breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

συνέχεια

 

«Ο κύριος Γιώργος είναι Κουβουκλιώτης», τους πρόλαβε ο Μουσταφά, «οι παππούδες του γεννήθηκαν στα Κουβούκλια».

Ένας παππούλης με πλησίασε και μου είπε με δυνατή φωνή.

«Εγώ είμαι ο Κεμάλ Ντεμιρέλ από το  χωριό Πέτριτσκο, δίπλα στο Σόροβιτς- Αμύνταιο και στο Πάτελι, στο βιλαέτι της Φλώρινας. Το χωριό μου ήταν δίπλα σε λίμνη και κάθε μέρα πήγαινα με τον πατέρα μου για ψάρεμα».

Θυμήθηκα το θείο τον Κωστή τον Τολούδη, Απολλωνιαδίτη στην καταγωγή, που είχαν καφενείο στη Λακκιά, ο οποίος μου είχε πει ότι οι σημερινοί κάτοικοι της Απολλωνιάδας κατάγονται από το χωριό Πέτρες του Αμυνταίου, δίπλα στην ομώνυμη λίμνη.

Είχε έρθει πριν χρόνια στην Απολλωνιάδα και οι κάτοικοι του φέρθηκαν πολύ καλά.

Τους προσκάλεσαν στα σπίτια τους, μαζί με την κυρά Φωτεινή τη γυναίκα του, τους πρόσφεραν φαγητό και δώρα για να τους θυμούνται. Είχε δακρύσει όταν μου τα έλεγε ο μπάρμπα Κωστής και ανυπομονούσε να ξαναπάει στην πατρίδα του.

Δεν πρόλαβε όμως διότι αρρώστησε βαριά και πέθανε. Έξυπνος άνθρωπος…όπως και όλοι οι Απολλωνιαδίτες. Μικρός πήγαινα στο σπίτι του και αρμαθιάζαμε καπνά. Μια βελόνα μια δραχμή.

Όταν αρμαθιάζαμε τα καπνά, η γυναίκα του η Κυρά Φωτεινή, μας έλεγε ιστορίες για την Απολλωνιάδα.

 « Ένα από τα καλύτερα έθιμά μας ήταν το Ζιαφέτι. Μαζευόμασταν πολλά κορίτσια σε ένα σπίτι και κάναμε γλυκά. Η καθεμία έφερνε ζάχαρη, βούτυρο, αλεύρι και ότι άλλα υλικά χρειάζονταν.

Φτιάχναμε παραδοσιακά γλυκά, όπως τα μουστοκούληκα, μπουρεκόπιτες (πίτες με ψημένα φύλλα), λαλαγγίτες, ζερτέ (ένα είδος ρυζόγαλου χωρίς γάλα, μόνο με σιτόρυζο με πετμέζι και λίγη κανέλλα).

 Ήμασταν όλες ντυμένες όμορφα και αφού τελειώναμε πια με τα γλυκά, κάποια από εμάς έπαιζε το τουμπεκί, μια στάμνα που στο στόμιό της ήταν τεντωμένο ένα δέρμα ζώου.

Παίζοντάς το κατάλληλα με τα χέρια έβγαζε ήχους και εμείς τραγουδούσαμε και χορεύαμε καρσιλαμά. Τραγουδούσαμε τις ξακουστές βαρκαρόλες και η καθεμία έβγαζε από μέσα της τις επιθυμίες της και τους καημούς της:

 

«Η εγκαταλειφθείσα» (βαρκαρόλα) 

 

Μαραμένα της νιότης μου τ΄άνθη,

πέφτουν όλα χλωμά εις το χώμα

και το γέλιο μου φεύγ΄ απ΄το στόμα,

 κι απ΄τα χείλη μου παύει η πνοή.

Σαν κλωνάρι μυρτιάς μαραμένο,

το κορμί μου χειμώνας το δέρνει

το ποτάμι του χάρου με παίρνει, στα θολά του και μαύρα νερά.

Ά θεέ μου τι άδικο κρίμα, τέτοια νέα να κατεβώ εις το μνήμα

με του γάμου την άσπρη στολή.

Γράψετέ μου στο μνήμα μ΄ επάνω, πως ποτέ μου δεν είδα χαράν

σ΄ αγαπώ σ΄ αγαπώ θα φωνάζω, και στον άδη όταν θα καταβώ.

 

Είπα στον παππού Ντεμιρέλ ότι καταγόμουν από το Έλεβιτς, τη σημερινή Λεβαία, και χάρηκε πολύ.

«Πήγαινα στο Έλεβιτς πολύ συχνά διότι εκεί έμενε η θεία μου η Αϊσέ, η αδελφή του πατέρα μου. Δεν ήταν όμως όμορφο χωριό, είχε πολλές λάσπες και άσχημους δρόμους».

Σε λίγο ήρθε και ο πρόεδρος της κοινότητας. Αφού μας χαιρέτησε και μας κέρασε τσάι, δέχθηκε να μας ξεναγήσει στο όμορφο χωριό του.                                                        

Περάσαμε τη μεγάλη αρχαία πύλη και ανηφορίσαμε στα σοκάκια του χωριού. Οι δρόμοι ήταν καλντερίμια και δυσκόλευαν το περπάτημα. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν διώροφα και τριώροφα παλιά σπίτια, τα οποία παλαιότερα ανήκαν σε Έλληνες.

  Έξω από κάθε σπίτι υπήρχαν δίχτυα και μεγάλα κοφίνια, που φανέρωναν το επάγγελμα του ιδιοκτήτη τους.

 

«Παλιότερα, είπε ο πρόεδρος, η λίμνη είχε και πολλές καραβίδες αλλά έπεσε μία αρρώστια και εξαφανίστηκαν».

Στο πιο ψηλό μέρος του χωριού είναι κτισμένο το παλιό πετρόκτιστο τζαμί που τώρα ήταν σε άσχημη κατάσταση. Για το λόγο αυτό άρχισαν να το ανακαινίζουν αφού πρώτα το έσκαψαν συθέμελα. Σε λίγο κατεβήκαμε στις όχθες της λίμνης, περνώντας από τα γραφικά στενά σοκάκια.

Καθισμένες  μπροστά στην είσοδο των σπιτιών τους οι Τουρκάλες, γριές και νεαρές, με τα τεράστια και άκομψα σαλβάρια τους μας χαιρετούσαν εγκάρδια.

 «Χόσγκεντινίζ, χοσκελντινίζ...»

 Και εγώ, το τιμώμενο πρόσωπο, με ύφος δέκα καρδιναλίων, τους ανταπέδιδα το χαιρετισμό.    «Χόσμπουλντούκ!!!»

Από την άκρη της λίμνης διακρίνει κανείς καλύτερα το τείχος που περικλείει την πόλη. Κατεστραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του, διότι όχι μόνο οι Βυζαντινοί έπαιρναν πέτρες για να χτίσουν τα προστατευτικά φρούριά τους αλλά και οι νέοι άποικοι Τούρκοι έχτιζαν με αυτές τα σπίτια τους.

Από εδώ διακρίνουμε τα νησάκια τα οποία είναι σπαρμένα μέσα στη λίμνη. Η πρόσβαση σε αυτά γίνεται με τις μικρές βάρκες που βρίσκονται στην κυριολεξία παραπεταμένες και αυτές, κοντά στην παραλία.

Κάναμε το γύρω του κάστρου από τη δεξιά πλευρά και φθάσαμε στην αντίθετη πλευρά από το σημείο αφετηρίας μας. Αυτό που μου έκανε άσχημη εντύπωση ήταν ότι στις όχθες της λίμνης ήταν πεταμένα κάθε είδους σκουπίδια τα οποία δημιουργούσαν μια φρικτή αντίθεση στην ομορφιά του ξεχωριστού αυτού χωριού.

Στην αντίπερα όχθη της λίμνης, όπως μπαίνουμε στο χωριό αριστερά, είναι το αραξοβόλι όπου αφήνουν οι ψαράδες τις βάρκες τους. Διέκρινα πως εκείνη τη στιγμή είχαν κατεβάσει την πραμάτεια τους και έκαναν δημοπρασία. Τα ψάρια στη μέση σπαρταρούσαν.

Τεράστιοι γουλιανοί, γριβάδια και τούρνες. Αφού αγόραζαν τα ψάρια οι έμποροι, περιφέρονταν στα γύρω χωριά και τα πουλούσαν.

Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος που έριχνε τις ακτίνες του πάνω στη λίμνη, την έκανε να φαίνεται ακόμη πιο όμορφη.

«Μια και είμαστε εδώ, δεν πηγαίνουμε να δούμε και το Eski Κaraagac, τον Γούλιο», πρότεινε ο Μουσταφά.

«Και δεν πάμε», του απάντησα και ξεκινήσαμε για ένα άλλο παραλίμνιο ελληνικό χωριό, τον Γούλιο, αφού πρώτα αποχαιρετήσαμε τους κατοίκους που συναντήσαμε στην πλατεία. Περάσαμε από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, έκανα το σταυρό μου και βγήκαμε στο δημόσιο δρόμο.

Όταν βρίσκεσαι στην Τουρκία και συναντάς εκκλησίες, ακόμα και αν δεν είσαι ο πλέον θρήσκος χριστιανός, αυθόρμητα σου δημιουργείται η ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου. Και όταν πάλι τύχει και μείνεις μόνος και δε σε βλέπει κανείς, ένα δάκρυ, αντί του κεριού είναι το λιγότερο που μπορείς να αφήσεις εκεί τιμώντας τον Άγιο.

Ένα δάκρυ που μπορεί να σημαίνει σεβασμό αλλά και πίκρα για την κατάντια ενός χριστιανικού μνημείου.

Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα διακρίναμε δυο ταμπέλες οι οποίες μας οδηγούσαν η μια δεξιά και η άλλη αριστερά. Στην πρώτη έγραφε Eski Karaagac και στην άλλη σκέτο Karaagac. Κατάλαβε την απορία μου ο Μουσταφά και μου είπε ότι θα πηγαίναμε στο παραλίμνιο χωριό Eski Karaagac ή Παλιό Καραγάτσι, στο οποίο έμεναν οι Έλληνες πριν το 1922.  

Το παλιό χωριό το εγκατέλειψαν οι κάτοικοί του πριν αρκετά χρόνια και έχτισαν ένα καινούργιο από την άλλη πλευρά του δρόμου. Στο νέο χωριό έδωσαν το ίδιο όνομα, Καραγάτσι, ενώ το παλιό ονομάστηκε Παλιό Καραγάτσι.

Πλησιάζοντας στο χωριό διακρίνει κανείς παντού τεράστιες πινακίδες που είχαν ζωγραφισμένους πελαργούς. Η περιοχή αυτή, είπε ο Μουσταφά, προστατεύεται από τη συνθήκη Ραμσάρ, διότι εδώ καταφεύγουν πολλά πουλιά και κυρίως πελαργοί.

Το καλοκαίρι ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος και σχηματίζουν μια πολύ όμορφη εικόνα καθώς πετούν σχεδόν πάνω από τα κεφάλια μας ψάχνοντας για τροφή στις καλαμιές της λίμνης.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής