breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

συνέχεια

 

Στο Ντάνσαρι

 

Από το Ντάνσαρι καταγόταν ο παππούς Μιχάλης από το χωριό Σιδηροχώρι της Κομοτηνής. Είχα επισκεφθεί το Σιδηροχώρι, όταν προσκεκλημένος του δημάρχου, είχα κάνει μια έκθεση με τίτλο «Η ιερά καθ’ ημάς Ανατολή».

«Όμορφο το χωριό μας Γιώργη. Ανήκε στο νομό Προύσας. Παλαιότερα πρέπει να το κατοικούσαν Τούρκοι, διότι όταν ήμουν πολύ μικρός θυμάμαι ότι υπήρχαν ένα τζαμί και ένα χαμάμ, τα οποία με την πάροδο του χρόνου γκρεμίστηκαν.

Γύρω στις 250 ελληνικές οικογένειες έμεναν εκεί, με κύρια απασχόληση τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη σηροτροφία.

Μιλούσαμε την τουρκική γλώσσα. Την ελληνική, την οποία διδασκόμασταν στο σχολείο, σπάνια τη χρησιμοποιούσαμε.

Όταν κάποτε ρώτησα τη γιαγιά μου γιατί μιλάμε τουρκικά, μου ανέφερε ότι παλαιότερα υπήρχαν αρκετοί Τούρκοι στο χωριό που είχαν έρθει από τη Μακεδονία. Με αυτούς μιλούσαν  μόνο τουρκικά και έτσι σταδιακά εγκατέλειψαν την χρήση της ελληνικής γλώσσας.

Ήταν φτωχό το χωριό μας», συνέχισε ο κυρ Μιχάλης, «και στις συναλλαγές μας με τους Τούρκους των γύρω χωριών, δίναμε τα προϊόντα μας με αντάλλαγμα κάρα, αλέτρια και ντουκάνια, τα οποία χρησιμοποιούσαμε στις γεωργικές μας ασχολίες.

Ο πατέρας μου ήταν αγροφύλακας στο χωριό. Τον είχε διορίσει, λέει, ο θείος του που ήταν μουχτάρης, αφού είχε πληρώσει στο ταμείο της Προύσας σαν εγγύηση 50 λίρες.

Έφευγε το πρωί και γύριζε, ψόφιος από την κούραση, το βράδυ. Πολύ δύσκολη η δουλειά του. Αν συνέβαινε κάποια κλοπή, και η εκτιμητική επιτροπή τον θεωρούσε υπεύθυνο, ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει αυτός τη ζημιά από την εγγύηση που είχε πληρώσει ο πρόεδρος στο ταμείο της Προύσας.

Πολλές φορές επέστρεφε στο σπίτι οργισμένος, βρίζοντας και απειλώντας θεούς και δαίμονες. Εμείς κουρνιάζαμε αμίλητοι δίπλα στη μάνα μας, για να αποφύγουμε κάποια τιμωρία.

Η εκκλησία μας βρισκόταν στην άκρη του χωριού και ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Θεοδώρους. Από αυτήν πήρε και το ελληνικό όνομά του το χωριό. Επίσης, δεν ξέρω για ποιόν λόγο, το χωριό  είχε και άλλο ένα όνομα το οποίο χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι Τούρκοι, το Ιρφάνιε.

Κατά τη διάρκεια της εορτής της εκκλησίας μας, στο μεγάλο πανηγύρι διοργανώνονταν αγώνες πάλης, οι γνωστές παλίστρες με την συμμετοχή Ελλήνων και Τούρκων παλικαριών.

Αν νικούσαν οι Έλληνες ξεφαντώναμε ως το πρωί. Πιστεύαμε ότι με τη βοήθεια των Αγίων μας κατατροπώναμε τους Τούρκους και οι νικητές για μεγάλο διάστημα φάνταζαν σαν εθνικοί ήρωες.

Αν πάλι έχαναν, τότε το αποδίδαμε στην κακοτυχία του ηττημένου, στον οποίο για επίσης αρκετό καιρό δε μιλούσαμε και τον είχαμε στο περιθώριο επειδή μας ντρόπιασε.

Στο χωριό μας, συνέχισε απτόητος ο Κυρ Μιχάλης, είχαμε και δυο Αγιάσματα, της Αγίας Παρασκευής, προστάτιδας των ματιών, και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

Στις 24 Ιουνίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου Ιωάννη, τριγυρίζαμε στα σοκάκια του χωριού και ανάβαμε μεγάλες φωτιές, χορεύοντας και τραγουδώντας.

Το βράδυ έρχονταν οι θεριστές και διασταύρωναν τα δρεπάνια τους πάνω στη φωτιά, για να περάσουμε από μέσα. Από γενιά σε γενιά μεταφερόταν αυτό το έθιμο και είχε σκοπό να προφυλάξει τα παιδιά από τις θέρμες. Στο κέντρο του χωριού μας υπήρχε ένα μεγάλο καφενείο το οποίο διέθετε και πανδοχείο για τη φιλοξενία των επισκεπτών, που ως επί το πλείστον ήταν Τούρκοι αξιωματούχοι. Πολύ όμορφο και επιβλητικό ήταν το διώροφο σχολείο μας, δίπλα στην εκκλησία. Είχε αρκετούς μαθητές οι οποίοι πήγαιναν 2-3 χρόνια και ύστερα το εγκατέλειπαν για να βοηθούν τους γονείς τους με τις εργασίες του σπιτιού. Μέσα στο χωριό υπήρχε ο Αναστασού τσεσμές.

Πήρε το όνομά του από μια νέα του χωριού, την Αναστασού, η οποία είχε βρει στην περιοχή αυτή μία αρχαία μαρμάρινη ελληνική επιγραφή και την παρέδωσε στο μουχτάρη.

Δε θυμάμαι τι έγραφε, αλλά ήταν φαίνεται σημαντική, διότι ήρθαν αμέσως από την αρχαιολογία της Προύσας και την πήραν μαζί τους. Εμείς ονομάσαμε τον τσεσμέ «της Αναστασούς» για να τιμήσουμε την κοπέλα που βρήκε το σημαντικό αυτό εύρημα.

 Στην περιοχή του τσεσμέ ερχόμασταν συχνά για να παίξουμε, όπως και στην τοποθεσία Κιλισέ Αλτί, που ήταν πιο κάτω από την εκκλησία. Εκεί έβγαζαν ένα είδος μαλακής πέτρας με την οποία οι πατεράδες μας έφτιαχναν σταυρούς για τους τάφους.

Όταν εγκαταλείψαμε το χωριό εγώ ήμουν 4-5 ετών. Έπρεπε να φύγουμε γρήγορα για τα Μουδανιά διότι πλησίαζε ο στρατός του Κεμάλ. Πήραμε ό, τι μπορούσαμε να μεταφέρουμε με το κάρο και από τα Μουδανιά επιβιβαστήκαμε στο παπόρι που μας έβγαλε στη Ραιδεστό. Από εκεί φθάσαμε στην Ελλάδα και διασκορπιστήκαμε στους νομούς Ροδόπης, Ξάνθης και Κοζάνης».

Το σημερινό Ντάνσαρι είναι ένα μικρό χωριό και αποτελεί θα έλεγα ένα συνοικισμό των Κουβουκλίων. Υπάρχουν αρκετά όμορφα ελληνικά σπίτια που αντέχουν ακόμη στο πέρασμα του χρόνου. Δυστυχώς όμως, το πανέμορφο σχολείο γκρεμίστηκε πριν λίγα χρόνια και το μόνο που μπορεί ακόμη κανείς να διακρίνει, είναι ελάχιστα χαλάσματα.

Οι κάτοικοί του, οι περισσότεροι πρόσφυγες από διάφορους νομούς της Μακεδονίας, φιλόξενοι όπως όλοι οι Τούρκοι, μας προσκάλεσαν στο καφενείο για να μας κεράσουν.  

Αποχωρήσαμε σχετικά γρήγορα από το Ντάνσαρι με κατεύθυνση το Αϊνασί, ένα άλλο πρώην ελληνικό χωριό, το οποίο ανήκε και αυτό στα 24 χωριά της Εκκλησιαστικής Περιφέρειας Απολλωνιάδας.

Στο Αϊνασή και στον πανέμορφο Αϊ Γιώργη του.

 

 Το Αϊνασί ή Ozluce με τη σημερινή του ονομασία, δεν απέχει πολύ από τα Κουβούκλια, ενώ ο πληθυσμός του φτάνει μόλις τους 300 περίπου κατοίκους.

 Είναι ο τόπος καταγωγής του σημερινού δημάρχου Νιλουφέρ Προύσας, του Mustafa Bozbey, του οποίου οι γονείς ήταν πρόσφυγες από τα χωριά Κρυονέρι και Όσσα του Λαγκαδά, και εγκαταστάθηκαν στο Αϊνασί με την ανταλλαγή του 1924. Πλησιάζοντας στο χωριό, διακρίνουμε το μιναρέ της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, την οποία ανακαίνισε ο δήμαρχος και την έκανε πολιτιστικό κέντρο.

Στην πλατεία μας υποδέχθηκε ο μουχτάρης, ο οποίος γνώριζε το Μουσταφά. Τους ένωναν, βλέπεις, οι κοινοί πολιτικοί αγώνες τους για το κόμμα που υποστηρίζουν, αυτό του Μπαϊκάλ.

Στο Αϊνασί πριν την ανταλλαγή κατοικούσαν 130 ελληνικές οικογένειες. Καλλιεργούσαν δημητριακά, καπνά, οπωροκηπευτικά και πολλοί ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη σηροτροφία. Οι σχέσεις των κατοίκων με τα γύρω τουρκικά και ελληνικά χωριά ήταν πολύ καλές.

Τους βοηθούσε άλλωστε και το γεγονός ότι μιλούσαν καλά την τουρκική γλώσσα. Η ειρηνική αυτή συμβίωση διεκόπη το 1914, όταν ήρθαν οι Τσέτες από τα βάθη της Τουρκίας και το λεηλάτησαν.

Οι λιγοστοί κάτοικοι μη μπορώντας να αντισταθούν, το εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα Κουβούκλια για να σωθούν. Όταν επέστρεψαν, αντίκρισαν ένα  χωριό λεηλατημένο και βοηθώντας ο ένας τον άλλο, το επανέφεραν στην αρχική του κατάσταση. Στην πλατεία του χωριού είχαν κτίσει το 1912 την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είχε στην κατοχή της αρκετά κτήματα, από τα οποία εξασφάλιζε τους πόρους της και βοηθούσε τους άπορους κατοίκους. 

Δίπλα της υπήρχε το μονώροφο δημοτικό σχολείο με τους λιγοστούς μαθητές του, και παραδίπλα ένα μικρό καφενείο για τους κατοίκους του χωριού. Οι κάτοικοι του Αϊνασί, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στις Σέρρες και δημιούργησαν έναν συνοικισμό που τον ονόμασαν «Ομόνοια». Ακόμη και οι σημερινές γενιές αναστενάζουν στο άκουσμα του ονόματος του παλιού χωριού τους.   Θυμάμαι, όταν είχα αναφέρει στις Αϊνασιώτισσες κυράδες, Χαρίκλεια και Γιαννούλα, ότι ο Αϊ Γιώργης έχει ανακαινιστεί, ξέσπασαν σε κλάματα.

Θεωρούσαν πως ακόμα ήταν τζαμί. Σε μία εβδομάδα συγκέντρωσαν 35 άτομα και πραγματοποίησαν μία εκδρομή με προορισμό το παλιό χωριό, για να προσκυνήσουν τον Αϊ Γιώργη.

«Μεγάλη η Χάρη του», μου είπε κλαίγοντας η κυρά Χαρίκλεια, «το έκανε πάλι το θαύμα του».

Γυρίσαμε τα σοκάκια μαζί με το μουχτάρη, δυο τρεις άλλους Αϊνασιώτες και τον Μουσταφά, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός και τον χαιρετούσαν όλοι. Ο Σεφέρ κάθισε στο καφενείο και έπινε το τσάι του. Τα υπερβολικά κιλά του δεν του επέτρεπαν πολλές μετακινήσεις. Άλλωστε δεν τον ενδιέφεραν και πολύ τα πολιτιστικά δρώμενα, προτιμούσε το ραχάτι του.

 Φτωχό και μικρό χωριό το Αινασί, διαθέτει ακόμη αρκετά ελληνικά σπίτια, τα οποία είχαν επισκευάσει και τα κατοικούσαν.

«Το χωριό μας», πήρε το λόγο ο μουχτάρης, «άρχισε σιγά- σιγά να αναπτύσσεται από τότε που κτίστηκε το Πανεπιστήμιο Uludag της Προύσας.

Πολλοί κάτοικοι εργάζονται στο Πανεπιστήμιο, ενώ άλλοι στο εργοστάσιο της αυτοκινητοβιομηχανίας Ρενώ που βρίσκεται κοντά στο χωριό».

Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει ο Άγιος Γεώργιος. Οι Τούρκοι πέταξαν τα τσιμέντα που είχαν στους τοίχους και φάνηκαν τα τούβλα που τονίζουν την ομορφιά της εκκλησίας. Στο εσωτερικό οι τοίχοι είναι σοβαντισμένοι με ασβέστη, ο γυναικωνίτης επιδιορθώθηκε και στο κέντρο κρέμονται οι πολυέλαιοι.

«Ένας παπάς μας λείπει τώρα Γιώργο Μπέη», είπε περιπαικτικά ο μουχτάρης και όλοι γέλασαν.

Με τη σειρά μου προσπάθησα να ανταποδώσω το πείραγμα, γνωρίζοντας ότι οι κάτοικοι του Αϊνασί κατάγονται οι περισσότεροι από την Όσσα και το Κρυονέρι του Λαγκαδά, χωριά των οποίων οι Έλληνες κάτοικοι είχαν εξισλαμιστεί βιαίως την περίοδο σας Τουρκοκρατίας.

«Και οι παππούδες σας Έλληνες ήταν, οι οποίοι πριν πολλά χρόνια είχαν αλλαξοπιστήσει».

Δε φάνηκε να αιφνιδιάζονται, αλλά αντιμετώπισαν το πείραγμα με αδιαφορία. «Αυτά τώρα πέρασαν», ήταν η απάντησή τους.

Επιστρέψαμε στο καφενείο, όπου ο Σεφέρ είχε βαρεθεί να μας περιμένει.

 «Φτάνει πια… αρκετά ντουβάρια φωτογράφισες σήμερα, άσε τα υπόλοιπα για τις άλλες μέρες».

Τη στιγμή εκείνη έφτασε ένα αυτοκίνητο που πουλούσε παπούτσια. Όμορφα παπούτσια και πολύ φθηνά. Διάλεξα ένα ζευγάρι αλλά δίσταζα να τα αγοράσω διότι αμφέβαλλα για την ποιότητά τους.

Εν τω μεταξύ, την παρέα μας μεγάλωσε η παρουσία ενός άλλου ευτραφούς κύριου, ονόματι Ραμίς, ο οποίος μαζί με το Σεφέρ λόγω κιλών, έκαναν ένα πολύ ωραίο δίδυμο ή μάλλον τρίδυμο διότι και εγώ ήμουν πάνω-κάτω στα κιλά τους.

 Ήταν ο αδελφός του δημάρχου του Νιλουφέρ Προύσας.

Είχε έρθει ως αντιπρόσωπος του αδελφού του για να με καλωσορίσει και μας κέρασε καφέ. Το γνωστό τούρκικο καβουρντισμένο καφέ, ο οποίος όμως δεν παύω να υποστηρίζω πως δε συγκρίνεται με τον δικό μας.

«Καλός ο καφές σας», τους πείραξα «αλλά ο ελληνικός καφές είναι ανώτερος».

«Ναι βέβαια», μουρμούρισε ο Σεφέρ όλα τα πράγματα τα δικά σας είναι καλύτερα, τα δικά μας είναι παρακατιανά.»     

Ο Μουσταφά την ίδια ώρα κάτι μουρμούριζε με τον Ραμίς. Κατάλαβα τι έλεγαν, αλλά έκανα το κορόιδο. Σε λίγο ήρθε ο παπουτσής με ένα ζευγάρι παπούτσια, αυτά που είχα διαλέξει προηγουμένως και μου τα πρόσφερε.

«Είναι δώρο από το Ραμίς Μπέη», μου είπε.  Προσποιήθηκα ότι εκπλήσσομαι από τη χειρονομία και αρνήθηκα αρχικά. Τελικά δέχτηκα και ευχαρίστησα το Ραμίς.  «Μπερεκέτ ολσούν!»

Έφερα ένα μπουκάλι τσίπουρο από το αυτοκίνητο και του το πρόσφερα για να ανταποδώσω την ευγενική του χειρονομία.

Δε φάνηκε να του πολυάρεσε όμως, διότι ήταν πολύ σέρτικο, σε αντίθεση με το δικό τους, το Γενή ρακί, που είναι πιο ελαφρύ. Τάχα δεν πρέπει να καταναλώνουν αλκοόλ ως μουσουλμάνοι που είναι, αλλά τα βράδια στις ταβέρνες παρατήρησα πως πίνουν πιο πολύ και από εμάς.

Έφτασε η ώρα να αναχωρήσουμε και πάλι για τα Κουβούκλια. Στο αυτοκίνητο συνεχίστηκαν τα καλαμπούρια και τα πειράγματα.

«Άντε πάλι… οικονόμησες καινούρια παπούτσια. Τάχα δεν τα ήθελες κιόλας,  παλιογιαλαντζή», με πείραξε ο Σεφέρ.

«Μιας και έχουμε χρόνο, δεν περνάμε και από το Αναχώρι», πρότεινα εγώ, και οι άλλοι συμφωνήσανε. Είναι και αυτό ελληνικό χωριό, που βρισκόταν από την άλλη πλευρά των Κουβουκλίων, κοντά σε ένα άλλο πολύ παλιό ελληνικό χωριό, τα Ζωγραφιστά.


Ο ανακαινισμένος Άγιος Γεώργιος

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής