breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

συνέχεια

Στο  αξέχαστο Ντερέ Κιόϊ, με την αδικοχαμένη Αγία Παρασκευή του

 

«Το Ντερέ Κιόϊ ήταν μεγάλο χωριό, είχε 450 οικογένειες και ανήκε στην υποδιοίκηση Μουδανιών του νομού Προύσας», μου διηγήθηκε ο παππούς Αλέξανδρος από τη Βέροια πριν μερικούς μήνες. Είχε έρθει στην Ελλάδα σε ηλικία επτά χρονών αλλά θυμόταν αρκετά πράγματα από το όμορφο χωριό του.

«Οι γονείς μου, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού, ασχολούνταν κυρίως με την παραγωγή κουκουλιών, σταφυλιών και ελαιών.  Κάθε Κυριακή που γινόταν το παζάρι στο χωριό, πήγαινα με τον παππού και πουλούσαμε ελιές, λάδι, ρακί και αγοράζαμε άλλα προϊόντα.

Λάδι βγάζαμε δικό μας σε έναν από τους τέσσερις λαδόμυλους που είχε το χωριό και ανήκε σε έναν συγγενή μας. Το χωριό διέθετε επίσης δύο νερόμυλους και οκτώ με δέκα καζάνια, όπου έβραζαν ρακί, την καλύτερη της περιοχής.

Όμορφο το χωριό μας!» αναπολούσε ο παππούς Αλέξανδρος.

Το καλοκαίρι με τη ζέστη, μαζευόμασταν σε παρέες και πηγαίναμε στα δυο ποταμάκια που ήταν δίπλα στο χωριό, το Αραμπατζή και το Κιλίκ Ντερεσί, και κάναμε μπάνιο για να δροσιστούμε.

Αυτό όμως για το οποίο ήμασταν όλοι περήφανοι ήταν η πανέμορφη εκκλησία μας, που ήταν αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή. Την είχε κτίσει το 1857 ο Προυσαεύς αρχιτέκτονας Αβραάμ Ιωαννίδης και αποτελούσε το στολίδι της περιοχής.

Κτισμένη όπως ήταν σε ψηλό μέρος του χωριού, την έβλεπαν όλοι να αγκαλιάζει τα σπίτια, προσφέροντάς τους την ευλογία της. Εσωτερικά και ψηλά στην κορυφή της, υπήρχε ο Παντοκράτορας και στο κέντρο την συγκρατούσαν έξι στύλοι με πολύ όμορφα κιονόκρανα. Το τέμπλο και ο άμβωνας ήταν σκαλισμένοι με γύψο ενώ στους γύρω τοίχους ήταν ζωγραφισμένες αγιογραφίες.

Η παράδοση, συνέχισε ο παππούς, αναφέρει ότι η εκκλησία είχε κτιστεί κατόπιν χρηματικής ενίσχυσης του περιβόητου καπετάν Μανώλη από το Αϊβαλί».

Αναφέροντας τον καπετάν Μανώλη φώτισε το πρόσωπό του!  «Ανήκε και ο πατέρας μου στην ομάδα του, όπως και πολλά άλλα παλικάρια από το Ντερέκιοϊ, το Γιαλί Τσιφλίκι και την Κίο. Δρούσε στην περιοχή Προύσας και είχε τη βοήθεια και τη συμπαράσταση όλων των χριστιανών, διότι λήστευε πλούσιους αγάδες που καταδυνάστευαν και λεηλατούσαν τις μειονότητες. Η τουρκική κυβέρνηση τον είχε επικηρύξει έναντι 200 λιρών, γεγονός που βοήθησε στη σύλληψη και εξόντωσή του.

Βούλγαροι ξυλοκόποι, επωφελούμενοι της εμπιστοσύνης που τους έδειξε επειδή ήταν χριστιανοί, τον σκότωσαν και παρέδωσαν το κεφάλι του στον διοικητή της Προύσας.

Τον έκλαψαν κρυφά όλοι οι Έλληνες και για να τον θυμούνται τραγουδούσαν αυτό το τραγούδι.

«ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ»

Πάει Μανώλης πάει, πάει να κοιμηθεί

στ’ όνειρό του είδε που θαλά σκοτωθεί.

Σε μια μεγάλη πέτρα σ’ ένα κριό νερό

σκότωσαν το Μανώλη, της Κατερίνας γιο.

Κρίμα Μανώλη μ’ κρίμα, κρίμα το μπόι σου,

πού έκανες ρεζίλι όλο το σόι σου.

Δε στο ‘πα Μανώλη μ’, με Τούρκο μην παγέν(ι)ς,

θα σε σκοτώσνα Μανώλη μ’ κι άδικα θα παγέν(ι)ς.

Δεν ήταν μάνα μ’ Τούρκοι, δεν ήταν Χριστιανοί

μάνα μ’ ήταν μπιτσκητζήδες (υλοτόμοι) και παλιοβούλγαροι.

Δεν ήταν μάνα μ’ ένας, δεν ήταν μάνα μ’ δυο

μόν’ ήταν τρεις χιλιάδες και δέσαν το βουνό.

Μανώλη μ’ το κεφάλι σ’ το βαλαν στο χεϊμπέ (δισάκι),

το πήγανε στην Προύσα στο μέγα μακεμέ (δικαστήριο).

Τ’  Μανώλη η μαχαίρα ήτανε τρεις οργιές

κι όταν την ετραβούσε έτρεμαν οι ψυχές.

Τ΄ Μανώλη τα δαχτύλια ήτανε κολλητά

κι όταν τραβούσε πάλα έτρεμαν τα βουνά.

Μανώλης είχε μάνα είχε και μια αδελφή

είχε και μια γυναίκα μ’ εφτά μηνού παιδί.

 

Δάκρυσε ο παππούς Αλέξανδρος όταν τελείωσε το τραγουδάκι. Συγκινήθηκε πολύ για τον άδικο χαμό του παλικαριού. Οργίστηκε, κάτι πήγε να πει για τους παλιοβούλγαρους αλλά τον συγκράτησα.

«Δεκαπέντε λεπτά έξω από το χωριό μας, είχαμε κτίσει ένα μοναστηράκι αφιερωμένο στην Παναγία που γιόρταζε το Δεκαπενταύγουστο. Τα Φώτα συνηθίζαμε να πηγαίνουμε εκεί όλοι οι χωριανοί και να διανυκτερεύουμε.

Χαρά θεού για εμάς τα παιδιά, διότι είχαμε αρκετό χρόνο και μεγάλο μέρος για να παίξουμε. Δυτικά του χωριού, υπήρχε ένα Αγίασμα αφιερωμένο στην προστάτιδα των ματιών, την Αγία Παρασκευή, και πιο πέρα ένα άλλο αφιερωμένο στην Παναγία, που είχε κτιστεί το 1905.

Μέσα στο χωριό, είχαμε το Αγίασμα του Αγίου Γεωργίου, το Κουλάκ Αγιασμασί. Όποιος είχε πρόβλημα με τα αυτιά, πήγαινε στον Άγιο Γεώργιο, έπλυνε τα αυτιά του με το Αγίασμα και θεραπευόταν.

Έρχονταν και πολλοί Τούρκοι που πίστευαν στη Χάρη του, άναβαν ένα κερί και ζητούσαν από τον Άγιο να τους θεραπεύσει. Το διώροφο σχολείο μας είχε κτιστεί το 1905 δίπλα στο ρυάκι που διασχίζει το χωριό. Διώροφο ήταν και το μοναδικό καφενείο στο κέντρο του χωριού, που στον όροφό του στεγάζονταν ο μισαφίρ οντάς για τους τούρκους επισκέπτες.

Θέλω πολύ να πάω στο χωριό μου Γιώργη», τόνισε με πίκρα ο παππούς Αλέξανδρος, αλλά φοβάμαι, δεν μπορώ να ξεπεράσω τα όσα συνέβησαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή».

Φθάνοντας στο Ντερέ Κιόϊ, διέκρινα την εκκλησία που ξεχώριζε από τις κορυφές των άλλων σπιτιών, που ήταν και αυτά ελληνικά στην πλειοψηφία τους, αλλά στο κακό τους το χάλι.

Επισκεπτόμενος αυτά τα χωριά, χαίρεσαι που υπάρχουν ακόμη ελληνικά στοιχεία να σου θυμίζουν τους προγόνους σου, αλλά η καρδιά σου σπαράζει για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει.

Δεν κατηγορώ όμως τους νέους κατοίκους τους, τους Τούρκους. Είναι φτωχοί άνθρωποι και δεν έχουν δυνατότητες να τα συντηρήσουν.

Καταλαβαίνοντας μάλιστα, τη συναισθηματική φόρτωσή μας, προσπαθούν να μας φερθούν όσο το δυνατό πιο ευγενικά και φιλόξενα. Φθάσαμε στην πλατεία με τα καφενεία, όπου μας περίμενε ο φίλος του Σεφέρ, ο γκρίζος λύκος, ονόματι Νουρί.

 Τι γκρίζος λύκος και κουραφέξαλα!!

Αυτός ήταν ένα άκακο αρνί. Μας υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά και μας κέρασε, κατ’ εξαίρεση, έναν τούρκικο καφέ.

«Αυτός δεν είναι τούρκικος καφές. Εμείς τον λέμε ελληνικό καφέ και ο δικός μας είναι καλύτερος, πιο κιμπάρικος»,  τους πείραξα για άλλη μια φορά.

«Τα δικά σας τα πράγματα είναι πάντα τα καλύτερα», απάντησε πάλι ο Σεφέρ, πιες τον καφέ αλλιώς πάρε τσάι».

Εν τω μεταξύ, άρχισαν να μαζεύονται πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι που μας καλωσόριζαν.

«Καλώς ήρθες στο χωριό μας κοπέλι. Ίντα κάμεις;» με χαιρέτισε ένας σεβάσμιος παππούλης πάνω από εκατό χρονών. «Εμείς εδώ είμαστε όλοι Κρητικοί και η πατρίδα μας είναι η Κάντια, το Ηράκλειο, τα Χανιά και το Ρέθυμνος».

Έμεινα για λίγο άφωνος από την έκπληξή μου! Ο παππούλης αυτός  μιλούσε καλύτερα τα Κρητικά και από Κρητικούς που ήξερα!!!

 «Εγώ κατάγομαι από την Κάντια, το Ηράκλειο, και το σπίτι μας ήταν δίπλα στην πλατεία με τα λιοντάρια. Εκεί πηγαίναμε και παίζαμε και τα καλοκαίρια βουτούσαμε στη στέρνα.  

Καλοί άνθρωποι οι Κρητικοί, αλλά και πολύ σκληροί. Παλαιότερα ακούγαμε από τους πατεράδες μας ότι αν τα παιδιά τους ήταν ανάπηρα, τα πετούσανε στα φαράγγια». Λαλίστατος ο Χασάν Νταής, και αν ξεχνούσε κάτι το συμπλήρωναν οι άλλοι. «Πες παππού και καμιά μαντινάδα», τον παρότρυναν. Δεν τους χάλασε το χατίρι……

«Αν έχεις Κρητικό για φίλο, πάρε πάντοτε μαζί σου και ένα ξύλο». «Κρήτη, Κρήτη μου, καμάρι του Λεβάντε…», άρχισε να απαγγέλλει ένα ποίημα και ξέσπασε σε κλάματα.

«Εμάς οι μανάδες μας ήταν Ελληνίδες και όταν φύγαμε με το στανιό, αφήσαμε πίσω μας πολλούς συγγενείς και φίλους.

 Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, σκεπτόμασταν την πατρίδα μας με τα πανέμορφα φαράγγια, τις πεδιάδες, τον περήφανο Ψηλορείτη που είχε πάντοτε χιόνια και την καθαρή θάλασσά της.

Αχ Κρήτη μου, Κρήτη μου!» αναστέναζε ο Χασάν Νταής με τα δακρυσμένα του μάτια. Γιώργη, αν πάς στην Κρήτη, φίλησε το Άγιο χώμα της και πες της χαιρετίσματα από το Χασανάκι που όπου νάνε θα πεθάνει και δε θα την ξαναδεί.

Πάρε και λίγο χώμα και αν τύχει και περάσεις πάλι από εδώ, πέταξέ το πάνω στο μνήμα μου, να με σκεπάσει και να αναπαυτώ».

 «Έλα Γιώργη μου! πάμε να σου δείξω το χωριό».

Σηκωθήκαμε, τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Ένας γλυκύτατος παππούς, ένας πικραμένος πρόσφυγας που δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του. Πήρε το μπαστουνάκι του και αφού περάσαμε τα σοκάκια του χωριού, φθάσαμε στην εκκλησία.

Όπως προανέφερα, στο Ντερέκιοϊ υπάρχουν πολλά παλιά ελληνικά σπίτια. Κάποια από αυτά είναι επιδιορθωμένα και κατοικήσιμα και άλλα, των οποίων οι σκεπές έχουν πέσει, περιμένουν απλώς το τελειωτικό χτύπημα, την πλήρη κατεδάφιση.  

Αυτή όμως, λόγω των οικονομικών δυσχερειών, θα αργήσει. Το γεγονός αυτό δίνει σε εμάς, τους Έλληνες επισκέπτες, την ευκαιρία να κλάψουμε πάνω στα κουφάρια τους για λίγο ακόμη. Τεράστια η εκκλησία! Θαρρείς και θα πέσει πάνω στα κεφάλια μας έτσι που την παρατηρούμε από τα μπροστινά σκαλοπάτια της. Η είσοδος καλυμμένη με ξύλα και φρύγανα.

«Για να μη μπαίνουν τα παιδιά και πέσει κανένα καδρόνι στο κεφάλι τους», ψιθύρισε ο παππούς.

Ερείπιο η εκκλησία. Άδειασε ο ουρανός της και τεράστια καδρόνια κρέμονται από ψηλά σαν να ζητούν βοήθεια. Αρνούνται πεισματικά να πέσουν, γεγονός που θα σήμαινε το τέλος του πανέμορφου αυτού μνημείου.

Στους τοίχους της δεξιάς πλευράς, ένα χριστιανικό μάτι εύκολα διακρίνει τις σκιές των Αγίων που κάποτε στόλιζαν το ναό. Παραμένουν εκεί οι Άγιοι, σε μία ύστατη προσπάθεια να φυλάξουν τον τόπο του θεού.

 Στήνουν το πανηγύρι τους όταν μπαίνει κάποιος χριστιανός και κάνει το σταυρό του. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή γιορτάζουν η εκκλησία και οι Άγιοι.

Γιορτάζει και ο επισκέπτης, που διαισθάνεται αυτό το πανηγύρι, και είναι πανευτυχής που με την επίσκεψή του συνετέλεσε σε αυτήν τη γιορτή. Πίσω μου υπάρχουν τα ερείπια του γυναικωνίτη. Ανέβηκα πάνω μέσω της σκάλας που σε οδηγεί σε αυτόν.

Δεν φοβόμουν ότι θα πέσει, είχα τους Αγίους στο πλάι μου να τη συγκρατούν.  Από εκεί ψηλά, φαίνεται πολύ καλύτερα η ομορφιά του χριστιανικού αυτού ναού. Μπροστά μου διακρίνεται το Ιερό, ή μάλλον ότι απέμεινε από αυτό, και μάλιστα έτοιμο να πέσει.

Οι έξι κίονες που στήριζαν την οροφή, είχαν καταρρεύσει και κείτονταν άψυχοι στο κέντρο της εκκλησίας.

Το εσωτερικό της εκκλησίας ήταν παντού σκαμμένο, ακόμη και οι τοίχοι και οι άψυχοι κίονες. Τα βέβηλα χέρια κάποιων ανόητων έσκαψαν σπιθαμή προς σπιθαμή, ψάχνοντας για λίρες και χρυσαφικά που άφησαν πίσω τους οι κυνηγημένοι Έλληνες, συντελώντας έτσι στην καταστροφή της.

Αυτό συνέβη σχεδόν σε όλες τις εκκλησίες στην περιοχή της Προύσας και σε όσες διασώθηκαν από τα άλλα βέβηλα χέρια,  αυτά των Ελλήνων στρατιωτών.

Οι τελευταίοι, με περισσή ευκολία, κατά την αποχώρησή τους από τη Μικρά Ασία, έβαζαν φωτιά στα ελληνικά χωριά, για να μη μείνει τίποτε στους αλλόθρησκους «βάρβαρους».  Σαν να μάντεψε αυτά που σκεπτόμουν ο Χασάν Νταής και μου εξήγησε ότι κάποιοι μπουνταλάδες, ψάχνοντας να βρουν λίρες στο εσωτερικό της εκκλησίας, την κατέσκαψαν, με αποτέλεσμα να την καταστρέψουν.

«Όταν ήρθαμε εμείς από την Κρήτη, ήταν πανέμορφη η εκκλησιά. Περήφανη και αγέρωχη, μας υποδέχθηκε με περισσή αξιοπρέπεια. Την σεβαστήκαμε, διότι κάθε ευσεβής Μουσουλμάνος και Χριστιανός πρέπει να σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τους τόπους λατρείας των γειτόνων του.  Άλλωστε των περισσότερων από εμάς οι μανάδες ήταν Ελληνίδες που εξισλαμίστηκαν, και μας έμαθαν να σεβόμαστε την εκκλησία και τη θρησκεία των χριστιανών.

Οι πατεράδες μας, αφού σκέπασαν τις αγιογραφίες με ασβέστη, επειδή δεν επιτρέπονται φωτογραφίες σε μουσουλμανικά τεμένη, την χρησιμοποίησαν σαν τζαμί. Τα τελευταία χρόνια κτίσαμε καινούργιο τζαμί και την εγκαταλείψαμε. Τότε βρήκαν την ευκαιρία κάποιοι βέβηλοι και την κατέστρεψαν.

Σας ζητώ συγγνώμη, εγώ το Χασανάκι από την Κάντια της Κρήτης». Δίπλα μας ο Νουρί, ο γκρίζος λύκος, ήταν συντετριμμένος. «Μικρά παιδιά δεν ξέραμε την αξία της. Ψηλά στην εκκλησία, υπήρχε μια ζωγραφισμένη φωτογραφία του Ισά Μπέη. Παίρναμε πέτρες και συναγωνιζόμασταν ποιος θα την πετύχει. Δεν ησυχάσαμε μέχρι να την  καταστρέψουμε και να τη ρίξουμε κάτω. Τώρα καταλαβαίνουμε το λάθος μας».

Μάζεψα από κάτω κάποια παλιά κομμάτια από γύψο, πήρα τον παππού και κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία.

«Εδώ ήταν κάποτε ένα Αγίασμα του Αγίου Γεωργίου και οι κάτοικοι των γύρω χωριών υποστήριζαν ότι το νερό του θεράπευε τα αυτιά», είπε ο παππούς. Πολύ πρόσφατα κάναμε ανάπλαση της πλατείας, φαίνεται εμπόδιζε και το κατέστρεψαν».  Με πόνο ψυχής έφυγα από το Ντερέκιοϊ.

Η πανέμορφη ρημαγμένη εκκλησιά φώλιασε στην ψυχή μου, όπως και το Χασανάκι, το οποίο ακόμη περιμένει στον τάφο του το χώμα από την πατρίδα για να αναπαυθεί. Ελπίζω να μπορέσω κάποτε να πραγματοποιήσω το τάμα του!

Στο δρόμο ο Σεφέρ και ο Μουσταφά μουγκάθηκαν. Κατάλαβαν τη στεναχώρια μου και από σεβασμό δε μιλούσαν.


Με το Χασανάκι και άλλους Τουρκοκρητικούς

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής