breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη

Ο παππούς  μου ο Γιώργης και η γιαγιά Τριανταφυλλού

Άχ μπρε Γιώργη θα σε πώ την ιστορία του χωριού μου, που είναι τα Kουβούκλια Προύσας. Στο χωριό μας ζούσαν περίπου 500 οικογένειες.  Έλεγαν οι παλιοί ότι, το χωριό μας ήταν μαζέματα από 12 χωριά.

Το σπίτι μας ήταν στον δρόμο προς τα Χάνια, κοντά στον Αγιοπήγαδο. Στον μαχαλά μας ήταν τα σπίτια του Λάζογλου του Στρατή,του Χάιτογλου και του Τατάρογλου.

Η δική μας οικογένεια, του Δεβετζόγλου  και του Κουτσουμπίδη του Στρατή, κατάγονταν  από την  διπλανή Κίτα, που είχε πολλά αρχαία και ένα τούνελ που κατέληγε στο Ταχταλή.

Το Ταχταλή ήταν και αυτό αρχαίο χωριό, και έλεγαν ότι εκεί έμενε ένας μεγάλος άρχοντας. Οι Κακλήδες κατάγονταν από τα Κοπέλια και οι Ντιλαβέρδες από τον Καγιαπά.

Γενικά η περιοχή μας είχε πολλά αρχαία πράγματα. Στον δρόμο προς τα Μουδανιά είχαμε βρεί έναν αρχαίο τάφο, αλλά οι Τουρκαλάδες δεν μας άφησαν να τον ανοίξουμε.

Στο χωριό μας είχαμε 6 Αγιάσματα, του Αγίου Βαραδάτου, του Άη Θανάση, του Άη Αντριά, της Αγίας Παραπολινής, της Αγίας Γαλατινής και της Αγίας Ελένης.

Ήταν όλα θαυματουργά.

Οι Τουρκαλάδες έλεγαν ότι, όταν ήρθαν να πατήσουν το χωριό μας, γύρω από τα Αγιάσματα είχε σχηματιστεί μια πυρωμένη αλυσίδα και μας εμπόδιζε, ενώ ο Άγιος Βαραδάς  έβγαζε ένα ποτάμι το οποίο δεν μπορούσαν να περάσουν.

Χθές είδα ένα όνειρο και δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Ήμνα στο Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου, που είναι έξω από το χωριό, στον δρόμο προς το Ντάνσαρι.

Κάτω από δυο μουριές κάθονταν ο Άγιος Βαραδάτος.

Του είπα….Άγιέ μου θα κόψω τα φύλλα από τις μουριές και θα ταίσω με αυτά τα κουκούλια. Τότε ο Άγιος  άρχισε να κλαίει σπαρακτικά και να με ρωτά.

….Γιατί να τα κόψεις, κρίμα είναι, και αφού σηκώθηκε, πήγε μέσα στον διπλανό νερόμυλο και συνέχισε να κλαίει. Τι σήμαινε αυτό δεν μπόρεσα να καταλάβω. Στεναχωρέθκα και εγώ που έκλαιγε και ο Άγιος και την Κυριακή πήγα και άναψα ένα κερί για την Χάρη του.

Ο Άη Βαραδάς ήταν θαυματουργός και το Αγίασμά του θεραπευτικό.  Όποιος είχε πληγές στο σώμα του, πλύνονταν με το νερό και θεραπεύονταν. Πριν λίγα χρόνια, ο ξάδελφός μου ο Στρατής ο Πατακίδης από τα Ίβερα Σερρών, πήγε στο Αγίασμα που είχε σκεπαστεί από πέτρες και χώματα, άφησε χρήματα για να το καθαρίσουν και έβαλε τσιμέντο  για να διακρίνεται. Εξήγησε στους Τούρκους τις θεραπευτικές του ιδιότητες, και έφυγε στην Ελλάδα.

Μετά λίγο καιρό έλαβε γράμμα από έναν Τούρκο, ο οποίος του έγραφε ότι η γυναίκα του που ήταν άρρωστη, πλύθηκε με το Αγίασμα και έγινε καλά.

Το σπίτ μας ήταν στην αριστερή πλευρά του Αγιοπήγαδου, στον δρόμο προς τα Χάνια. Δίπλα από το σπίτ ήτανε ένα πηγάδ, που μια χαζή γειτόνισσα, η Αγγελού του Χάιτογλου  αποτρελάθκε, και έριξε μέσα το παιδί της.

 

Γιορτές στο χωριό μας

 

Στο χωριό μας είχαμε τον Άη Γιώργη την πανέμορφη εκκλησιά μας. Τα τελευταία χρόνια σχεδιάζαμε να κάνουμε και άλλη μια, αλλά μας πρόλαβε ο χαλασμός. Χτίστηκε το 1860 και στην αρχή χωρούσε περίπου 100 οικογένειες.

Το 1874 την μεγάλωσαν, έχτισαν γυναικωνίτη και κωδωνοστάσι, όπου έβαλαν μεγάλη καμπάνα  πενήντα οκάδων, που την αγόρασαν  από το Ντεμιρτάς.

Το δάπεδο ήταν στρωμένο με πολύ ωραίο μάρμαρο  και προς το κέντρο ήταν  μια πλάκα σε σχήμα αστεριού που έφερε ημερομηνία 1874.

Πάνω από την πόρτα υπήρχε επιγραφή που έλεγε…

 

ΟΥΤΟΣ Ο ΝΑΟΣ  Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΑΥΤΗΣ ΚΟΥΒΟΥΚΛΙΑ.

 

Γύρω-γύρω από την εκκλησία μας υπήρχαν αρχαία ντουβάρια. Έλεγαν ότι ήταν βυζαντινά τείχη που έπιαναν όλο το χωριό.

Στις μεγάλες γιορτές όλοι έκαναν νηστεία για να μεταλάβουν.  Την Μεγάλη Πέμπτη έβγαζαν τον Επιτάφιο και γυρνούσαν όλο το χωριό.

 Θυμάμαι μια τέτοια μέρα έγινε ένα έγκλημα όταν ένας χωριανός, έβγαλε το πιστόλι και  σκότωσε έναν άλλον που είχαν διαφορές.

Το Μεγάλο Σαββάτο  στην Ανάσταση, και την άλλη μέρα την Κυριακή του Πάσχα, τα παλικάρια έβγαζαν τα όπλα και βαρούσαν στον αέρα  ….. ντάγκα… ντούγκα πιστολιές και  γύριζαν σε όλο το χωριό.

ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ

 

Στο χωριό  οι γονείς μας αρραβώνιαζαν από πολύ μικρά παιδιά, και όλο αυτό το διάστημα ο αρραβωνιαστικός δεν επιτρέπονταν να  πλησιάσει ούτε ν’ ακουμπήσει την νύφη.

Αν η αρραβωνιαστικιά έβλεπε τον αρραβωνιάρη της να την πλησιάζει,  άλλαζε  δρόμο και έφευγε. Αν αυτός πήγαινε στο σπίτι των πεθερικών του, η κοπέλα κρύβονταν σε ένα άλλο δωμάτιο, μέχρι να φύγει.

Στο διάστημα  του αρραβώνα, η νύφη και οι γονείς της ετοίμαζαν τα προικιά της.

Αν αρραβωνιαζόσουν, δεν μπορούσες να χωρίσεις. Ήταν σίγουρο ότι, αν χώριζαν με υπαιτιότητα του γαμπρού, οι γονείς και το σόι της νύφης θα τον  σκότωναν.

Δεν μπορούσες να πεις ότι, αυτήν δεν την θέλω και θα χωρίσω.

Αυτό σήμαινε  μεγάλη προσβολή, που ξεπλένονταν με αίμα.

Θυμάμαι ήταν ένα καλό παλικαράκι, της Χατζή Βαρβάρας γιός που είχε ένα παρά πολύ όμορφο άλογο. Δεν ξέρω τι κακό έκανε και τον έκλεισαν για λίγο καιρό στην φυλακή.

Εκεί δεν ξέρω τι έπαθε, αλλά όταν βγήκε, είχε ένα μικρό κουσούρι, στράβωσε λίγο η μέση του. Αυτό είδαν οι γονείς της νύφης και ήθελαν να τους χωρίσουν.

Η νύφη όμως τον αγαπούσε και τον ήθελε.

Ο πατέρας του παιδιού ήταν πολύ πλούσιος και παρακαλούσε να μη χωρίσουν.

….. Εγώ το παιδίμ δεν θα το βάλω στην δουλειά, μόνο θέλω ένα εγγονάκι.

Φώναξαν τον Δεσπότη  και του είπαν ότι ο γαμπρός σακατεύτηκε και δεν μπορούσε να κάνει σπίτι. Ο γαμπρός περίμενε έξω από το σπίτι.

Ο Δεσπότης τον κάλεσε μέσα και του είπε…… παιδί μου δεν σε θέλουν. Υπάρχουν και άλλα κορίτσια να πάρεις.

……Καλά είπε  αυτός στεναχωρημένος.

Πήγε ο πεθερός να φέρει όλα τα δώρα που είχε πάρει η νύφη από τον γαμπρό,  ο οποίος περίμενε στον αυλόγυρο της εκκλησίας.

Μόλις είδε τον πεθερό του, έβγαλε την πιστόλα και ντάγκα-ντούγκα τον σκότωσε. Αργότερα έφυγε στην Κρήτη και αγνοούνταν η τύχη του.

Εγώ ήμουν στρατιώτης όταν, οι γονείς μου  με αρραβώνιασαν με την Τριανταφυλλού την κόρη του Θεόφιλου Καραμπουτσακίδη. Εγώ δεν ήξερα τίποτε, το έμαθα όταν γύρισα στο χωριό.

Καλούτσκια ήτανε και τσακίρα.

Εγώ έκανα πολύ παρέα με τα ξαδέλφια της, τα οποία ήθελαν πολύ να με κάνουν γαμπρό τους. Μια μέρα που ήμασταν παρέα,  και μπεκροπίναμε στο σπίτι μας, εγώ, ο Σοφός Τατιτζικίδης, ο Πέτρος ο Λυγκήρογλου, ο Καμπάκνταντης ο Στρατής, αποφασίσαμε να πάμε στις αρραβωνιαστικές μας. Πρώτα πήγαμε στου ξάδελφου του Βαλσαμίδη Δημήτρη την αρραβωνιαστικιά, στου Αγαλέρ νταή. Ξέβκε η αρραβωνιατικιά του, μας κέρασε καλούδια και φύγαμε.

 Σειρά ήταν στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του Πέτρου του Λυγκηρίδη, της Κεράμικρης. Εκείνη μόλις μας είδε, εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της και δεν την είδαμε καθόλου.

Φωνάζει ο Πέτρος….

…. Πού είναι η αρραβωνιαστικιά μου να μας κεράσει?

Αντί για την νύφη βγήκε  η πεθερά,  και του λέει με αυστηρή φωνή ότι……δεν δικαιούσαι να σας κεράσει.

Ρίχνει ένα μάλωμα ο Πέτρος με την πεθερά του, αλλά δεν κατάφερε τίποτε.

Μετά πήγαμε στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του Δημήτρη του Σοφού. Χτυπάμε την πόρτα και αντί για την νύφη βγαίνει ο κουνιάδος του.

…….Καλά εσείς  σπίτια δεν έχετε και γυρίζετε τα βράδυα?

-----Να μη σε νοιάζει απάντησε ο Σοφός, άνοιξε την πόρτα.

Κατεβαίνει ο κουνιάδος και ρίχνουν ένα μάλωμα, που ξεσήκωσαν την γειτονιά. Μετά πήγαμε στο σπίτι του Καμπάκνταντη  του Στρατή, που ήταν ξάδελφος της γιαγιάς σου. Εκεί μας περιποιήθηκαν, μας κέρασαν γλυκά και τσουρέκια.

Καταχάρηκε ο Στρατής, ενώ οι δυο άλλοι είχαν σκάσει από το κακό τους για την συμπεριφορά των πεθερικών τους.

Αυτά τα χούγια είχαν οι αρραβωνιαστικές μας.

Και εγώ δεν την είδα καθόλου την γιαγιά σου, μάλωνα συνεχώς με τον αδελφό της τον Δημήτρη που δεν με άφηνε να την πλησιάσω.

Τότε που χτυπήσαμε την Άγκυρα, εγώ ήμουν τραυματίας και ήμουν στο σπίτι. Μια παρέα από κορίτσια, μαζί  η γιαγιά σου και η αδελφή μου η Μαρία, είχαν πιεί τσίπουρο και ζαλίστηκαν. Βγήκαν στον μαχαλά τους και τραγουδούσαν…..

……  Εμείς εδώ μεθούμε και τα παιδιά στο Μέτωπο ψοφούνε.

Συνεννοηθήκαμε με τα παλικάρια ότι, αν τις συναντήσουμε να τις χτυπήσουμε, για να βάλνε μιαλό.

Εγώ  έστειλα μήνυμα με τον ξάδελφό της τον Καραβίδα, στην αδελφή μου, την Τριανταφυλλού και του Καραβίδα την αδελφή, που πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου μου του Πουρσουκίδη, να φύγουν διότι θα φάνε ξύλο.

Αυτές όμως με αγνόησαν και δεν έδωσαν σημασία.

Πάω και εγώ στο σπίτι του κουμπάρου μου, και τις βλέπω να κατεβαίνουν από την σκάλα.

….Ακόμη γυργιάζντε να  ε?

….  Μάναμ έκανε η γιαγιά σου, και πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο, την δίνω μια σφαλιάρα.

Δεν είπε τίποτε άλλο. Έκλαψε και έφυγε για το σπίτι.

Την εποχή εκείνη που ήταν ο Ελληνικός στρατός στην Μικρά Ασία, όλα τα κορίτσια κουντούρντιζαν, έπιναν και μεθούσαν. 

 

Γάμος

 

Οι προετοιμασίες του γάμου άρχιζαν από πολύ νωρίς. Ο γαμπρός πήγαινε στην νύφη βαμβάκια και άλλα πράγματα  για να βοηθήσει στην προίκα της.

Η βασική προετοιμασία του γάμου άρχιζε μια βδομάδα πριν. Τότε τα συμπεθέρια πήγαιναν στην Προύσα, και ψώνιζαν πράγματα για τον γάμο,  αλλά και  δώρα για την νύφη.

Την Πέμπτη  μέσα στο πέτρινο ντουμπέκι, έσπαγαν το σιτάρι, το έβραζαν με κρέας και καλούσαν με αυτό στον γάμο όλη την γειτονιά. Αυτό ήταν το περιβόητο κεσκέκι.

Την Παρασκευή  30-40 παλικάρια, καβάλα στα άλογα, πήγαιναν μαζί με τον γαμπρό στα λουτρά της Προύσας.

Εκεί λούζονταν, αγόραζαν  φρούτα και άλλα καλούδια  και επέστρεφαν στο χωριό.

Αργότερα, συνοδεία οργάνων, τα παιχνίδια όπως τα έλεγαν, μοίραζαν τα φρούτα και τα καλούδια  στα παιδιά που τους ακολουθούσαν και κατέληγαν στο σπίτι της νύφης.

Τότε η νύφη τους καλώς όριζε,  και κρεμούσε στα χαλινά των αλόγων από ένα μαντήλι.

Αργότερα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού και γλεντούσαν.

Το Σαββάτο τα κορίτσια έκαναν 40 τσουρέκια, τα έβαζαν στο κεφάλι τους και συνοδεία οργάνων τα πήγαιναν στον φούρνο να ψηθούν. Μέχρι να γίνει αυτό χόρευαν και τραγουδούσαν. Μετά το ψήσιμο, πρώτη η κουμπάρα έβαζε  ένα τσουρέκι στο κεφάλι της  και ακολουθούσαν οι υπόλοιπες κοπέλες, και  όλες μαζί πήγαιναν  στο σπίτι της νύφης.

Το Σαββάτο  γλεντούσαν μέχρι πρωίας. Την Κυριακή πήγαιναν στην εκκλησία, παντρεύονταν και μετά επέστρεφαν στο σπίτι.

Στα παλικάρια του γαμπρού πρόσφεραν   2-3 κότες  και μπόλικο κρασί για το μουχαμπέτ.

Έλεγαν ότι την άλλη μέρα, την Δευτέρα  η πεθερά έβγαζε στο πανάθυρο, το σεντόνι του κρεβατιού για να δείξει με υπερηφάνεια ότι η νύφη της ήταν παρθένα.

Την Δευτέρα το βράδυ τραπέζι έκανε ο κουμπάρος και γλεντούσαν μέχρι το πρωί.

Οκτώ μέρες μετά τον γάμο, η νύφη έκανε σερμπέτ  και πήγαινε στην εκκλησία για να κεράσει τον κόσμο.

Αυτά τα έθιμα είχαμε Γιώργη μου.

 

Σεφέρ Μπεϊλίκι

 

Μέχρι το 1914 οι Έλληνες δεν πήγαιναν φαντάροι, πλήρωναν ένα ποσό στο Τουρκικό κράτος και απαλλάσσονταν. Αργότερα όμως, μετά το Σεφέρ Μπεϊλίκι  που μιλούσε για ισότητα σε όλους, άρχισαν να πηγαίνουν και οι δικοί μας στον στρατό.

Τους πήγαιναν στα βάθη της Ασίας, στα γνωστά Αμελέ Ταμπουρού, όπου δούλευαν κάτω από σκληρές συνθήκες.

Οι περισσότεροι το έσκαγαν και γύριζαν στα χωριά τους, όπου τους περίμεναν οι ζανταρμάδες και τους γύριζαν πίσω.

Ο παππούς μου ο Θόδωρος ήταν παπάς και είχε έναν γιο δάσκαλο, που τον έλεγαν Μιχάλη. Ο Μιχάλης ήταν και κουπάς, με ένα μικροσκόπιο που είχε, διάλεγε τα καλής ποιότητας κουκούλια και τα κρατούσε για σπόρο.

Τον πήραν και αυτόν  φαντάρο, το έσκασε, έγινε κατσάκι και μετά τον ξαναπήραν και τον έστειλαν στο Χαλέπι της Συρίας. Επειδή ήταν μορφωμένος τον έκαναν γραμματέα.

Στο Χαλέπι ο Μιχάλης γνώρισε τον παπά  και περνούσε μαζί του καλά.

Μετά όμως χάθηκαν τα ίχνη του. Ο παπάς μας έστειλε γράμμα και ρωτούσε αν είχε έρθει ο Μιχάλης, αλλά δυστυχώς τα ίχνη του χάθηκαν.

Ο αδελφός μου ο Στρατής πήγε και αυτός φαντάρος, δεν άντεξε και μαζί με άλλους το έσκασαν και γύρισαν στο χωριό.

Οι Τούρκοι πλήρωναν κάποιους δικούς μας  να προδίδουν αυτούς που το έσκαγαν και γύριζαν στα χωριά τους.

Μια μέρα ήρθανε στο σπίτι μας, είδαν τον Στρατή και του είπαν ότι τον ζητούσε ο τσαούσης. Αν ήθελες πήγαινες, αλλά αν δεν πήγαινες, έπαιρναν την μάνα σου και τις αδελφές σου, τις πήγαιναν μπροστά  στα καφενεία  και τις βασάνιζαν με σκληρό τρόπο.

Έτσι αναγκάζονταν το κατσάκι και παραδίδονταν. Παραδόθηκε ο Στρατής και τον πήραν μαζί τους, χωρίς να έχει πάνω του ούτε μια δεκάρα. Έτρεξε η καημένη η μάναμ η Στρατία να βρεί λεφτά, πήγε στην κουνιάδα της την Δούκαινα του Καραγκιαούρη, πήρε τρείς  παγκανότες και μου τις έδωσε να πάω να τις δώσω στον καημένο τον αδελφόμ τον  Στρατή.

Παλικαράκι ήμουν τότε, έτρεξα όσο μπορούσα, και πρόφτασα την ομάδα με τους κατσάκηδες, και έδωσα στον αδελφόμ τον Στρατή τα χρήματα. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Άκουσα ότι αρρώστησε, τον πήγαν σε ένα νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε.

Μια άλλη φορά, ήρθαν στο χωριό μας και επιστράτευσαν πάρα πολλά παιδιά και τα πήραν μαζί τους. Μάθαμε αργότερα ότι προσπάθησαν να το σκάσουν, αλλά τους συνέλαβαν και τους ξαναέστειλαν στα Τάγματα Εργασίαςς.

Από αυτά τα παλικάρια γύρισαν μόνο τρία, της Ευρυδίκης Κακλίδου ο άνδρας ο Θανάσης, ο Καγιάς και ένα άλλο χοντρό παιδί, ο Παναγής. Οι άλλοι χάθηκαν.

Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι άρχισαν να ορμάνε στα Ελληνικά χωριά και να τα λεηλατούν. Τρία χωριά  ξεσηκώθηκαν και ήρθαν στα Κουβούκλια για να σωθούνε.

Ήταν το Αρμουτλί, η Καλόλιμνος και η Μυσόπολη.

Δεν είχαν πάρει μαζί τους τίποτε. Εμείς τους φιλοξενήσαμε, δεν είχαμε όμως και πολλά πράγματα να τους προσφέρουμε διότι εκείνη την χρονιά δεν μπορέσαμε να σπείρουμε και δεν είχαμε σοδειές. Εκείνη την χρονιά πολλοί πέθαναν από την πείνα. Πολλοί από αυτούς, πήγαιναν και έκαναν διάφορα θελήματα για να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί.

Οι μάνες και οι αδελφές μας, για να επιβιώσουμε, πουλούσαν τα προικιά τους, για να εξασφαλίσουν τροφή. Κάποτε στον δρόμο προς την Προύσα, κοντά στο χωριό μας  πέρασαν δύο χωριά που τα ξεσήκωσαν οι Τούρκοι και τα λεηλάτησαν.

Τους είπαμε να έρθουν στο χωριό μας  αλλά αρνήθηκαν.

…..Αχ εσείς τα Κουβουκλιώτκα τα κεφάλια, κάποτε θα σφαχτείτε όλοι σας. Δεν μας άκουσαν, μας έκαναν τη χάρη όμως και μας έδωσαν  τα όπλα τους.

Λίγο πιο κάτω τους περικύκλωσαν οι τσέτες και τους είπαν, ότι τα τούρκικα χρήματα δεν περνάνε στην Ελλάδα  και τους διέταξαν να τους δώσουν ότι πολύτιμο είχαν.

…..Τώρα θα σας κάνουμε έρευνα και αν κρύψατε λεφτά θα σας σκοτώσουμε. Πράγματι έτσι έγινε. Σε 2-3 άτομα βρήκαν κρυμμένα λεφτά, τα πήραν και μετά  τους σκότωσαν.

 Αργότερα οι άλλοι, ότι είχαν και δεν είχαν  τους το παρέδωσαν.

…..Άντε τώρα τραβήξτε στα χωριά σας.

Πήγαν πίσω στα χωριά τους, τα οποία οι Τούρκοι των διπλανών χωριών τα λεηλάτησαν, και δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Σαν να μην έφθανε αυτό, οι Τούρκοι βίαζαν αγόρια και κορίτσια, όπως ήθελαν. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε.

Ακούσαμε ότι ένα ζευγάρι, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, έπεσαν σε ένα πηγάδι και πνίγηκαν.

Όσο τα ακούγαμε εμείς αυτά, γινόμασταν σκυλιά. Ακόμη και οι γυναίκες έπαιρναν τσουγκράνες και κόσες και φιλούσαν σκοπιές.

Ήθελαν οι Τούρκοι να πατήσουν και το δικό μας το χωριό αλλά δεν τους αφήσαμε, διότι το περιφρουρούσαμε σωστά.

Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος συνήθιζαν τα παλικάρια μας να πηγαίνουν στο διπλανό Ελληνικό χωριό το Μπάσκιοϊ  για να κάνουν παλαίστρες.

Γίνονταν μεγάλο πανηγύρι, έρχονταν όλοι οι παπάδες από τα γύρω Ελληνικά χωριά και έκαναν όλοι μαζί την Θεία Λειτουργία και κατόπιν πάλευαν.

Εκείνη την μέρα διάλεξαν οι Τούρκοι να πατήσουν το χωριό μας. Σαν από θαύμα όμως, άνοιξαν οι ουρανοί και για τρείς μέρες έβρεχε καταρρακτωδώς.

Έτσι, τα παλικάρια έμειναν στο χωριό, φοβήθηκαν οι Τούρκοι και δεν  ήρθαν και  γλυτώσαμε.

Μετά λίγο καιρό ήρθαν στο χωριό ζανταρμάδες  και μας είπαν ότι θα φύγουμε στην Ελλάδα.

Οι οπλαρχηγοί μας του απάντησαν ότι αν γίνονταν αυτό ….θα φύγουμε  με τα όπλα μας, δεν θα σας τα παραδώσουμε.

Οι πονηροί Τούρκοι έφυγαν άπρακτοι.

Είχαμε έναν παλικαρά τον Γκυρμάνη ο οποίος όταν φορούσε τα φυσέκια του και την φορεσιά του, πάγωναν όλοι. Μια μέρα είδαμε να έρχεται από μακριά ένα Τουρκικό τάγμα. Τους υποδέχθηκε χωρίς φόβο  ο Γκυρμάνης.

Ο επικεφαλής τους μας καθησύχασε λέγοντας ότι… μέχρι τώρα ζούσαμε καλά και θα ξαναζήσουμε. Θα σας αφήσω και δυο στρατιώτες στα φυλάκια και αν σας επιτίθενται τσέτες, να τους σκοτώνετε.

Ησυχάσαμε για λίγο. Μια βραδιά όμως ήρθε ο Τουρκικός στρατός και μας χτυπούσαν πάτα κιούτα για να παραδώσουνε τα όπλα μας. Γέμισαν 2 κάρα με όπλα, επιστράτευσαν και τα παλικάρια και έφυγαν στην Προύσα.

Άδειασε το χωριό.

Κάποτε οι Τούρκοι έδωσαν διαταγή, όλοι οι Έλληνες να  μαζέψουν σε ένα μέρος τα κάρα  τους. Πήγε και ο πατέρας μου ο Φώτης, και μετά μας έλεγε ότι οι Τούρκοι μάζευαν τους Αρμεναίους για να τους εξοντώσουν.

Βίαζαν τις γυναίκες τους και σκότωναν όποιον αντιστέκονταν.

Πολλοί από αυτούς που κατάφερναν να το σκάσουν, εύρισκαν καταφύγιο στα Ελληνικά χωριά.

Και οι δικοί μας όμως ήταν πολύ σκληροί.

Ένας  παλικαράς Τούρκος είχε βάλει στοίχημα ότι, θα έμπαινε στα Κουβούκλια και θα έκλεβε ένα ζευγάρι ζώα.  Πήγε κρυφά σε μια γκιόλα που είχαμε βουβάλια και προσπάθησε να τα πάρει.

Τον είδαν από το φυλάκιο, τον κυνήγησαν, τον έπιασαν, τον σκότωσαν και τον έκαψαν.

Ο πατέρας του, ήταν ένας ήσυχος και φιλόξενος Τούρκος, διέθετε έναν οντά που φιλοξενούσε τους περαστικούς.

Όταν έμαθε τα νέα έκλαιγε και φώναζε σπαρακτικά.

Κάποιοι τον ρώτησαν….  Που το έστειλες το παιδί σου?

…. Γιάγμα.

….Ε γιάγμα έγινε.

Ήταν ένας χωροφύλακας που τον έλεγαν Μουχαίλο. Τότες εγώ με κάποιους άλλους φίλους μου δουλεύγαμε στα χωράφια.

Ο Μουχαίλος είχε σκοτώσει έναν Τούρκο και τον έβαλε μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου.

Αργότερα ήρθε σε μας και μας είπε να μαζέψουμε πολλά ξύλα για να ψήσουμε καλαμπόκια. Μαζέψαμε πολλά ξύλα και όταν πλησιάσαμε, καταλάβαμε γιατί τα ήθελε.

Έβαλε φωτιά και τον έκαψε. Έκαναν πολλά και οι δικοί μας, του Βαλσαμίδη ο μπαμπάς σκότωσε έναν Τούρκο τον έβαλε πάνω στο κάρο, τον πήγε στα αλώνια και τον έκαψε.

Έξω από το χωριό, δίπλα στον Άη Βαραδάτο ήταν ένας μύλος. Ο μυλωνάς είχε ένα πανέμορφο άλογο, όλοι στο χωριό το ήξεραν. Ένας Τούρκος πήγε κρυφά στον μύλο και έκλεψε το άλογο  μαζί με τα χαλινά του. Αργότερα έκανε την απερισκεψία και θέλησε να περάσει μέσα από το χωριό.

Μόλις έφθασε στην Στέρνα, καμαρωτός-καμαρωτός, τον είδαν τα παλικάρια που κάθονταν στα καφενεία.

…..Ρε παιδιά αυτό δεν είναι το άλογο του μυλωνά?

Έτρεξαν, τον κατέβασαν από το άλογο και τον ξυλοφόρτωσαν. Θα τον σκότωναν αν δεν παρέμβαινε ο Παπα-Γιάννης, που τους είπε να σταματήσουν.

Αργότερα φώναξαν τους ζανταρμάδες και τον παρέδωσαν σε αυτούς.

…..Πολύ τυχερός είσαι που έτυχες σε καλούς ανθρώπους και δεν σε σκότωσαν είπαν οι ζανταρμάδες στον κλέφτη.

Από τότε όταν πήγαιναν δικοί μας στην Προύσα και τον συναντούσαν, τους περιποιούνταν και δεν τους άφηνε να φύγουν ακέραστοι.

Με όλα αυτά τα γεγονότα οι Τούρκοι απόφευγαν να πλησιάσουν στο χωριό μας, το αποκαλούμενο μικρό Γιουνανιστάν, και  έλεγαν μεταξύ τους ….

……Αν είσαι παλικαράς πάνε στα Κουβούκλια.

 

Η επιστράτευσή μου

 

Ήρθε ο καιρός και επιστράτευσαν και μένα. Μας έβαλαν σε ένα στρατόπεδο με συρματοπλέγματα όπου περιμέναμε να μας μεταφέρουν. Όσοι μας έβλεπαν μας παρακινούσαν να το σκάσουμε, για να γλυτώσουμε.

Στο στρατόπεδο ήταν ένας Έλληνας μάγειρας ο Θοδωρής, τον οποίο πλησιάσαμε και του ζητήσαμε να μας βοηθήσει να  δραπετεύσουμε. Αυτός πήγε σε έναν Τουρκοκρητικό αξιωματικό που ήξερε φαρσί τα ελληνικά,  και του  είπε να μας βοηθήσει, με το αζημίωτο βέβαια.

Μαζί μας ήταν και ένας Τούρκος από τα Κοπέλια, ο οποίος ήθελε να έρθει μαζί μας.

……Κομσού, κομσού  όπου θα πάτε εσείς θα έρθω και εγώ.

Κανονίσαμε να πάρει ο αξιωματικός από τον καθέναν μας 10 παγκανότες.

Δέκα, δέκα. Άλλοι είχαν και άλλοι όχι. Βοηθήσαμε ο ένας τον άλλο. Εγώ ευτυχώς είχα λεφτά, διότι η μάνα μου είχε πουλήσει ένα άλογο και πήρε 150 παγκανότες.

…… Ξαπλώστε εδώ που είναι τα κεραμίδια, και το βράδυ που θα είμαι εγώ επιφυλακή  θα σας αφήσω να φύγετε.

Πράγματι, το βράδυ, πήγαμε κοντά στα σύρματα και φύγαμε τρέχοντας για να γλυτώσουμε.

Φθάσαμε σε ένα ποτάμι και σταματήσαμε.

……Άντε τι σταματάτε φώναξε  ένας. Παίρνει φόρα και πέφτει στο ποτάμι, το οποίο ήταν βαθύ και θα πνίγονταν. Ευτυχώς είχε πολλά καλάμια, πιάστηκε από αυτά και την γλύτωσε.

Το ποτάμι το έλεγαν Χαλιφέ ντερέ. Πήγαμε πιο πέρα που ήταν βατό και περάσαμε από την άλλη πλευρά.

Ήμασταν έξω από το Μιχαλίτσι, κοντά στην λίμνη της Απολλωνιάδας, και δίπλα στον Ρυνδάκο ποταμό.

Προχωρήσαμε κάμποσο, μήπως βρούμε κανέναν να μας βοηθήσει. Οι γέφυρες ήταν όλες πιασμένες από Τούρκους. Υπήρχαν πολλές βάρκες αλλά φοβόμασταν μήπως μας δούν.

Κάπου, διέκρινα έναν γέρο Τούρκο που κοιμόταν κοντά στην βάρκα του. Λέω στον Τούρκο που ήταν μαζί μας, να πάει να του πεί να μας περάσει στην άλλη όχθη με την βάρκα του, και θα τον πληρώναμε για τον κόπο του.

 Πράγματι, πριν πάρουν οι άλλοι Τούρκοι χαμπάρι, μας πέρασε στην άλλη μεριά και μας ευχήθηκε καλή επιτυχία, χωρίς να μας πάρει χρήματα. Ποιος ξέρει τι πόνο έκρυβε και αυτός μέσα του!!

Φθάσαμε σε ένα Ελληνικό χωριό και άρχισα να φωνάζω.

……..Θείε, θεία με ακούτε ?

Βγήκε ένας θείος, μας έδωσε ένα   ψωμί, το φάγαμε και πήραμε δρόμο. Άρχιζε να ξημερώνει και κρυβόμασταν για να μην μας δούνε. Όταν σκοτείνιαζε ξεκινούσαμε. Μετά πολλές ώρες φθάσαμε στα Κουβούκλια.

Εδώ είχαμε άλλο πρόβλημα. Ο Τούρκος φοβόταν μην τον σκοτώσουν οι Κουβουκλιώτες και με παρακάλεσε να τον πάω μέχρι το Κουρί που ήταν κοντά στα Κοπέλια.

Πριν αποχαιρετιστούμε  μου είπε ότι ……αν τυχόν  σε βρούν  οι Τούρκοι και σε ρωτήσουν αν έχεις ένα μικρό βαφτιστικό, να τους πείς ναι. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.

Μετά λίγο καιρό, παίρνω  τον Γιάννη, ένα δεκαεπτάχρονο γειτονόπουλο,  του οποίου ο πατέρας είχε πεθάνει και πήγα να τον βρώ στα Κοπέλια.

……  Μουσταφά εδώ και τρείς μήνες πληρώνω τον  τσαούση 5-10 παγκανότες για να μη με συλλάβει, τώρα όμως τελείωσαν τα λεφτά μου και δεν έχω να τον πληρώσω. Θέλω να μου δώσεις δουλειά, να κοίτα σε έφερα και το βαφτιστικόμ, και του έδειξα τον Γιάννη.

Χάρηκε που με είδε ο Μουσταφάς και φώναξε την αδελφή του, της οποίας ο άνδρας σκοτώθηκε στο Τσανάκαλε  και ήταν μοναχιά.

….. Εσύ χρειάζεσαι ένα άτομο να οργώνει, να σπέρνει και να θερίζει τα χωράφια σου. Έχω ένα καλό παιδί που με έφερε εδώ, να τον πάρεις και να του δίνεις 12 παγκανότες.

Τις δέκα να τις δίνει τον τσαούση  να μην τον συλλάβει, και τις δυο να τις κρατήσει αυτός.  Έστρεξε η αφελφή του, με πήρε για 5-6 μήνες στην δούλεψη, την έκανα όλες τις δουλειές και περνούσα καλά.

Με τον καιρό όμως δημιουργήθηκε άλλο πρόβλημα. Η  χήρα Τουρκάλα άρχισε να με πειράζει και να με προκαλεί σεξουαλικά, με παρακινούσε να κοιμηθώ μαζί της.

 Ήμνα παλικαράκι,  πόσο θα άντεχα?

Το είπα σε έναν θείο μου και αυτός να συμβούλεψε να φύγω, πριν βρώ μεγάλο μπελά.

Πράγματι έφυγα, αν και ήθελα να παραμείνω, λόγω της δουλειάς.  Μετά ήρθε ο Ελληνικός στρατός στην Μικρά Ασία και σώθκαμε. Εμάς δεν μας είχαν κάν στους χάρτες τους, παρά μόνο την Κίτα, η οποία ήταν ένα αρχαίο χωριό.

Εμείς εν τω μεταξύ μυαλό δεν βάζαμε. Στις χαρές πίναμε πολύ, μεθούσαμε και κάναμε πολλές φασαρίες. Η θεία σου η Κούλα είχε έναν παππού τον Βαλσάμογλου τον Νικόλα.

Αυτοί οι Βαλσάμογλουδες το έπαιζαν πολλοί νταήδες. Μια μέρα ο Νικόλας κάτι είπε για μένα και με κατηγόρησε.

 Είχε πιεί πολύ και έβγαλε το πιστόλι του και είπε σε όλους μας να βγούμε από το καφενείο. Βγήκαμε χωρίς να πούμε τίποτε. Μια μέρα τον συνάντησα στους μπαχτσέδες μοναχό.

Τον έδωσα ένα μπερντάχ ξύλο και λιγοθύμησε. Έφυγα τρέχοντας και από μακριά τον είδα σαν βρεγμένη γάτα να φεύγει χωρίς να πεί τίποτε.

Κατάφερα και βρήκα δουλειά σε ένα διπλανό χωριό το Μυσή.

    Μυσή

 

Έλεγαν ότι παλαιότερα ήταν Ελληνικό και τούρκεψε.  Ήμασταν 3-4 παιδιά και δουλεύαμε σε έναν  μύλο.

Τις ελεύθερες ώρες μας παίζαμε και παλεύαμε. Έρχονταν πολλά Τουρκάκια, παλεύαμε και πάντα τα έριχνα κάτω. Μια μέρα ήρθε ένας πιο σωματώδης Τούρκος, σωστό γομάρι, και ήθελε να παλαίψει μαζί μου.

……Τι λές Γιώργη, μου είπε το αφεντικό, θα  καταφέρνεις  να τον ρίξεις κάτω.

….Τον ρίχνω αφεντικό αλλά αυτός είναι πιο μεγάλος από μένα και θα με χτυπήσει.

…Αν μπορεί ας το κάνει, μουρμούρισε το αφεντικό.

Παλεύω μαζί του, και τον ρίχνω κάτω και έσπασε τα μούτρα του.

… Παλιο γκιαούρ με έβρισε.

Τότε τον περίλαβε το αφεντικό μου και τον έδιωξε. Μετά με πήρε στο σπίτι του και με γέμισε με ένα σωρό καλούδια.

Μια μέρα ήρθε στο χωριό ένας θείος μου ο Καπάκνταντης ο Παναγιώτης, για να πουλήσει αρπατζούκια (κοκάρια). Πήγα κοντά του και του είπα να τα πάει στον μύλο στο αφεντικό μου και να πεί ότι είναι θείος μου.

Πράγματι, το αφεντικό, πήρε όλα τα αρπατζούκια και τα πούλησε στην γειτονιά, όταν δε έφυγε ο θείος, τον γέμισε με φρούτα και πεσκέσια να τα πάει στην μάνα μου.

Απόρεσε ο Παναγιώτς νταής. ….Τι καλός άνθρωπος Γιώργη μου. Να μη τον αφήσεις ποτέ.

Μια άλλη μέρα ήρθε  του παππού μου του Θωμίδη του αδελφού το παιδί για να πάμε να κυνηγήσουμε αγριογούρουνα.

 Εκεί που κρατούσαμε τα όπλα μας εκπυρσοκρότησε το όπλο μου και πέρασε ξυστά από το κεφάλι του παιδιού του αφεντικού. Γέμισε με αίματα, και για να κλείσω την μικρή πληγή έπλασα ζυμάρι και το έβαλα πάνω της.

Ήρθε το αφεντικό και αντί να με μαλώσει, με ευχαρίστησε για την σωτηρία του γιού του και μας έκανε πλούσιο τραπέζι με  κότες και πίτες. Πολλοί καλοί άνθρωποι.

Με αγαπούσαν και τους αγαπούσα. Όταν έμαθα ότι οι Τούρκοι σκότωσαν έναν ξάδελφο μου στο Κουρί, τους παράτησα και έφυγα χωρίς να πληρωθώ.  Ήρθαν και με βρήκαν στα Κουβούκλια, με πλήρωσαν, και με παρακαλούσαν να γυρίσω πίσω. Δεν πήγα όμως.

Πολύ καλοί άνθρωποι. Εκεί στην γύρω περιοχή απασχολούνταν στην δούλεψη των Τούρκων περίπου 50 Ελληνάκια  σαν βοσκοί. Πολλά από αυτά τα παιδιά, όπως ο Μπογιατζής Παναγιώτης, άλλοι δυο από τους Τσακίρογλουδες, τούρκεψαν και παρέμειναν στην Τουρκία.

 

Στον Ελληνικό στρατό

 

Ήρθε και η σειρά μου να υπηρετήσω τον Ελληνικό στρατό. Ήμουν τσολιάς, και με το τάγμα μου ξεκινήσαμε  πρώτα για το Eσκή Σεχήρ, με κατεύθυνση την Άγκυρα.  Καταλάβαμε πρώτα το Ινέγκιολ και κυνηγούσαμε τους Τουρκαλάδες, που καβάλα στα άλογα, υποχωρούσαν.

Εγώ είχα την ειδικότητα του κυνηγού ανιχνευτή.

…Από εδώ μου είπαν θα προχωρήσεις  και θα περάσουμε από ένα Τούρκικο  χωριό.

Πράγματι το περάσαμε και συναντήσαμε μια γέφυρα, την οποία είχαν ανατινάξει προηγουμένως οι Τούρκοι.  Εγώ προχωρούσα μπροστά και αν έβλεπα κάτι,  τους ειδοποιούσα.

Ξαφνικά βλέπω να ξεπετάγεται από ένα  Τούρκικο νεκροταφείο ένα νεαρό παιδί, και  να φεύγει  τρέχοντας.

….Ντούρ του φωνάζω, αλλά δεν σταμάτησε.

Ήρθε ένας ιππέας, του εξήγησα τι συνέβη και αυτός έτρεξε με το άλογο και το έφθασε.

Μας είπε ότι ο μπαμπάς του ήταν στρατιώτης και  του έφερε πολιτικά ρούχα για να επιστρέψει στο σπίτι.

Τους πήγε εκεί που ήταν κρυμμένος και ανακάλυψαν ότι ήταν και άλλοι 4-5  Τούρκοι στρατιώτες, τους οποίους κατάκοψαν με τα σπαθιά τους. Συνέχιζα να προχωρώ και σε κάθε χωριό έβγαιναν οι Τούρκοι με ένα άσπρο  μαντηλάκι δεμένο  σε ένα ξύλο και μας χαιρετούσαν.

…. Hosgeldiniz.

Πέρασα το χωριό και έφθασα σε ένα ποτάμι, το οποίο ετοιμαζόμουν να το περάσω. Τότε ήρθε ένας αγγελιοφόρος και ένας ιππέας και μου είπε ότι θα με αλλάξει.

Εκεί που πήγε να περάσει το ποτάμι, μπλέχτηκε στα καλάμια με αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτήσει το όπλο και να τον τραυματίσει.

Μετά ήρθαν οι άλλοι και ρωτούσαν τι συνέβη, πήραν τον τραυματία και του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες.

Εν τω μεταξύ τα νέα από το Μέτωπο ήταν άσχημα και αναγκασθήκαμε να υποχωρήσουμε. Έφυγα και εγώ και πήγα πίσω στην οικογένειά μου στα Κουβούκλια. Πήρα την μάνα και τις αδελφές μου και φύγαμε για τα Μουδανιά

 

H Έξοδος από τα Μουδανιά.

 

Ήμασταν στριμωγμένοι στην σκάλα των Μουδανιών, ο ένας πάνω στον άλλο, εγώ, η μάνα μου και οι δυο αδελφές μου Μαρία και Παναγιώτα.

Τα πόδια μου ήταν ξεσκισμένα  και πονούσα φοβερά. Η Τριανταφυλλού με τα πεθερικά μου, τον Θεόφιλο και την Κεράνα Καραμπουτσακίδου, ήταν έξω από την σκάλα και περίμεναν μάταια να μπουν μέσα.

…..Πήγαινε να πάρεις τα πεθερικά σου και την αρραβωνιαστικιά σου και να τους φέρεις κοντά μας, με μάλωσε η Μαρία.

Πράγματι, πήγα και τους πήρα.

Κοντά μας ήταν και αιχμάλωτοι Τούρκοι, που αρνιόντουσαν να μπούν  στο αμπάρι του πλοίου.

  Η θεία μου η Βαρβάρα του Τατιτζικίδη η γυναίκα με φώναξε.

----Γιώργη  έλα πάρε μας και εμάς, αλλιώς εδώ θα μείνουμε. Ήταν η αδελφή της μάνας μου, πήγα και τους πήρα και αυτούς, δεν μπορούσα να τους αφήσω εκεί έξω.

Στα αμπάρια είχε τσουβάλια με κουκούλια, τα οποία πέταξα για να αδειάσει χώρος. Μέχρι να τα αδειάσω, πλάκωσαν οι αιχμάλωτοι, μπήκαν στην μέση και μας χώρισαν.

Η σκάλα είχε κάγκελα, πιάστηκα από αυτά, πέρασα τους αιχμαλώτους και ξαναπήγα κοντά στην οικογένεια.

Με ένα παλικάρι από την Μυσόπολη περιλάβαμε στο ξύλο τους αιχμαλώτους που μας δημιουργούσαν προβλήματα και τους χώσαμε στο αμπάρι. 

Κάθησα κοντά στα πεθερικά και την αρραβωνιαστικιά μου και τότε για πρώτη φορά άκουσα την φωνή της.

Στην Ελλάδα πήγαμε  πρώτα στις Πέτρες του Αμυνταίου, αλλά επειδή είχε κουνούπια, φύγαμε για το Έλεβιτς που ήταν 10 χιλιόμετρα μακρύτερα.  Ο παπούς μου ο Θόδωρος πήγε με την νύφη του την Στρατία και τον εγγονό του Νίκο στην Καρατζόβα, όπου είχε συγγενείς.

Μια μέρα αρρώστησε ο Νίκος και ο παππούς, μέσα στην βροχή, τον πήγε στην Έδεσσα στον γιατρό.

Αρρώστησε και ο παππούς, και όταν κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του, ήρθε στο Έλεβιτς για να δεί την μάνα μου και τις άλλες κόρες του που έμεναν στο Τσόρ, σημερινή Γαλάτεια.

Όλο το βράδυ ο παππούς παραμιλούσε και έλεγε ….

…Άντε Γιώργη μάζεψε το κάρο και πήγαινε πέταξέ με στο Αμύνταιο.

Στο Έλεβιτς, που ήταν τουρκοχώρι δεν υπήρχε εκκλησία και χριστιανικά νεκροταφεία. Έστειλα μήνυμα στις κόρες του στην Γαλάτεια να έρθουν να τον δούν, και ήρθε η Βαρβάρα με τον γιο της τον Θανάση.

Πρίν πεθάνει ο παππούς μου είπε ότι, στο σπίτι του ήταν μια μουριά και από πίσω δυο μεγάλες πορτάρες.

---Εκεί Γιώργη έκρυψα, λίρες. Αν πάς στο χωριό, πήγαινε  να σκάψεις να τις βρείς, είναι μέσα σε ένα κουτί που είχα το  μικροσκόπιο για τα κουκούλια.

Εγώ δεν πήγα, αλλά πήγε η νύφη του η Στρατία. Του παππού το σπίτι ήταν μεγάλο, έψαξαν παντού αλλά δεν βρήκαν τίποτε.

Το βράδυ πέθανε ο παππούς.  Ήταν το έτος 1924. Όταν τον ξημέρωναμε, είδα στο όνειρό μου να βγαίνει από τον τάφο του ένα τεράστιο φώς που με τύφλωσε.

Ήταν Άγιος άνθρωπος ο παππούς μου και πολύ ταλαιπωρημένος από τις πολλές κακουχίες.

Τον πήγαμε πάνω σε ένα κάρο στο Σόροβιτς-Αμύνταιο, και τον θάψαμε πίσω από το Ιερό της εκκλησίας των νεκροταφείων, στον Άη Νικόλα.  Αχ μπρε Γιώργη, αυτή είναι η ιστορία μου, η ιστορία της ζωής και του χωριού μου. Εδώ στο Έλεβιτς, που αργότερα το ονόμασαν Λακκιά, παντρεύτηκα την γιαγιά σου και έκανα έντεκα παιδιά.  Μαλτέζα βελτιωμένη ήταν η γιαγιά σου.

Το ένα το έριξε, τα άλλα ο Παναγιώτης, ο Δημήτρης, η Χριστίνα,, η Μαρία, η Φωτεινή, η Δημητρούλα, ο Βασίλης(τριών μηνών) πέθαναν πολύ γρήγορα και απόμειναν η μάνα σου η Γραμματού, η Γιαννούλα, η Παναγιώτα και το παλικάρι μας ο Στράτος.

 

Αφήγηση Φωτιάδης Γιώργος  Λακκιά Αμυνταίου


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής