breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη

  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη

H  ιστορία του παππού Παπά Παύλου

Αγαπητέ μου Γιώργο, σήμερα θα σου διηγηθώ την ιστορία των προγόνων μου των Παπαδοπουλαίων. Οι πρόγονοί μου έμεναν σε ένα πολυτελές προάστειο νοτιοανατολικά  της Τραπεζούντας το Κοιλάδι, από το οποίο περνούσε ο Δαφνοπόταμος  και σχημάτισε μια πανέμορφη λιμνούλα, που ανήκε κατά το πλείστον σε αυτούς.

Το αρχαίο όνομα του ποταμού αυτού ήταν Πυξίτης,  πάνω στον οποίο βρίσκεται το ξακουστό της Τρίχας το γεφύρι, και σήμερα λέγεται Ντεγιρμέν Ντερέ.

Το σόι μας  αποτελούνταν από ιερείς και δασκάλους,  οι οποίοι ήταν οι πρωτεργάτες της του αγώνα για την απελευθέρωση του Πόντου.

Όταν αποκαλύφθηκε η δράση τους, ο παππούς μου ο Παπά Παύλος  ειδοποιήθηκε έγκαιρα από φίλους και γείτονες  να εγκαταλείψει την πόλη, διότι τον αναζητούσαν οι Τούρκοι για να τον σκοτώσουν.

Τότε ο παππούς μάζεψε την οικογένειά του και τους συγγενείς του, επιβιβάστηκε στο πρώτο πλοίο που βρήκε, και αναχώρησε για την Ρωσία, για την πόλη Νοβοροσίσκ.

Στην Τραπεζούντα παρέμειναν οι γονείς του, ο Παπαγιάνης και η παπαδιά Παρέσσα, που ήταν σε μεγάλη ηλικία και δεν μπόρεσαν να μετακινηθούν. Όταν οι Τούρκοι πήγαν στο σπίτι αναζητώντας τον Παπά Παύλο, δεν το βρήκαν και κατέσφαξαν τον πατέρα του.

Όταν ο Παπά Παύλος με την οικογένειά του έφθασαν στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ, με απόγνωση διαπίστωσαν ότι έλειπε η μικρότερη κόρη η Ανθή που ήταν μόλις οκτώ χρονών. Πάνω στην σαστιμάρα τους στο λιμάνι της Τραπεζούντας, δεν πρόσεξαν ότι έλειπε η Ανθή η οποία είχε ξεφύγει από κοντά τους.

Ο Παπά Παύλος αποφάσισε να διανυκτερεύσουν στο λιμάνι, και την επόμενη μέρα να έπαιρνε το καράβι, που εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Τραπεζούντα-Νοβοροσίσκ και να επέστρεφε πίσω για να ψάξει την χαμένη του κόρη.

Tην άλλη μέρα όταν έφθασε το καράβι από την Τραπεζούντα, με μεγάλη του χαρά και ανακούφιση διέκρινε με να αποβιβάζονται η Ανθή και ένας γείτονάς τους που είδε την μικρή να περιφέρεται στο λιμάνι μόνη της, την ρώτησε που ήταν οι γονείς της και την πήρε μαζί του στην Ρωσία.

Η χαρά τους ήταν μεγάλη.  Αγκάλιασαν με λαχτάρα την Ανθή  και ευχαρίστησαν τον γείτονα  για την ενέργειά του. Ήταν το έτος 1916. Εγκαταστάθηκαν στο Νοβοροσίσκ, όπου κατάφεραν με πολύ δουλειά να ορθοποδήσουν.

Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο Παπά Παύλοε αφήνοντας ορφανά τον Γεώργιο, την Ανθή, την Ελένκω και άλλα 6 μικρά κοριτσάκια ανιψάκια του, παιδιά των συγγενών του που έπρεπε να τα φροντίζει. Τα κοριτσάκια αυτά που ήταν ορφανά τα μεγάλωσε και τα αποκατέστησε η γιαγιά η Παρθένα.

Τον επόμενο χρόνο, από την άφιξή τους στην Ρωσία, επικράτησαν οι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι δεν συμπαθούσαν το Ελληνικό στοιχείο.

Μια μέρα  που έλειπε από το σπίτι της η πρεσβυτέρα, ένας γείτονας μπήκε μέσα στο σπίτι της και έκλεψε το Ευαγγέλιο, το Άγιο Δισκοπότηρο και τον Σταυρό που χρησιμοποιούσε στην Θεία Λειτουργία ο Παπά Παύλος. Αργότερα τα πούλησε σε κάποιον αργυραμοιβό και πήρε αρκετά χρήματα.

Όταν γύρισε στο σπίτι η πρεσβυτέρα και ανακάλυψε την κλοπή στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, διότι ήταν Ιερά κειμήλια που απέμειναν για να θυμάται τον άντρα της.

Εν τω μεταξύ η γυναίκα του κλέφτη εγκυμονούσε και μετά λίγο καιρό γέννησε ένα αγοράκι το οποίο έφερε σε όλο του το σώμα στίγματα με το σημάδι του Σταυρού.

Πανικόβλητος και φοβισμένος ο κλέφτης, κατάλαβε το σφάλμα του,  πήγε στην πρεσβυτέρα της ζήτησε συγνώμη και της διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Αργότερα πήγε σε αυτόν που πούλησε τα Ιερά Σκεύη, τα αγόρασε πίσω και τα πρόσφερε πάλι στην πρεσβυτέρα, η οποία τα δώρισε στην τοπική εκκλησία.

Δυστυχώς όμως, μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων, οι οποίοι λεηλατούσαν τις εκκλησίες, χάθηκαν εντελώς τα πολύτιμα αυτά κειμήλια και δεν ξαναβρέθηκαν.

Εν τω μεταξύ, ο γιος της Γεώργιος μεγάλωσε και παντρεύτηκε μια αρχοντοπούλα, την  Ανατολή, κόρη του Γεωργίου Χριστοδούλου, μιας εξέχουσας προσωπικότητας της Γιάλτας.

Η ιστορία του μετέπειτα πεθερού του ήταν δραματική.

Επειδή ο Χριστοδούλου, μετέπειτα Καζελίδης, δεν προσχώρησε στον κομμουνισμό, καταδικάστηκε σε εξορία και δημεύθηκε η περιουσία του.

Δέκα μέρες μάζευαν οι κομμουνιστές την τεράστια περιουσία του, από την οποία διασώθηκε μια ραπτομηχανή Σίγγερ και ένα σίδερο σιδερώματος, που κατάφερε η Ανατολή, να κρύψει ανάμεσα στα φυτά του κήπου τους.

Ο παππούς Γεώργιος  μετά από λίγο καιρό πέθανε από την στεναχώρια του στην Γιάλτα. Μετά μια εβδομάδα, ήρθε ένας κλητήρας και τους παρέδωσε μια δικαστική απόφαση που τον εξόριζε για πέντε χρόνια.

Ο προσκομίζων την δικαστική απόφαση μόλις έμαθε τον θάνατο του Γεωργίου Χριστοδούλου, είπε χαρακτηριστικά στην χήρα του Ελισάβετ ….καλά που πέθανε διότι  η εξορία του δεν θα είχε  τελειωμό.

Η χήρα του Ελισάβετ πήρε την οικογένειά της που την αποτελούσαν 3 αγόρια, ο Δημητρός ή Μίτος, ο Γιάννης, ο Αλέξανδρος και  2 κορίτσια η Σοφία και η Ανατολή, και εγκαταστάθηκαν στο Νοβοροσίσκ όπου κατοικούσαν πολλοί συγγενείς και χωριανοί τους από τα χωριά της Ματσούκας.

Εκεί η Ανατολή γνώρισε τον Γεώργιο τον πατέρα μου, τον παντρεύτηκε και έκαναν 4 παιδιά τον Παύλο, την Παρθένα, τον Κωνσταντίνο και τον υποφαινόμενο Γιάννη.

Η κατάσταση στην Ρωσία δεν ήταν πλέον καλή και έτσι η πρεσβυτέρα γιαγιά Παρθένα το 1939 μάζεψε την οικογένειά της και  έφυγε στην Ελλάδα, σε ηλικία 85 ετών.

Το πλοίο  τους έφερε στον Πειραιά όπου διέμεναν σε ένα ξενοδοχείο. Για καλή τους τύχη ο δήμαρχος Πειραιά κατάγονταν από την ίδια περιοχή που έμεναν στην Τραπεζούντα και υποσχέθηκε να τους βοηθήσει.

Ο πατέρα μου Γεώργιος ψάχνοντας να βρεί  τους συγγενείς του, έμαθε ότι είχαν εγκατασταθεί στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης, στην Γερακαρού Θεσσαλονίκης και στα Γιανιτσά.

Επισκεπτόμενος τα Γιανιτσά βρήκε τις ξαδέλφες του Αθηνά και Στυλιανή με τις οποίες μεγάλωσε μαζί και αποφάσισε να παραμείνει εκεί.

Λίγο μετά την άφιξή   του στην πόλη των Γιανιτσών, ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και ο πατέρας μου παρ΄ ότι είχε απαλλαγή λόγω του ότι ήταν πατέρας 4 παιδιών ζήτησε να πάει στο Μέτωπο.

Το αίτημά του όμως δεν έγινε δεκτό. Έτσι ο πατέρας μου παρέμεινε στα Γιανιτσά, όπου ασχολήθηκε με την γεωργία ενώ παράλληλα άνοιξε και ένα μικρό καφενείο και έγινε καφετζής. Έτσι κατάφερε να ορθοποδήσει και να ζήσει την οικογένειά του.

 

Η ιστορία του του Πάντσου Σαντέτε.

 

Ο Πάντσος ήταν αδελφός της Παρέσσας και είχε γαμπρό τον προπάππο μου Γιάννη Παπαδόπουλο. Ήταν ένα πανέμορφο παλικάρι, άριστος λυράρης και τραγουδιστής. Μαθαίνοντας ο Πάντσος ότι οι Τούρκοι σκότωσαν τον Γιάννη και ότι η αδελφή του ήταν με τον  Παπά Παύλο είχαν φύγει στο Νοβοροσίσκ, πήγε βρήκε την αδελφή του για να μάθει  από αυτήν ποιος τον σκότωσε, και όταν το έμαθε πήγε στο σπίτι του και σκότωσε όποιους βρήκε μέσα.

Μετά αυτό το φονικό έφυγε στα βουνά  για τα αποφύγει την σύλληψη από τους Τούρκους.

Μετά από αρκετό καιρό στρατεύτηκε στον τουρκικό στρατό και ο διοικητής της μονάδας του, επειδή ήταν πολύ όμορφος τον πήρε στο χαρέμι του που το αποτελούσαν πολλά ευνουχισμένα παλικάρια, για να παίζει λύρα και να τραγουδάει.

Ο πασάς συνήθιζε να ευνουχίζει τα παλικάρια που τον υπηρετούσαν, φοβούμενος μην πειράξουν τις γυναίκες του.

Ο Πάντσο ήταν ο μοναδικός που δεν ευνουχίστηκε διότι, ο πασάς σεβάστηκε την ομορφιά του και τον άριστο χαρακτήρα του.

Ένα πρωϊνό, ο Πάντσος βγήκε αγουροξυπνημένος στο μπαλκόνι του χαρεμιού και από εκεί πάνω διέκρινε  δυο Τούρκους να μαστιγώνουν και να δέρνουν ανελέητα έναν Έλληνα.

Αμέσως κατέβηκε κάτω στην αυλή και σκότωσε του Τούρκους απελευθερώνοντας τον δύστυχο Έλληνα. Κατόπιν τούτου ανέβηκε στα βουνά για να κρυφτεί από την οργή του Πασά και σιγά σιγά κατέβηκε στα παράλια του Αιγαίου και κατέφυγε στην Χίο.

Αργότερα για άγνωστους λόγους εγκαταστάθηκε στην Λειβαδιά της Βοιωτίας, όπου εργάζονταν σαν λυριτζής και τραγουδιστής.

Έβγαλε μάλιστα και έναν δίσκο στα Ποντιακά που κυκλοφόρησε το 1935.

 

Τ6ο 1955,την περίοδο των Δεκεμβριανών στην Κωνσταντινούπολη, η θεία μου η Παρθένα-ένα από τα 6 κορίτσια που μεγάλωσε η γιαγιά μου- πήγε στο Κοιλάδι της Τραπεζούντας.

Της είχαν πεί ότι ο παπάς είχε κρύψει στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου χρυσές λίρες.

Προσπάθησε με την βοήθεια ενός γείτονα που ήξερε τον παππού να ανοίξει την εκκλησία αλλά δεν μπόρεσε. Ο Τούρκος συνόδευσε την θεία μου μέχρι τα Ελληνικά σύνορα για να αποφύγουν τους Τούρκους που την εποχή εκείνη είχαν κάνει εγκλήματα εις βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.

 

Αφήγηση Ιωάννης Παπαδόπουλος

                Γιαννιτσά


ΓΙΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής