breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

συνέχεια

 

Στο Αναχώρι

 

Το Αναχώρι ή Αναφόρ, όπως το έλεγαν οι Τούρκοι, ήταν μικρό χωριό και μικρό παρέμεινε. Σήμερα βέβαια έχουν αλλάξει το όνομά του σε Τσάϊλι.

Κάνοντας ένα σύντομο περίπατο στα σοκάκια του χωριού, διέκρινα αρκετά ελληνικά σπίτια που άντεχαν ακόμη στο πέρασμα του χρόνου. Πριν την ανταλλαγή βλέπεις, κατοικούσαν εκεί περίπου πενήντα ελληνικές οικογένειες.

Η εκκλησία του χωριού, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και είχε κτιστεί το 1866, δεν υπήρχε πια.

«Την έκαψε ο Ελληνικός στρατός κατά την αποχώρηση», μου είπε ένας Τούρκος παππούς.  Και εμείς πρόσφυγες είμαστε, από τα χωριά της Καβάλας και της Δράμας». Όπως και οι περισσότερες εκκλησίες της περιοχής, διέθετε πολλά εκκλησιαστικά κτήματα που τα εκμεταλλευόταν για τις ανάγκες της.

Απέναντί της, υπήρχε ένα διώροφο κτίριο του οποίου το επάνω μέρος το χρησιμοποιούσαν σαν σχολείο και το ισόγειο σαν καφενείο. Σκοτείνιασε όταν αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε από το Αναχώρι.

Φθάσαμε στα Κουβούκλια την ώρα που ο μουεζίνης είχε βγει ψηλά στο μιναρέ για να αναγγείλει κάτι στους κατοίκους. Θα ήταν κάτι χαρμόσυνο διότι διέκρινα κάποια χαρά στα πρόσωπα των φίλων μου.

Είμαστε καλεσμένοι στο σπίτι του συμπέθερου του Σεφέρ, του Μουράτ Μπέη. Θα πήγαινε στη Μέκκα να προσκυνήσει και να γίνει χατζής. Αυτό το γεγονός ανήγγειλε ο μουεζίνης και κάλεσε όλο το χωριό να πάει να κεραστεί στο σπίτι του μελλοντικού χατζή, είπε ο Μουσταφάς.

Ένδοξη θεωρούν όλοι οι μουσουλμάνοι τη στιγμή που θα αξιωθούν να ταξιδεύσουν στη Μέκκα για να προσκυνήσουν τον Ιερό Τόπο του Ισλάμ και να γίνουν χατζήδες. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει άλλωστε και με εμάς τους χριστιανούς, όταν επισκεπτόμαστε την Ιερή πόλη του χριστιανισμού, την Ιερουσαλήμ.

Ο μελλοντικός Τούρκος χατζής προετοιμάζεται μία εβδομάδα πριν για το ιστορικό αυτό ταξίδι. Τα βράδια τον επισκέπτονται γείτονες και συγγενείς, ενώ άλλοι συγχωριανοί που έγιναν ήδη χατζήδες, προσπαθούν να τον προετοιμάσουν ψυχικά και να τον ενθαρρύνουν.

Την παραμονή της αναχώρησης, ο μουεζίνης αναγγέλλει από το μιναρέ το χαρμόσυνο γεγονός και προσκαλεί τους χωριανούς για ένα κέρασμα στο σπίτι του.

 Το γεγονός αυτό επαναλαμβάνεται κατά την επιστροφή του χατζή, όταν πια θα έχει ήδη αρχίσει να διακρίνεται και η γενειάδα του, που θα τον ξεχωρίζει από τους άλλους χωριανούς και θα τον χαρακτηρίζει «Χατζή».

Αυτός θα διηγείται τη συνταρακτική γι’ αυτόν εμπειρία και θα μοιράζει διάφορα «μπιχλιμπίδια» φερμένα από τον ιερό τόπο σε όσους τον επισκέπτονται.

Και οι επισκέπτες με τη σειρά τους θα ονειρεύονται τη μέρα που θα βιώσουν την ίδια εμπειρία και θα νιώσουν το ίδιο ξεχωριστοί!

Πήγαμε λοιπόν με το Σεφέρ στο σπίτι του συμπέθερου, ο οποίος έμελλε να γίνει χατζής.

Το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο, κυρίως γυναίκες που κερνούσαν τους επισκέπτες. Το κέρασμα ήταν αϊράνι και διάφορες πίτες. Ευχηθήκαμε στο συμπέθερο καλό ταξίδι και φύγαμε για το σπίτι του Μουσταφά, μετά από μια κουραστική μέρα γεμάτη συγκινήσεις.

Το επόμενο πρωί αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το Ακτσέ Πινάρ, παραλίμνιο χωριό απέναντι από την Απολλωνιάδα. Είναι κτισμένο πάνω σε έναν καταπράσινο λόφο, πνιγμένο στα δέντρα, ενώ μπροστά του υπάρχει η λίμνη, συνδυασμός που του χαρίζει ξεχωριστή ομορφιά.

Ξεκινήσαμε νωρίς για να προλάβουμε το απόγευμα να επισκεφθούμε και άλλα χωριά. Ο Σεφέρ δεν ήρθε μαζί μας αυτή τη φορά. Είπε ότι είχε κάποια δουλειά.

Μετά από τη χθεσινή κούραση, δε χρειάζεται να διαθέτει κανείς πολύ μυαλό για να καταλάβει πως έψαχνε δικαιολογία για να παραμείνει στο χωριό.

Περάσαμε το ελληνικό χωριό Μπάσκιοϊ, έπειτα δυο tουρκικά, το Ακτσαλάρ και το Φάντιλι, και διασχίζοντας το δρόμο που γλείφει τις όχθες της λίμνης, φθάσαμε στο πανέμορφο Ακτσέ Πινάρ.

 

Στο πανέμορφο Ακτσέ Πινάρ.

 

Το χωριό ανήκε στην υποδιοίκηση Κρεμαστής του νομού Προύσας και το όνομά του στα ελληνικά μεταφράζεται Ασπροπηγή. Πως προέκυψε αυτό το όνομα κανείς δεν μπόρεσε να μου εξηγήσει.

Αλλά πάλι με τόσα νερά που υπάρχουν τριγύρω, όλο και κάποια πηγή θα υπάρχει.

Ήταν σχετικά μικρό χωριό και το κατοικούσαν 80 ελληνικές οικογένειες. Ο Παντ. Κοντογιάννης  αναφέρει ότι στο Ακτσέ Πινάρ κατοικούσαν Θράκες, ενώ ο Ευρωπαίος περιηγητής Φίλιπσον, στο βιβλίο του «Ταξίδια και ανακαλύψεις στη Μικρά Ασία», γράφει ότι οι κάτοικοί του κατάγονταν από τη Ρούμελη.

Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού είχαν έρθει από τη Μακεδονία και την Ήπειρο για να εργαστούν στα κτήματα ενός Μπέη, ο οποίος μάλιστα τους έκτισε σπίτια και μια εκκλησία για να εκκλησιάζονται.

Οι κάτοικοι του νέου χωριού, μετά από σκληρή δουλειά, σταδιακά προόδεψαν και κατάφεραν να αγοράσουν από τον Μπέη τα κτήματα στα οποία εργάζονταν. 

Κύρια απασχόλησή τους ήταν η ξυλεία. Έκοβαν τα ξύλα από τα γύρω βουνά, Αρί Καγιά, Καμήλα και Φούρλα και τα μετέφεραν με μουλάρια μέχρι τη λίμνη, στην περιοχή Τσιναρούδ.

Εκεί, τα φόρτωναν στα τομπάζια, στα ξεχωριστά καΐκια της λίμνης της Απολλωνιάδας, και τα μετέφεραν προς πώληση στην Κωνσταντινούπολη.

 Κάποιες άλλες από τις κύριες ασχολίες τους ήταν η σηροτροφία, η αλιεία,  η κτηνοτροφία και η γεωργία. Τα χωράφια γύρω από τη λίμνη ήταν πάρα πολύ εύφορα, γεγονός που βοηθούσε στην πλούσια παραγωγή κηπευτικών προϊόντων. Ξακουστά ήταν στη γύρω περιοχή τα μποστάνια του Ακτσέ Πινάρ με τα περίφημα μυρωδάτα και ζουμερά πεπόνια του.

Οι κύριες συναλλαγές των κατοίκων του χωριού γίνονταν με την Απολλωνιάδα, όπου πήγαιναν και πουλούσαν τα προϊόντα τους. Υπήρχαν και πολλοί κυνηγοί στο χωριό, οι οποίοι κυνηγούσαν αγριογούρουνα στην περιοχή Ντομούζ Χαμάμ.  

Κοντά στο χωριό έρεε ο Κοτζά Ντερές ο οποίος το χειμώνα ξεχείλιζε και προκαλούσε πολλές καταστροφές.

Οι κατηφορικοί δρόμοι του χωριού ήταν σε άσχημη κατάσταση και όταν έβρεχε μετατρέπονταν σε χείμαρρους που πλημμύριζαν τα σπίτια.

Ιδίως ο μαχαλάς Τέκ Πόι γέμιζε με λάσπες που δυσχέραιναν την πρόσβαση σε αυτόν.

Η εκκλησία του ήταν αφιερωμένη στην προστάτιδα των ματιών, την Αγία Παρασκευή. Χτισμένη στα βόρεια του χωριού, πάνω από το ρέμα, επέτρεπε στους επισκέπτες της να βλέπουν όλη την περιοχή, τα γύρω βουνά, τη λίμνη, την Απολλωνιάδα και να δοξάζει το θεό για την περισσή ομορφιά που χάρισε στο χωριό.

Η όμορφη εκκλησιά κτίστηκε το 1904, αφού πρώτα οι κάτοικοι γκρέμισαν την παλιά, που είχε χαρίσει στους πρώτους κατοίκους ο Τούρκος Μπέης, γιατί κινδύνευε να καταρρεύσει.

Στον περίβολό της υπήρχε μια μεγάλη καρυδιά, όπου τα παιδιά του χωριού τη Μεγάλη Εβδομάδα κρεμούσαν το ομοίωμα ενός Εβραίου, φτιαγμένο από κουρέλια και άχυρο και το έκαιγαν στη δεύτερη Ανάσταση.

Στην ίδια Αγία ήταν αφιερωμένο και ένα παρεκκλήσι, χτισμένο στην πλατεία του χωριού. Εδώ, λόγω ευρυχωρίας, στηνόταν την ημέρα της εορτής της μεγάλο πανηγύρι.

Σε ένα άλλο παρεκκλήσι, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο, έρχονταν με τους άρρωστους συγγενείς τους Τούρκοι και Έλληνες και παρακαλούσαν τον μεγαλομάρτυρα να τους ελεήσει.

Οι γυναίκες που είχαν άρρωστα παιδιά, τα έπλυναν με το Αγίασμα και κατόπι μοίραζαν για τη Χάρη του Αγίου, στους κατοίκους λουκουμάκια.

Μεγάλο πανηγύρι οργάνωναν και την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, με παλαίστρες, στις οποίες συμμετείχαν και οι πεχλιβάνηδες των γύρω χωριών.  

Τέλος, υπήρχε κοντά στο χωριό και το Αγίασμα που ήταν αφιερωμένο στην Παναγία και οι κάτοικοι το επισκέπτονταν συχνά για να δροσιστούν με το χωνευτικό και δροσερό νερό του.

Όπως και σε όλα τα χωριά, έτσι και στο Ακτσέ Πινάρ, υπήρχε ένας μικρός ξενώνας για τη φιλοξενία των επισκεπτών. Λίγο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή κτίσθηκαν και τέσσερα πανδοχεία, τα οποία εκμεταλλεύονταν Απολλωνιαδίτες.

Στο σχολείο του χωριού διδάσκονταν τα τουρκικά στη γνωστή Καραμανλήδικη γραφή. Στην ομιλία των κατοίκων μπορούσε κανείς να διακρίνει πολλούς ιδιωματισμούς που φανέρωναν την καταγωγή τους. Για παράδειγμα, «τα κάλαντα», όπως και σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας, τα έλεγαν «κόλιντρα».

 Το χωριό υπέστη καταστροφές και λεηλασίες το 1914 από τους Τσέτες, οι οποίοι κατέστρεφαν και λεηλατούσαν τα μικρά κυρίως ελληνικά χωριά. Σήμερα, μπαίνοντας στο χωριό κανείς διακρίνει δύο μεγάλα πανέμορφα ελληνικά σπίτια, όμοια με πύργους, τα οποία αντέχοντας στο χρόνο, καλωσορίζουν τους επισκέπτες.

Στη μικρή πλατεία του χωριού, μας υποδέχτηκαν τρεις υπέργηροι παππούδες, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τον όμορφο καιρό, ήρθαν στο καφενείο να πιουν το τσαγάκι τους και να ανταλλάξουν καμιά κουβέντα.

Η παρουσία μου τους χαροποίησε ιδιαίτερα. Τους θύμισα τις πατρίδες τους,  τη Δράμα και το Λαγκαδά, από τις οποίες αναγκάστηκαν να φύγουν σε ηλικία πέντε ετών.

«Θέλουμε να έρθουμε στην Ελλάδα», μου είπαν «να ξαναδούμε τα χωριά μας, αλλά αδυνατούμε διότι τα παιδιά μας έφυγαν στην Προύσα για να εργαστούν και μείναμε μόνοι μας στο χωριό. «Ποιος να μας φέρει στην Ελλάδα;

Οι νέοι μας δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον».

Ανηφόρισα τους δρόμους του χωριού και έφθασα στην εκκλησία, η οποία όσο ήταν τζαμί, διατηρούνταν σε καλή κατάσταση. Τώρα έχει μετατραπεί σε αχυρώνα, όπου ο ιδιοκτήτης της έχει αποθηκεύσει τροφές για τα ζώα του. Γύρω της υπάρχουν πάρα πολλά μεγάλα ελληνικά σπίτια, έτοιμα και αυτά να καταρρεύσουν.

      «Δε διαθέτουμε χρήματα για να χτίσουμε καινούργια σπίτια και κατοικούμε στα παλιά ελληνικά κάνοντας απλώς κάποιες επιδιορθώσεις», εξήγησε ο παππούς Ραμαζάν.Τα ετοιμόρροπα, τα αφήνουμε να καταρρεύσουν μόνα τους αφού δεν υπάρχει δυνατότητα να μείνει κανείς σε αυτά».

Πράγματι, πανέμορφα ελληνικά σπίτια, τα οποία είναι καταδικασμένα να πεθάνουν όρθια, αφού οι νέοι ιδιοκτήτες τους δεν είναι σε θέση να τους δώσουν ζωή και τα εγκαταλείπουν.

Κρίμα για το Ακτσέ Πινάρ, ένα χωριό με εξαιρετικές χάρες, να θυμίζει πια περισσότερο ένα εγκαταλελειμμένο τόπο εξορίας, στον οποίο κάποτε ζούσαν και μεγαλουργούσαν οι Έλληνες.

     «Στο χωριό άρχισαν να έρχονται πλούσιοι έμποροι από την Προύσα και αγοράζουν κτήματα για να χτίσουν βίλες», είπε ο Μουσταφά. «Σε λίγο καιρό αυτά τα σπίτια δε θα υπάρχουν, θα τα αγοράσουν οι πλούσιοι Προυσαείς από τους ντόπιους που τα εγκατέλειψαν».

Χαιρετίσαμε τους παππούδες και φύγαμε για τα Κουβούκλια με σκοπό να επισκεφθούμε ένα άλλο χωριό, γνωστό για την πιο ξεχωριστή εκκλησία στην περιοχή της Προύσας, το Ντερέ Κιόϊ ή Ποταμιά. Επιστρέφοντας από το Ακτσέ Πινάρ, περάσαμε ξανά δίπλα από τη λίμνη. Oι όχθες ήταν γεμάτες από σάζια, στα οποία είχαν βρει προστασία χιλιάδες πουλιά.

Όταν οδηγούσαμε σε ξέφωτο, ξεπρόβαλαν από απέναντι τα σπίτια του Γούλιου και της Απολλωνιάδας.

Ένας πίνακας ξεχωριστής ομορφιάς, ζωγραφισμένος με τα πινέλα και τα χρώματα ενός πολυτάλαντου ζωγράφου. Περάσαμε ξανά από το Φάντιλι, το Άκτσαλαρ, το Μπάσκιοϊ, και κατευθυνθήκαμε προς τα Κουβούκλια. Εκεί συναντήσαμε το Σεφέρ και με το στανιό τον βάλαμε στο αυτοκίνητο για να μας πάει στο Ντερέ Κιόι.

Όχι που θα το γλίτωνε!!

Αυτός ο άνθρωπος μαζί με το Μουσταφά αποτελούσαν ένα ξεχωριστό δίδυμο, όπως προανέφερα, παρόλο που διέφερε ο ένας από τον άλλο. Ψηλός, αδύνατος και κεβεζές ο Μουσταφά… χοντρός, ασπρομάλλης, λιγομίλητος αλλά με ξεχωριστό χιούμορ, ο Σεφέρ. Το λίγο διάστημα που έμεινα στα Κουβούκλια, δεθήκαμε συναισθηματικά και γίναμε αχώριστοι.

«Άντε Γιώργο σιγά – σιγά θα σε κάνουμε σουνέτι και εγώ θα είμαι ο Κιρβέ – κάτι αντίστοιχο με το δικό μας νονό», με πείραζε ο Σεφέρ. «Ταμάμ», τους απαντούσα, «κανένα πρόβλημα, ama cok para istiyorum».

«Problem yok», έμπαινε στη συζήτηση ο Μουσταφά, «μετά την τελετή θα σε γεμίσουμε με μικρές χρυσές λίρες και θα γίνεις πλούσιος. Μόνο πρόσεξε διότι ο Σεφέρ πίνει πολύ και τρέμουν τα χέρια του, κι αν με τον μπαλτά σου κόψει παραπάνω από όσο πρέπει… ή όλο… τότε τι γίνεται;»

Ξεκαρδίζονταν στα γέλια, τους καλάρεσε η ιδέα. Εγώ πάλι τους απειλούσα ότι θα ξαναγυρίσουμε στα μέρη μας, διότι αυτά ήταν δικά μας, και θα τους στείλουνε πίσω στο Ταταριστάν από όπου είχαν έρθει.

«Πρόσεξε», συνέχισε το πειραχτήρι ο Μουσταφά, «αυτός που θα συναντήσουμε στο Ντερέ Κιόϊ είναι πολύ άγριος και ανήκει στο κόμμα του Τουρκές, τους γκρίζους λύκους.

Στο επάγγελμα είναι χασάπης. Πρόσεξε τι θα λες, διότι δεν το έχει σε τίποτε να σηκώσει τη χαντζάρα και να σε καθαρίσει».

«Εγώ είμαι Έλληνας», του απάντησα, «και ένας Έλληνας είναι ίσος με πέντε Τούρκους. Ας τολμήσει λοιπόν να σηκώσει τη χαντζάρα του». Συνεχίσαμε το ταξίδι μας με γέλια και χαρές.

Αφού διασχίσαμε 2-3 τουρκικά χωριά, φθάσαμε στο Ντερέ Κιόϊ που ήταν κρυμμένο ανάμεσα σε μικρούς, γεμάτους ελιές, λόφους, χωμένο μέσα σε μια ρεματιά. Αυτό άλλωστε σήμαινε και το Ελληνικό όνομά του, Ποταμιά.

Πολλοί ηλικιωμένοι Ντερεκιολήδες που είχα συναντήσει στην Ελλάδα, μου ανέφεραν ότι οι πρόγονοί τους, πριν αρκετά χρόνια, είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή που είναι κτισμένο σήμερα το Ντερέ Κιόϊ, προερχόμενοι από την Ποταμιά Ικονίου, την πατρίδα του Αγίου Γεωργίου.


ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής