breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

συνέχεια

 

Είχε σκοτεινιάσει όταν φύγαμε από το Γούλιο με κατεύθυνση τα Κουβούκλια. Στο δρόμο είχε πολύ κίνηση από αυτοκίνητα που κατευθύνονταν στην Προύσα.

Στο σπίτι του Μουσταφά μας περίμενε η Σαχανιέ χανούμ, η γυναίκα του, η κόρη του η Σεβήλ και ο γιος του ο Οσγκιούρ.

Με υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Ήδη από έξω μοσχομύριζε το φαγητό που μαγείρεψε η Σαχανιέ… παϊδάκια στη σχάρα και πρασόπιτα.

Φάγαμε παραδοσιακά, καθισμένοι κάτω στο σοφρά, και αφού τελειώσαμε, τους μοίρασα τα δώρα τους και τους ευχαρίστησα θερμά για τη φιλοξενία τους.

«Να αισθάνεσαι σαν το σπίτι σου», μου είπε ο Μουσταφά για πολλοστή φορά, αύριο θα πάμε στο Ταχταλή, που απέχει 7 χιλιόμετρα από τα Κουβούκλια».

«Iyi Aksamlar», τους καληνύχτισα και αποκοιμήθηκα.  

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί άκουσα το Μουσταφά να χτυπά την πόρτα μου.

«Άντε Γιώργο σήκω, η Σαχανιέ έχει ετοιμάσει πρωινό… σήμερα πάμε για το Ταχταλή.»

Στο σαλόνι η Σαχανιέ χανούμ έβαλε κάτω το σοφρά και πάνω του ένα σωρό καλούδια, βούτυρα, μαρμελάδες που είχε φτιάξει η ίδια, μέλι, αυγά από τις κοτούλες της, τυριά και πολλά άλλα αγαθά. Για να με ευχαριστήσει μου έκανε και έναν… ελληνικό καφέ, από αυτόν που της είχα φέρει.

Ευγενική γυναίκα η Σαχανιέ και πολύ ήσυχη. Εν αντιθέσει με το Μουσταφά,  ο οποίος έλεγε όλο χωρατά. Νόμιζε πως τον καταλάβαινα, αλλά τις περισσότερες φορές κουνούσα απλά το κεφάλι μου προσποιούμενος ότι κατανοούσα τη σημασία αυτών που μου έλεγε. θα έρθει μαζί μας και ένας

Σήμερα, είπε ο Μουσταφά,  θα έρθει μαζί και ένας δικηγόρος φίλος μου από την Προύσα, ο Μπιλγκίν Αλάμπεης, ο οποίος θέλει πολύ να σε γνωρίσει. Έχει πολλούς γνωστούς στο Ταχταλή και αυτό θα μας βοηθήσει».

Πράγματι μετά από λίγο ήρθε ο Μπιλγκίν, οι γονείς του οποίου ήταν πρόσφυγες από τη Θεσσαλονίκη και από τον Εξαπλάτανο Αριδαίας. Πολυλογάς και αυτός σαν το Μουσταφά, δε σταμάτησε καθόλου να μιλάει.

     «Εσείς τι έχετε εδώ στα Κουβούκλια», είπε θέλοντας να με πειράξει, «Τίποτε. Βγάλατε κανέναν σπουδαίο άνθρωπο; Όχι. Εμείς όμως στον Εξαπλάτανο βγάλαμε το σπουδαίο συγγραφέα Μενέλαο Λουντέμη. Μου το είπαν όταν επισκέφθηκα το χωριό πριν πολλά χρόνια.

      Με πήγαν και στο σπίτι του, τρομάρα τους…», και συνέχισε επιπλήττοντάς με. Και εσείς οι Γιουνάνηδες είστε το ίδιο τσαπατσούληδες και αχαΐρευτοι με εμάς. Είναι δυνατόν το σπίτι του Λουντέμη να είναι ερείπιο και έτοιμο να πέσει; Έτσι τιμάτε  τους ανθρώπους που έχουν προσφέρει στην πατρίδα σας;»

Δεν απάντησα, έκανα ότι δεν κατάλαβα τι είπε. Ντράπηκα όμως διότι ένας Τούρκος θεωρεί δικό του άνθρωπο το Μενέλαο Λουντέμη, επειδή κατάγονται από το ίδιο χωριό, και μας κατηγορεί διότι αφήσαμε το σπίτι του να γκρεμιστεί. 

Αυτή είναι η απόλυτη κατάντια μας σκέφτηκα...Όποιος έχει πάει στον Εξαπλάτανο μπορεί να διαπιστώσει πως πράγματι το σπίτι του Λουντέμη, του αγαπημένου συγγραφέα των νεανικών μας χρόνων, είναι έτοιμο να πέσει. Πόσο άδικο…

Ο τόπος τον οποίο θα επισκεπτόμασταν δεν απέχει πολύ από τα Κουβούκλια. Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο για την Προύσα και μετά λίγα χιλιόμετρα στρίψαμε δεξιά με κατεύθυνση το Ταχταλή.

 

 Στο χωριό της θείας Γραμμάτας, το Ταχταλή.

 

Αφού περάσαμε ορισμένα Τουρκοχώρια, φθάσαμε πολύ σύντομα στον προορισμό μας και οδηγηθήκαμε στην πλατεία του χωριού όπου υπήρχαν μικρά μαγαζάκια και καφενεία.

Στη μέση της πλατείας υπήρχε ένα τεράστιο πλατάνι κάτω από το οποίο ο καφετζής είχε τοποθετήσει τραπέζια για τους πελάτες του. Ήταν γεμάτο το καφενείο όταν πλησιάσαμε και πολλοί σηκώθηκαν για να χαιρετήσουν το Μουσταφά και τον Μπιλγκίν, τους οποίους προφανώς γνώριζαν.

Τους εξήγησαν ότι είμαι Έλληνας, γεγονός που τους κέντρισε την περιέργεια και τους ρωτούσαν για ποιο λόγο βρισκόμουν εκεί.

Με τα λίγα Τουρκικά μου κατάλαβα ότι με έβλεπαν με κάποια δυσπιστία, αφού στις μεταξύ τους συνομιλίες άκουγα συχνά την λέξη γκιαούρης, δηλαδή άπιστος.

«Ήρθε εδώ να ψάξει να βρει λίρες», πέταξε την εξυπνάδα του κάποιος από την άλλη πλευρά του καφενείου και όλοι χαχάνισαν.

«Να μας πει που είναι και αν τις βρούμε να τις μοιραστούμε».

Ο Μουσταφά και ο Μπιλγκίν τους εξήγησαν ότι ήρθα να δω τα χωριά των προγόνων μου και το Ταχταλή ήταν ο τόπος καταγωγής πολλών κατοίκων του χωριού μου.

Η γειτόνισσά μου, η θεία η Γραμμάτα, η οποία εγκατέλειψε το Ταχταλή σε ηλικία 12 ετών, καθώς έφευγα από τη Λακκιά μου είπε να προσέχω πολύ διότι οι Τούρκοι Ταχταλιώτες δεν τους είχαν φερθεί πολύ καλά. 

Από αυτήν πήρα πολλές πληροφορίες για το Ταχταλή, που το όνομά του σήμαινε την έδρα ενός μεγάλου αξιωματούχου.   

«Το χωριό πριν την αποχώρηση είχε 250 οικογένειες, εκ των οποίων οι 100 ήταν τουρκικές. Μιλούσαμε την τουρκική γλώσσα. Την ελληνική σπάνια τη χρησιμοποιούσαμε, αν και στο σχολείο τη διδασκόμασταν.

Την Θεία Λειτουργία στην εκκλησία δεν την καταλαβαίναμε και αναγκαζόταν ο παπάς να μας εξηγεί το Ιερό Ευαγγέλιο στα τουρκικά».

Πράγματι, οι Ταχταλιώτες στο χωριό μου σπάνια μιλούσαν ελληνικά και όταν το έκαναν τους κοροϊδεύαμε διότι είχαν μια περίεργη τούρκικη προφορά.     «Στο χωριό μας και κυρίως στην περιοχή Καμπά Γερλέρ», συνέχισε η θεία Γραμμάτα, «υπήρχαν παντού διάσπαρτες μαρμάρινες πλάκες και πήλινα κιούπια.

Οι Τούρκοι χωριανοί δε δούλευαν πολύ, αλλά όλη τη μέρα έψαχναν για λίρες και χρυσά αρχαία νομίσματα. Πολλοί από αυτούς βρήκαν κάποια τα οποία πούλησαν και έγιναν πλούσιοι. Έκτοτε άφησαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στην Προύσα».   

              Στις άκρες των δρόμων συναντήσαμε αρκετές Τουρκάλες, οι οποίες όμως δε μας χαιρέτησαν, αντιθέτως προσπάθησαν να μας αποφύγουν. Φθάσαμε στο τούνελ που μου είχε αναφέρει η θεία Γραμμάτα. Εξωτερικά ήταν σε καλή κατάσταση αλλά εσωτερικά ήταν γεμάτο με πέτρες και ξύλα. θυμήθηκα τότε τα λόγια της…

     «Στο Ταχταλή είχαμε πολλά νερά, επειδή το χειμώνα έπεφτε πολύ χιόνι, και γι’ αυτό το λόγο υπήρχαν εννέα νερόμυλοι.

      Τα χωράφια ήταν πολύ εύφορα, και στους κήπους μας υπήρχε αφθονία ζαρζαβατικών.

       Στον κάμπο καλλιεργούσαμε σιτηρά και ροδάκινα, ενώ στην άλλη πλευρά που υπήρχαν λόφοι είχαμε αμπέλια και βγάζαμε πολύ καλό κρασί. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με τη σηροτροφία και την καλλιέργεια μουριών για τη διατροφή των μεταξοσκωλήκων.

      Στα τέλη Απριλίου, έπαιρνε η μάνα μου το σπόρο των κουκουλιών και τον πήγαινε στην εκκλησία, όπου έμενε σαράντα μέρες. Μετά τον ευλογούσε ο παπάς και τον παίρναμε πίσω στο σπίτι.

      Αν δεν έπαιρνε την ευλογία του Αγίου, προκοπή δε θα είχαμε.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Θόδωρο τον Τήρωνα. Στο κέντρο της ήταν ζωγραφισμένος ο Παντοκράτορας, έργο σπουδαίου ζωγράφου.

Όλο το χρόνο περιμέναμε τη μέρα του Αγίου για να γιορτάσουμε το πολύ όμορφο πανηγύρι μας.

Τα παλικάρια του χωριού έπιναν πολύ κρασί με αποτέλεσμα να μαλώνουν με τους Τούρκους για ασήμαντες διαφορές. Έτσι χαλούσε το πανηγύρι συχνά, διότι δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φιλονικίες αυτές οδηγούσαν σε μαχαιρώματα και φόνους.

Θυμάμαι τη γειτόνισσα μας, τη θειά Μαλαματού που έχασε το παλικάρι της, και συνέχεια τραγουδούσε στα τούρκικα αυτό το τραγουδάκι ….

«Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό,   Το αίμα σου έτρεχε νερό.

 Αχ, Θόδωρέ μου,   οι τελευταίες σου κουβέντες ήταν αυτές».

 

Κοντά στον περίβολο της εκκλησίας ήταν το δημοτικό σχολείο. Οι περισσότεροι το βλέπαμε από μακριά, διότι οι γονείς μας δε μας έστελναν σχολείο, για να τους βοηθάμε στις δουλειές του σπιτιού. Τα κορίτσια πολλές φορές τη γλιτώναμε και μέναμε στο σπίτι κάνοντας σπιτικές δουλειές που ήταν πιο εύκολες. Στα χωράφια πήγαιναν πιο πολύ τα αγόρια.

Το αποτέλεσμα ήταν να μένουμε αγράμματες και τώρα δεν ξέρουμε ούτε το όνομά μας να γράψουμε. Και το παράδοξο είναι ότι κάθε οικογένεια, είχε ένα κορίτσι το οποίο το ονόμαζε Γραμματική ή Γραμμάτα ή Γραμματού…

Στο Ταχταλή είχαμε και το Αγίασμα του Αγίου Ιωάννη. Μια φορά που αρρώστησα, με πήγε εκεί η μάνα μου και με έπλυνε. Μετά έκοψε μια κλωστή από τα ρούχα μου και την τοποθέτησε στα κλαδιά του γειτονικού θάμνου.

Με αυτόν τον τρόπο, έλεγε, μεταφέρθηκε η αρρώστιά μου στο θάμνο και έγινα καλά.  Ήταν πλούσιο το χωριό, καθώς είχε τέσσερα μπακάλικα, τέσσερα καφενεία και παλαιότερα ένα χαμάμ, το οποίο στα νεώτερα χρόνια το εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι. Δίπλα στα σπίτια μας υπήρχαν τα υπολείμματα ενός τείχους και η είσοδος του περιβόητου τούνελ, το οποίο συνέδεε το Ταχταλή με το γειτονικό χωριό Κίτα».

Η Κίτα ή Κατοικία ή Κοίτεια ή Σμυράλεια, ήταν ένα διπλανό χωριό το οποίο εξισλαμίστηκε τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Τούρκων στην περιοχή, και οι περισσότεροι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν στα γύρω μεγάλα, όπως τα Κουβούκλια, ελληνικά χωριά.

Ένας φίλος μου Τούρκος ιστορικός μού είπε ότι, το όνομα Κίτα  το εδωσαν Μανιάτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν το χωριό τους στην Μάνη, που και σήμερα λέγεται Κίτα, κατά την διάρκεια της κατάληψης της Πελοποννήσου από τους Ρωμαίους, και ήρθαν στην Μικρά Ασία αναζητώντας καλύτερη τύχη.

Ακόμη και σήμερα διακρίνει κανείς υπολείμματα του σπουδαίου τείχους της, οι πέτρες του οποίου χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σπιτιών των κατοίκων του χωριού. Ήταν γνωστή από την εποχή του Στράβωνα, ο οποίος αναφέρει……

«Νικαίας ποιούμενος τον λόγον και Ασκανίας λίμνης προστίθησιν, ότι και πολίχνιον Μυθόπολις και Καισάρεια και ετέρα Σμυράλεια μετονομασθείσα έπειτα Κοίτεια».

Ο παππούς Φωτάκης  όταν κάποτε μιλούσαμε για την Κίτα, μου είπε ότι  οι παππούδες του έμεναν σε αυτό το χωριό και το εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν στα Κουβούκλια, διότι δεν αισθάνονταν πολύ άνετα εκεί επειδή είχαν έλθει πολλοί Τούρκοι από τα βάθη της Ασίας.


Η είσοδος του Τούνελ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής