούσε στους ώμους του.

-Σόφια, είπε στην μάνα μου  ενεγκάστα, δεν μπορώ άλλο  ας αφήσουμε τον Σταύρο εδώ, κάποιος θα τον λυπηθεί και θα τον πάρει μαζί του.

Αν απομέν ο Σταύρος αδακά, θα μείνω και εγώ είπε η μάνα μου και έτσι την άλλη μέρα, όλοι μαζί περάσαμε τον Σαγγάριο και  φθάσαμε με τα πόδια, στην Νικομήδεια.

Με το παπόρ πήγαμε στην Καλαμάτα. Παντού  φτώχεια και δυστυχία. Στην Καλαμάτα εκάθουμες σε ένα άδειο στρατόπεδο.

Δεν είχαμε να φάμε, ζητιανεύαμε  και πηγαίναμε στις ταβέρνες της παραλίας. Εκεί οι ντόπιοι  μας πετούσαν κόκαλα από τα αποφάγια και γελούσαν που μας έβλεπαν να μαλώνουμε ποιος θα τα  αρπάξει.

Στην πόλη υπήρχε μια τεράστια λαχαναγορά. Πηγαίναμε  σηκώναμε τα νάιλον με τα οποία είχαν σκεπασμένα τα λαχανικά και κλέβαμε ότι μπορούσαμε.

Μια μέρα με άρπαξε ένας Εβραίος που δεν είχε παιδιά και θέλησε να φύγει. Ευτυχώς όμως τον αντιλήφθηκαν τα αδέλφια μου  και τον ανάγκασαν να με αφήσει.

--Αχ τον άτιμο τον Εβραίο, κλαψούρισε ο καημένος ο παππούς, σοκαρισμένος με την σκέψη ότι θα τον έκλεβε ο Εβραίος.

Από εκεί με το τραίνο ήρθαμε στην Μακεδονία και για λίγο καιρό μείναμε στο Αμύνταιο. Από εκεί  φύγαμε και εγκατασταθήκαμε στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης.

Θυμάμαι  τον κάμπο που ήταν γεμάτος αθέριστα σιτηρά και καλαμπόκια. Ζούσαν ακόμη Τούρκοι στο χωριό οι οποίοι μας φέρθηκαν πολύ καλά, μέχρι την στιγμή που αναγκάστηκαν να  αποχωρήσουν. Η μάνα μου πέθανε σε ηλικία 106 χρονών και την έκλαψα πολύ διότι χωρίς αυτήν δεν θα ήμουν τώρα εδώ.

Δουλέψαμε πολύ σκληρά στον Άι Δημήτρη. Το 1936 παντρεύτηκα την Τεντζογλίδου Βαρβάρα και το 1937 κατατάγηκα στον στρατό. Το 1966 κατεβήκαμε στον Σταυρό Ημαθίας  όπου  υπήρχαν πολλοί συγγενείς μας.

Πριν πολλά χρόνια πέθανε η  Βαρβάρα, και τώρα είμαι μόνος  με το κορίτσι μου  την Ελένη, τον γαμπρό και τα εγγόνια.

Κοίταξε την εικόνα  του Αγίου Λουκά που του είχα φέρει και γεμάτος φόβο μου είπε…

Γιορίκα πούλιμ, να λέσατονε  τον Άγιο να μην έρτε να πέρμε, θέλω να ζω κι άλλο πολλά.

Όταν πήγα στην Κουρούμεσε, πήρα λίγο χώμα και το πήγα στον μπάρμπα Σταύρο.

Δάκρυσε από συγκίνηση.

Άχ ευλοημένη Κουρούμεσε, άραγε θα λέποσε ξανά?»

 

Παυλίδης Σταύρος

Σταυρός Ημαθίας


ΚΟΥΡΟΥΜΕΣΕ
ΚΟΥΡΟΥΜΕΣΕ
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής