συνέχεια
Στην διαδρομή, μέχρι να φθάσουμε στην πλατεία, μας σταματούσαν οι συγχωριανοί και γεμάτοι σεβασμό με χαιρετούσαν …
«Ηosgeldiniz efendim. Nasilsiniz! »
Σταματούσαν όλοι, ακόμη και αυτοί που έπαιζαν χαρτιά στα καφενεία. Ο Μουσταφά τους εξηγούσε ποιος ήμουν, ενώ συγχρόνως με ξεναγούσε στα σοκάκια του χωριού…
Μεγάλες στιγμές και μεγαλεία που θα μου μείνουν αξέχαστα!!
«Αυτό ήταν το σπίτι του βουτσά- βαρελά του χωριού, του Στρατή Δεληγιάννη», είπε ο Μουσταφά, «γι’ αυτό έχει και τόσο ωραία ξύλινα σκαλίσματα και απέναντί του ήταν το μπακάλικο του Πέτρου Δεληγιάννη».
Φθάσαμε στην πλατεία της Στέρνας με το ιστορικό πηγάδι που πότιζε όλη τη γειτονιά. Βρίσκεται στη μέση της πλατείας με ένα μεγάλο αρχαίο ελληνικό κιονόκρανο σαν σκέπασμα. Στη θέση του παλιού μεγάλου τσιναριού φύτρωσε ένα άλλο, που σκεπάζει με τη σκιά του όλη την πλατεία. Εδώ μαζεύονταν και τα παιδιά του μαχαλά της Στέρνας και έπαιζαν τα παιχνίδια τους.
Αριστερά βρίσκεται το τζαμί του χωριού το οποίο κτίστηκε το 1935 στα οικόπεδα των οικογενειών των Κωνσταντή, του Παράσχου, του Γιάννη, του Σταυράκη Παπάζογλου, του Χατζήπετρου Παπαδόπουλου και του Θεόφιλου Καραμπουτζακίδη.
Στο σοκάκι που είναι δίπλα στο τζαμί και κατηφορίζει προς την πλατεία της Στέρνας, το χειμώνα με το πολύ χιόνι, τα παιδιά της γειτονιάς έβαζαν τσουβάλια πάνω του και έκαναν τσουλήθρες. Με τη φόρα που είχαν κατέληγαν στο κέντρο της πλατείας δίπλα στο πηγάδι. Αυτό έκανε και η γιαγιά μου η Φωτακίνα και κατέληξε … μέσα στο πηγάδι… Ευτυχώς την είδαν από το διπλανό καφενείο και την έβγαλαν έξω έγκαιρα.
«Το ξύλο που έφαγα από τον μπουμπάμ το Θεόφιλο ακόμη το θυμάμαι», έλεγε χαριτολογώντας.
Στην πλατεία Στέρνας υπήρχαν τα μουτάφικα των Γιώργου και Θανάση Γιοβάντσου, τα κουρεία του Δημήτρη Σκούτζου και Χριστοφή Δεληγιάννη καθώς και το μπακάλικο του Αυγουστή Γιαννακόπουλου. Στην άλλη πλευρά ήταν το κτίριο της κοινότητας και το σπίτι του Μιλτιάδη του Τριχούλη, όπου λίγα χρόνια πριν την καταστροφή, συνέβη ένα έγκλημα που συντάραξε την τοπική κοινωνία.
Στα Κουβούκλια δεν επιτρεπόταν στους αρραβωνιασμένους να συναντώνται μεταξύ τους. Όταν τυχαία συνέβαινε αυτό, απέφευγαν ο ένας τον άλλο. Αν ο γαμπρός ήταν πολύ θερμόαιμος και ήθελε περισσότερα… διακινδύνευε την διάλυση του αρραβώνα. Θερμόαιμος ήταν και ο γαμπρός του μπάρμπα Μιλτιάδη του Τριχούλη και μια μέρα, όταν έλειπαν τα πεθερικά του, μπήκε στο σπίτι για να συναντήσει την καλή του που τον περίμενε με λαχτάρα. Φοβόντουσαν πολύ, αλλά ο έρωτάς τους ήταν μεγάλος. Δυστυχώς όμως για το ερωτευμένο ζευγάρι, τους πήρε χαμπάρι ο γείτονας που ήταν και νονός του κοριτσιού.
Πήρε ένα κοφτερό μαχαίρι και μπήκε στο σπίτι για να σώσει την τιμή του κοριτσιού. Ο γαμπρός πρόλαβε και το έσκασε, η νύφη όμως δέχθηκε την επίθεση με το μαχαίρι από το νονό της για το ρεζιλίκι που τους έκανε βάζοντας στο σπίτι τον αρραβωνιαστικό της. Την έσφαξε σαν τραγί…
Την ιστορία μου την διηγήθηκε με δάκρυα στα μάτια ο μπάρμπα Μιλτιάδης μαζί με την γυναίκα του, τη θειά Ζαφείρα, όταν τους συνάντησα στο Αδελφικό Σερρών.
Κατάκοιτος ήταν, αλλά όταν έμαθε ότι ήρθε ένα Κουβουκλιωτάκι να τον συναντήσει, ξαναζωντάνεψε, σηκώθηκε από το κρεβάτι και μου διηγήθηκε πολλές ιστορίες. Ιστορίες που τις φύλαγε μέσα του πολλά χρόνια, και ήρθε η ώρα να τις εξομολογηθεί.
Αν πρέπει να είμαι περήφανος στη ζωή μου για κάτι, αυτό είναι γιατί αφιέρωσα ένα κομμάτι της ακούγοντας εξομολογήσεις από τα γεροντάκια αυτά, τα οποία μου εμπιστεύονταν τα εσώψυχά τους, και τον πόνο τους για τη μεγάλη Καταστροφή.
Στο μυαλό τους, επανέρχονταν τα ευτυχισμένα παιδικά τους χρόνια, και εκείνη την στιγμή γίνονταν παιδιά.
Τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί μου με πάθος τον Τσακιτζή ή το … μπεγκλεντήμ ντε γκέλμεντην, παλιά τούρκικα παραδοσιακά τραγούδια…
«Ιζμιρίν καβακλαρί, ντοκιουλούρ γιαπρακλαρί
μπιζέ ντεντέρλερ Τσακιτζή, γιαρ φιντάν μπόϊλουμ
γιακαρίζ κονακλαρί.
Σέρβιμ σέντεν ούζουν γιόκ,γιαπραούντα ντούζουν γιόκ
Καμαλούντα ζέμπεκ βουρουλντού γιάρ φιντάν μπόϊλουμ
τσακιτζή για σώζουμ γιόκ».
…..Γιασασίν μπρέ Γιώργο εκατό χρόνια να ζήσεις, τι θυμήθκαμε πάλι οι έρμοι!»
Και αργότερα, πάλι ιστορίες από την Έξοδο, γεμάτες πόνο και δάκρυα. ιστορίες που δε βγαίνουν εύκολα από το νου και δύσκολα ξεπερνιούνται.
Ανεβαίνοντας το σοκάκι του τζαμιού, βγήκαμε σε μια μικρή πλατεία όπου ήταν η ανακαινισμένη βρύση του Αγίου Γεωργίου. Υπάρχει ακόμη η επιγραφή της αλλά δύσκολα μπορεί κανείς να διαβάσει τα γράμματα που είναι σκαλισμένα πάνω της.
«Η ΒΡΥΣΗ ΑΥΤΗ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΚΟΥΒΟΥΚΛΙΑΝΩΝ ΚΤΙΤΟΡΩΝ Τ΄ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΕΙΘΕ ΝΑ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΝΤΑΙ ΠΑΡ΄ΟΛΩΝ ΑΙΩΝΙΑ. ΕΤΟΣ 1896, ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 5.
Στην αρχή, το μπέρδεψα με το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, αλλά αυτό μου είπαν ότι είχε κατεδαφιστεί παλαιότερα. Δίπλα υπήρχε το βαθύ παλιό πηγάδι, το οποίο όμως σκέπασαν με χώματα και ξύλα.
Μέσα σε αυτό το πηγάδι Γιώργη μου, όταν φύγαμε ρίξαμε ότι τιμαφλή, μπακίρια, εικόνες, μεταξωτά, είχαμε με την ελπίδα όταν θα γυρίζαμε πίσω να τα παίρναμε, μου εκμηστηρεύτηκε ο θείος ο Δημήτρης Καραμπουτσακίδης από την Γαλάτεια Πτολεμαίδας. Χάθηκαν όλα!!
Ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο, βρεθήκαμε στη μεγάλη πλατεία του Αγιοπήγαδου. Όπως και στην πλατεία Στέρνας, έτσι και εδώ, υπήρχε ένα κιονόκρανο που φανέρωνε την ύπαρξη του πηγαδιού. Δίπλα στο πηγάδι υπήρχε το μπακάλικο-καφενείο του Θανάση Κούσουντη και το ξυλουργείο των Νικόλα, Γιάννη Λιτρίδη και Χατζήγιωργη Ζαφείρογλου.
Λίγο πιο πάνω από το πηγάδι ήταν το σπίτι του προπάππου μου, του Παπά Θόδωρου. Στις ιστορίες του ο παππούς ο Γιώργης ανέφερε συχνά ότι στην αυλή του σπιτιού του ο Παπά Θόδωρος είχε κρύψει λίρες με σκοπό να τις ξαναπάρει όταν θα γύριζαν πίσω. Έτσι πίστευαν οι περισσότεροι…
Η νύφη του, η θεία Στρατία, ήρθε με το γιο της μετά από πολλά χρόνια στα Κουβούκλια για να βρει τις λίρες αλλά δυστυχώς δε βρήκε τίποτε. Πιο τυχερός στάθηκε ο γείτονας Τούρκος που πήρε το σπίτι του πιο πλούσιου Κουβουκλιώτη, του Χατζηθοδωρή Βαλσαμίδη.
Αυτός είχε κρύψει τις λίρες του στο παχνί και έτσι πολύ εύκολα τις βρήκε ο Τούρκος. Θα ευχήθηκε προφανώς να ζήσει εκατό χρόνια ο Χατζηθοδωρής, που του άφησε αυτό το πεσκέσι και έκτισε εκεί τριώροφη πολυκατοικία, τη στιγμή που οι άλλοι Τούρκοι έμεναν ακόμη στα παλιά Ελληνικά σπίτια. «Μπερεκέτ ολσούν!»
Γύρω στα εκατό μέτρα παρακάτω, στο δρόμο προς την περιοχή Χάνια, υπήρχε κάποτε το σπίτι του παππού μου.
Το κατάλαβα από τις περιγραφές του και από το πηγάδι που ήταν μπροστά από το σπίτι, στο οποίο μια σαλεμένη γειτόνισσα πέταξε και έπνιξε το παιδί της.
Γεμάτος λαχτάρα κατευθύνθηκα προς το πηγάδι. Δυστυχώς όμως στη θέση του σπιτιού, υπήρχαν μόνο ερείπια. Πέρυσι δεν άντεξε και έπεσε μου είπαν. «Τώρα θα χτίσουμε καινούργιο.»
Στεναχωρημένος γι’ αυτήν την εξέλιξη, πήρα το Μουσταφά και πήγαμε στην κεντρική πλατεία της Στέρνας, όπου μας περίμεναν πολλοί κάτοικοι του χωριού.
Καθίσαμε σε ένα μικρό καφενεδάκι. Στους τοίχους υπήρχαν πολλές φωτογραφίες του Ατατούρκ. Γενικά, αυτό που δεν περνά απαρατήρητο, όταν επισκέπτεσαι την Τουρκία, είναι ότι παντού, στους δρόμους, στα κτίρια, στους τοίχους, στις πλατείες, υπάρχουν κάθε είδους και μεγέθους φωτογραφίες, πανό και ανδριάντες του Κεμάλ Ατατούρκ, συνοδευόμενα πάντα από τουρκικές σημαίες.
Αυτό βέβαια σημαίνει σεβασμό και μεγάλη αγάπη στον ιδρυτή του τουρκικού κράτους και τη σημαία του, και τους αξίζει ένα πολύ μεγάλο μπράβο. Για ένα ξένο μάτι όμως, είναι λίγο κουραστικό και μάλιστα για ένα ελληνικό… ίσως και προκλητικό…*