breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη

  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Του Γ. Κοτζαερίδη

 Από το Τσόρουμ

Αφήγηση Αφροδίτης Ζελοσομίδου-Ουσουλτζόγλου

Βέροια

 

…Εγώ κύριε Γιώργο γεννήθηκα το 1916 στο Τσόρουμ, το οποίο βρίσκεται 70  χιλιόμετρα μακριά από την Σαμψούντα. Ανήκε εκκλησιαστικά στην Μητρόπολη της Καισάρειας. Οι Έλληνες της πόλης ήρθαν εκεί από την Μουταλάσκη και την Κερμίρα  το 1870-75 και ασχολήθηκαν με το εμπόριο.

Οι γονείς μου ήρθαν στο Τσόρουμ από την Καισάρεια, παντρεύτηκαν  και έκαναν 7 παιδιά. Πέντε κορίτσια και δυο αγόρια. Ο πατέρας μου κατάγονταν από την Κερμίρα που ήταν κοντά στην Καισάρεια, και η μάνα μου από το Σούνκουρλου.

Ο πατέρας μου ήταν κρεατέμπορος,  ενώ ο παππούς μου συνεταιρίζονταν με τρία χωριά της περιοχής. Ήταν ο αντιπρόσωπος του Δεσπότη στην πόλη μας. Έφευγε την άνοιξη και έρχονταν το φθινόπωρο. Κάθε Σεπτέμβριο έρχονταν στο σπίτι μας  τα γεννήματα πάνω σε βοϊδάμαξες,  και μοιράζονταν στους φτωχούς.

Η μητέρα μου  ήταν νοικοκυρά και ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού. Ο πατέρας μου ήταν ο πιο εγγράμματος στο Τσόρουμ. Έπαιρνε κάθε μέρα  την ελληνική εφημερίδα και την μετάφραζε στα τουρκικά.

Κάθε βράδυ έρχονταν στο σπίτι μας οι φίλοι μας και μάθαιναν από αυτόν τα νέα της Ελλάδας.

Όταν ο πατέρας μου κατάλαβε ότι πλησίαζε η καταστροφή, πήρε τον μεγάλο του γιό και την δεύτερη κόρη του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα γίνονταν πιο δύσκολα,  ειδοποίησε την μάνα μου να πεί στον παππού να μαζέψει ότι μπορεί από τα υπάρχοντά μας και μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια να  φύγουν για την Κωνσταντινούπολη.

Ο παππούς ήταν πολύ δισταχτικός και δεν ήθελε.

---Που θα αφήσω το βιός μου παιδί μου, έλεγε. Δεν πάω πουθενά.

Τότε η μάνα μου  του είπε ότι θα έπαιρνε τον μικρότερο αδελφό μου και μια αδελφή  και θα έφευγε για την Πόλη, αλλά θα επέστρεφε σύντομα.

Πράγματι, πρόλαβαν το καράβι που έφευγε από την Σαμψούντα και πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν το τελευταίο καράβι, διότι μετά άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα.

Ήρθε στην πόλη μας ο αιμοσταγής Τοπάλ Οσμάν. Τον έφεραν στο δικό μας το σπίτι που ήταν ένα από τα ομορφότερα της πόλης. Είχε μια πόρτα δίφυλλη  ξύλινη και από πίσω αμπαρώνονταν με δύο σίδερα και όταν την άνοιγες έμπαινες  σε μια πλακόστρωτη αυλή, το χαγιάτι.

Αριστερά ήταν το δωμάτιο των παιδιών και δίπλα το δωμάτιο του παππού, που είχε ένα μεγάλο σεντήρι, πολλά χαλιά και τζάκι. Ο παππούς κάθονταν εκεί  φορώντας την γούνα του  μας έλεγε  παραμύθια και ιστορίες και μας έδινε να τρώμε γλυκά.

Από το δωμάτιό του  ανέβαινε μια σκάλα στον δεύτερο όροφο που είχε ένα εξάγωνο σαλόνι και γύρω-γύρω είχε  τρία δωμάτια. Ένα ήταν το μισαφιρίκι, ο μισαφίρ οντάς, που ήταν για τους ξένους. Αυτό το δωμάτιο είχε γύρω-γύρω πολλά χαλιά, πανέμορφες λάμπες και πολλές πολυθρόνες. Δίπλα ήταν το δωμάτιο του ζεύγους και η τουαλέτα.

Βγαίνοντας από εκεί από το χαγιάτι καταλήγαμε σε ένα αίθριο. Κάτω από το δωμάτιο του παππού μας ήταν στο υπόγειο ένα κελάρι που ήταν η αποθήκη των τροφίμων. Ήταν σκαμμένο για να διατηρούνται τα τρόφιμα. Υπήρχε το αμπάρι για το αλεύρι και δυο κιούπια μέσα στα οποία πολλά τρόφιμα και παστουρμάδες.

Από το ταβάνι κρέμονταν  λουκάνικα. Στο αίθριο υπήρχαν δυο δέντρα και από την απέναντι πλευρά ήταν μια τραπεζαρία με ζωγραφισμένους τοίχους, όπου τρώγαμε. Βγαίνοντας από την τραπεζαρία ανεβαίναμε στον δεύτερο όροφο που φιλοξενούσαμε τους κιζιλμπάσηδες τους  συνεργάτες του παππού.

Στο σπίτι υπήρχε  μια τουλούμπα και δίπλα ένα πατητήρι και τζάκι, που έκαναν πετμέζι. Πιο πέρα ήταν ο αχυρώνας, το κοτέτσι και ο στάβλος. Είχαμε ένα βουβάλι που με το γάλα του έκανε η μάνα μου ξερό καϊμάκι και το έστελνε στην Πόλη.

Σε αυτό το πανέμορφο σπίτι εγκαταστάθηκε ο Τοπάλη Οσμάν. Ευτυχώς όμως υπήρχαν καλοί φίλοι Τούρκοι, οι οποίοι  μας ειδοποίησαν και πήραν την μεγάλη μου αδελφή, που ήταν πολύ όμορφη 15 χρονών, την αδελφή μου 9 χρονών  και εμένα, τριών χρονών  στην πλάτη τους και μας πήγαν σε ένα άλλο σπίτι, για να μην πέσουμε στα χέρια του.

Έτσι περιφερόμασταν από σπίτι σε σπίτι μέχρι να φύγει ο Τοπάλ Οσμάν από την πόλη μας. Τον θυμάμαι πολύ λίγο, θυμάμαι όμως τους τσέτες που ήταν ντυμένοι στα μαύρα σαν διάβολοι. Έδωσε διαταγή να κλειστούν τα γυναικόπαιδα στο σχολείο και στην εκκλησία, ενώ τους άντρες  τους εξόριζαν και τους σκότωναν.

Είχαν σημαδέψει όλα τα Ελληνικά σπίτια και όποια νοικοκυρά δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι της, την έβγαζαν έξω με το ζόρι και την σκότωναν. Θυμάμαι μια γριά γειτόνισσα που δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι της, την έβαλαν μέσα σε ένα τσουβάλι, την πέταξαν σε μια αποθήκη και την σκότωσαν.

Άλλους τους κρεμούσαν από τον λαιμό και άλλους από τα γεννητικά τους όργανα. Παντού κυριαρχούσε η φρίκη και ο φόβος.

Θυμάμαι τα γυναικόπαιδα που τα είχαν κλείσει στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αλλά δεν έμαθα νέα για την τύχη τους. Οι Τούρκοι καταδίκασαν τον πατέρα μου ερήμην εις θάνατο, ενώ τον παππού μου  τον εξόρισαν στην Σεβάστεια, όπου πέθανε σε ηλικία 86 χρονών.

Μείναμε λοιπόν τρία κορίτσια μοναχά. Η εννιάχρονη αδελφή μου ήταν εγκλεισμένη μαζί με τα γυναικόπαιδα. Η πολυπόθητη ώρα να φύγουμε ήρθε μετά τρία χρόνια.

Όταν έφυγε ο Toπάλ Οσμάν επιστρέψαμε στο σπίτι μας που ήταν μισοκατεστραμμένο, σαν αχυρώνας. Δεν υπήρχαν πόρτες, παράθυρα, τζάμια, κρεβάτια, τίποτε.

Τα πάντα ήταν λεηλατημένα. Μείναμε λοιπόν εκεί τρία χρόνια και περιμέναμε μήνυμα από τους γονείς μας.

Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου  έφυγε για την Θεσσαλονίκη και η μάνα μου με τα άλλα μου αδέλφια βρίσκονταν στην πόλη. Ο μπαμπάς μας έστελνε λεφτά για να συντηρηθούμε διότι δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Μετά λοιπόν τρία χρόνια καταφέραμε να πάμε στην Κωνσταντινούπολη.

Η καημένη η μάνα μου, αυτά τα τρία χρόνια  αρρώστησε βαριά από τον καημό της που μας είχε αφήσει μόνες μας αβοήθητες στο Τσόρουμ. Μετά λίγο καιρό φύγαμε για την Θεσσαλονίκη όπου ξαναενώθηκε, έστω και για λίγο, όλη η οικογένεια.

Όταν πέθανε η μαμά, σε ηλικία 38 ετών, ο καημένος ο μπαμπάς έμεινε να φροντίζει μόνος του 7 ορφανά. Αναγκάζονταν να εργάζεται στα παζάρια για να μας ζήσει. Δεν ξαναπαντρεύτηκε αν και ήταν μόνο 45 ετών.

Και τα κατάφερε.  Μας μεγάλωσε, μας μόρφωσε  και μας καλοπάντρεψε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών, όπως και ο πατέρας του.

Κύριε Γιώργο θυμάμαι ακόμη  κάποιες ευτυχισμένες στιγμές όταν η μάνα μου μας έφτιαχνε το  τοπ ατιλντί  μαντί μπαγιλντί, δηλαδή έπεσε η κανονιά και καταβρόχθιζαν το μαντί  που το έτρωγαν πολύ οι Τούρκοι, αμέσως μόλις έληγε το Ραμαζάνι τους, όπως εμείς το Πάσχα την μαγειρίτσα.

Θυμάμαι επίσης την περίφημη σου μπουρέκ την λεγόμενη νερόπιτα που την έκανε πολύ συχνά η μάνα μου. Ζύμωνε αλεύρι με αυγά και αλάτι. Έκανε μικρές μπάλες με τις οποίες άνοιγε φύλλα τα οποία άφηνε στην άκρη.

Είχε μια κατσαρόλα με νερό που κόχλαζε, έριχνε μέσα λίγο αλάτι και κατόπιν έναν ένα τα φύλλα, τα οποία φούσκωναν  και έριχναν το καπάκι.

Κατόπιν τα τοποθετούσε σε μια λεκάνη με κρύο νερό, τα έβγαζε και τα τοποθετούσε πάνω σε μια χασεδένια πετσέτα και τα στέγνωνε.

Βουτύρωνε ένα ταψί,  όπου τοποθετούσε ανά πέντε φύλλα ανάμεσα στα οποία έβαζε τυριά, μαϊντανό και τα έψηνε πάνω στην φωτιά.

Τελειώνοντας κύριε Γιώργο εύχομαι  να μην εκπατρίζεται κανείς από τα μέρη του, και να μας αξιώσει ο θεός να πάρουμε πίσω αυτά τα πανέμορφα  μέρη διότι ο πλούτος που υπήρχε εκεί δεν υπάρχει εδώ.


ΤΣΟΡΟΥΜ
ΤΣΟΡΟΥΜ.ΠΑΛΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΠΙΤΙΑ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής