breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

συνέχεια

 

Προς το Γιαλί Τσιφλίκι

 

Κατευθυνθήκαμε για το Γιαλί Τσιφλίκι.  Στη διαδρομή για το Γιαλί Τσιφλίκι το τοπίο παραμένει, με λόφους γεμάτους από λιόδεντρα. Κάπου κάπου συναντούσαμε αγρότες, οι οποίοι μάζευαν τα κρεμμύδια τους, που είναι από τα καλύτερα της περιοχής.

Το Γιαλί Τσιφλίκι ανήκε στην υποδιοίκηση Μουδανιών του νομού Προύσας και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη της Νικομήδειας.

Η ιστορία του χωριού αρχίζει από το 1787 όταν έντεκα οικογένειες που κατάγονταν από τα Άγραφα, κυνηγημένες από τον Αλή Πασά και τους Τουρκαλβανούς του, κατέφυγαν στην περιοχή αυτή. Την αγόρασαν από έναν πλούσιο Τούρκο τσιφλικά και έκτισαν το όμορφο χωριό.

Αργότερα ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλες Ελληνικές οικογένειες. Μία από αυτές ήταν από τη Βλάστη της Κοζάνης.  Πριν την Καταστροφή, στο Γιαλί Τσιφλίκι κατοικούσαν 300 περίπου ελληνικές οικογένειες που μιλούσαν τα ελληνικά με τους ιδιωματισμούς της περιοχής των Αγράφων.

«Ήταν πολύ πλούσιο το χωριό μας», μου διηγήθηκε πριν κάμποσα χρόνια, ο μπάρμπα Γιορδάνης από την Πτολεμαΐδα, «και εμείς οι Γιαλιτσιφλικιώτες ήμασταν πολύ περήφανοι άνθρωποι. Το θεωρούσαμε ντροπή αν έφευγε κανείς από το χωριό, λόγω φτώχειας.

Είχαμε πολλά λιόδεντρα που παρήγαγαν εξαιρετικό λάδι. Το βάζαμε στις σφύδες, τα πήλινα δοχεία, και το φυλάσσαμε στα υπόγεια των σπιτιών μας.

Μαζί με τις μπόλικες ελιές, τα κουκούλια, το κρασί, τα σταφύλια, και τα κηπευτικά, καλλιεργούσαμε κυρίως σκόρδα και κρεμμύδια και τα πουλούσαμε στους εμπόρους της Προύσας και της Κωνσταντινούπολης.

Μάλιστα για τις μεγάλες ποσότητες κρεμμυδιών που βγάζαμε, οι κάτοικοι των διπλανών χωριών μας αποκαλούσαν κατσουλέρηδες, από την κατσούλα, το πάνω μέρος του κρεμμυδιού». Η εκκλησία του ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Χτισμένη στα βόρεια του χωριού, πάνω από το ρέμα, επέτρεπε στους επισκέπτες της να βλέπουν όλη την περιοχή. Η όμορφη εκκλησιά κτίστηκε το 1904, αφού πρώτα οι κάτοικοι γκρέμισαν την παλιά, που είχε χαρίσει στους πρώτους κατοίκους ο Τούρκος Μπέης, γιατί κινδύνευε να καταρρεύσει.

Γιόρταζε το Δεκαπενταύγουστο και την ημέρα αυτή ξεφαντώναμε σε ένα μεγάλο πανηγύρι με παλαίστρες, στις οποίες συμμετείχαν Τούρκοι και Έληνες και από τα γύρω χωριά.

Είχαμε και πολλά παρεκκλήσια γύρω από το χωριό μας. Της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Μπουρμπουλινής και της Αγίας Παρασκευής, που έκανε πολλά θαύματα.Κάποτε, ανήμερα της γιορτής της Αγίας, πήγε στο Αγίασμα ένας τυφλός Τούρκος, πλύθηκε με το νερό και μετά από λίγο βρήκε το φως του.

Θάμαξαν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής και μίλαγαν πολύ καιρό για τα θαύματα και τη δύναμη των χριστιανών Αγίων.

Το σχολειό μας ήταν μεγάλο, εξατάξιο, και είχε κτιστεί το 1895. Δίδασκαν τρεις δάσκαλοι από την Κωνσταντινούπολη και άλλοι τρεις από τα γύρω χωριά, τους οποίους πλήρωνε η Εκκλησία από το ταμείο της, φορολογώντας γι’ αυτόν το λόγο τον κάθε χωριανό, ανάλογα με τα εισοδήματά του. 

Πηγαίναμε και στο σχολαρχείο όπου μαθαίναμε υποχρεωτικά τα Τούρκικα.

Οι δάσκαλοι πολλές φορές μας διηγούνταν την Ελληνική Ιστορία, την επανάσταση του 1821 και μας δίδασκαν τα πατριωτικά τραγούδια του Ρήγα Φεραίου. Τα λέγαμε με μεγάλη περηφάνια και τα τραγουδούσαμε φωναχτά με κίνδυνο να μας ακούσει κανένας περαστικός Τούρκος. Αν εκείνη τη στιγμή μας ειδοποιούσαν ότι περνούσαν απ’ έξω Τούρκοι, αμέσως αλλάζαμε το σκοπό και τραγουδούσαμε το παρακάτω τραγούδι:

 

«Γιαλί Τσιφλίκι μ’  όμορφο, με τα φαρδιά σοκάκια

και πως το καταδέχτηκες κι έβαλες χανουμάκια. (δις)

Σένα το λέγω, σένα που είσαι απ’ την Αγυιά,

που ‘χεις τα μαύρα φρύδια και τα σγουρά μαλλιά.

Σένα το λέγω, σένα πουλί μου κι άκουσ’ το,

πάρε χαρτί και πένα και κάτσε γράψε το.

Στα Μουδανιά θα πιω κρασί, στην Τρίγλια θα μεθύσω

και μέσα απ’ το Γιαλί Τσιφλίκ κορίτσι θ’ αγαπήσω. (δις)

Σένα το λέγω, σένα πουλί μου κι άκουσ’ το, πάρε χαρτί

και πένα και κάτσε γράψε το».

 

Ποιος πήγαινε όμως στο σχολείο; Δυο τρία χρόνια μόνο και ύστερα φεύγαμε και βοηθούσαμε τους γονείς μας στις γεωργικές δουλειές. Αυτές έφερναν παράδες.

Στο κέντρο του χωριού υπήρχε  ένα μεγάλο πανδοχείο, όπου διέμεναν οι επισκέπτες του. Οι περισσότεροι ήταν Τούρκοι που έρχονταν να μαζέψουν τους φόρους. Σύμφωνα με την παράδοση, επί του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, είχε δοθεί στους Γιαλιτσιφλικιώτες το προνόμιο να συλλαμβάνουν και να σκοτώνουν επικηρυγμένους Τούρκους ή Έλληνες ληστές».

Και ενώ ο μπάρμπα Γιορδάνης μου διηγούνταν με περηφάνια τα κατορθώματα των χωριανών του, ξαφνικά όταν άρχισε να μιλά για το Σεφέρ Μπειλίκ, το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Ήταν τότε, στα 1914 οι Νεότουρκοι ανέτρεψαν το Σουλτάνο εγκαθιδρύοντας το Χουριέτ, τη δημοκρατία.

«Όλοι οι Τουρκαλάδες τραγουδούσαν στους δρόμους… Γιασασίν Χουριέτ ανταλέτ μουσαβέτ … Γιασασίν ντοβλέτ…»

Εμείς οι Έλληνες αρχίσαμε να φοβόμαστε. Βλέπαμε τριγύρω μας καινούργιες άγριες φάτσες που είχαν φθάσει στις περιοχές μας από τα βάθη της Τουρκίας.

Το χειρότερο όμως ήταν το Σεφέρ Μπεηλίκι, δηλαδή η επιστράτευση.

«Σεφέρ Μπεηλίκ βερμέζ μπιζέτ τεσκερέ ασκερέ ασκερέ», δηλαδή η επιστράτευση δε δίνει απολυτήριο στους στρατιώτες.

 Κατέφθαναν χαρτιά στο σπίτι που καλούσαν τους πατεράδες και τα μεγάλα αδέλφια μας στο στρατό. Όσοι είχαν κάποια οικονομική επιφάνεια, πλήρωναν και προσωρινά το γλίτωναν. Άλλοι γίνονταν «κατσάκια» και έφευγαν σε άλλες πόλεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έρχονταν οι ζανταρμάδες στο χωριό, έψαχναν τα κατσάκια και βασάνιζαν όλη την οικογένεια μέχρι να αποκαλύψουν που είναι ο φυγάς. Έτσι πήρανε και τον πατέρα μου, που ήταν κρυμμένος στο αμπάρι και φανερώθηκε, διότι δεν άντεχε να ακούει τις κραυγές μας. Τον πήρανε και χάθηκε, δεν τον ξανάδαμε.

Εν τω μεταξύ, άρχισαν οι ξενόφερτοι Τούρκοι να μπαίνουν και να ληστεύουν τα ελληνικά χωριά. Τον Ιούνιο του 1914 μπήκαν στο Γιαλί Τσιφλίκι και το καταλήστεψαν. Οι περισσότεροι από εμάς έφυγαν και πήγαν στο Βελετλέρ, στην Τρίγλια, στα Κουβούκλια και σε άλλα ελληνικά χωριά.

Όταν γυρίσαμε μετά από καιρό, τα πάντα ήταν κατεστραμμένα. Φτού και πάλι από την αρχή…  Έως ότου έφτασε το 1922, και τότε αναγκασθήκαμε να φύγουμε οριστικά. Εμείς ήρθαμε στην Πτολεμαΐδα και δόξα το θεό τακτοποιηθήκαμε».

Τρεις μέρες μετά τη συνέντευξή μας, πέθανε ο μπάρμπα Γιορδάνης. Τουλάχιστον πρόλαβε και μου εκμυστηρεύτηκε τον καημό του αλλά και την ιστορία του χωριού του.

      Περνώντας το τούρκικο χωριό Γιαμάν Κιόι, μπήκαμε στο Γιαλί Τσιφλίκι που σήμερα ανήκει στο Δήμο Μουδανιών.  Ο Σεφέρ κοιμόταν και ο Μουσταφά σιγοτραγουδούσε το τραγούδι που έπαιζε εκείνη τη στιγμή το μαγνητόφωνο. Πρέπει να ήταν το «Σ’ αγαπώ», ένα παραδοσιακό τραγούδι του Πάριου. Του άρεσε πολύ του Μουσταφά.

«Τι θα πει σ’ αγαπώ;» με ρώτησε.

«Σ’ αγαπώ θα πει πεινάω», του απάντησα πειράζοντάς τον, «άντε να φάμε και εμείς κάπου γιατί πείνασα».

«Εσύ πάντα το φαΐ σκέπτεσαι», μου απάντησε και σώπασε. Μπήκαμε στο χωριό… Ένας τεράστιος δρόμος χωρίζει το Γιαλί Τσιφλίκι σε δυο πλευρές. Αν κάποτε ασφαλτοστρώσουν αυτόν το δρόμο και φτιάξουν καινούργια σπίτια κατά μήκος του, θα είναι πανέμορφος. Με εντυπωσίασε, μου θύμισε τους μεγάλους δρόμους των πόλεων.

Βέβαια τα σπίτια εδώ ήταν τα περισσότερα παλιά, ασοβάτιστα και απεριποίητα. Σταματήσαμε σε ένα από τα πολλά καφενεία που υπήρχαν κατά μήκος του  δρόμου. Κάποιοι παραγωγοί είχαν απλώσει την πραμάτεια τους και πουλούσαν λάδι σε ντενεκέδες, ελιές και κρεμμύδια, όπως και οι παλιοί κάτοικοι του χωριού.  

Ρώτησα έναν ηλικιωμένο αν υπάρχει ακόμη η παλιά εκκλησία και μου έδειξε ένα σοκάκι λίγο πιο πέρα.  Η εκκλησία είχε σχεδόν ισοπεδωθεί. Το μόνο που διασωζόταν ακόμη ήταν 2-3 ντουβάρια τα οποία επιβεβαίωναν την ύπαρξή της.

Το εσωτερικό της είχε γεμίσει με χώμα και το χρησιμοποιούσαν για παρκινγκ. Γύρω από αυτήν, στο μαχαλά της εκκλησίας, υπήρχαν πολλά σπίτια ελληνικά, άλλα γκρεμισμένα και άλλα επιδιορθωμένα και κατοικήσιμα.

«Στην αρχή, όταν ήρθαν οι δικοί μας τη χρησιμοποιούσαμε σαν τζαμί, και όταν φτιάξαμε καινούργιο, σιγά-σιγά γκρεμίστηκε», είπε ένας παππούς στο καφενείο. 

Όμορφο και αυτό το χωριό, ή μάλλον χτισμένο σε όμορφη τοποθεσία! Τα πολυάριθμα ελληνικά σπίτια του, πριν το 1922, όταν ήταν καινούργια και σοβαντισμένα πρέπει να ήταν εξαίσια. Τώρα όμως, προσφέρουν μια άσχημη εικόνα στον επισκέπτη. 

Ξεκινήσαμε για το τελευταίο χωριό της περιοχής, το Βελετλέρ. Το τσάι που είχαμε μόλις πιει μου έκοψε τη διάθεση για φαγητό. Θα πρέπει όμως να πεινούσε ο Σεφέρ, διότι συνεχώς με πίεζε να φύγουμε.

 «Άντε μπρε Γιώργο, όχι άλλα ντουβάρια, φτάνει πια. Άφησε τα υπόλοιπα για τις άλλες μέρες… άμα νε σαμάνγκαφαλής είσαι», πετούσε και το τούρκικο βρισίδι στο τέλος.

Ήξερε ότι τα καταλάβαινα, άλλωστε γι’ αυτό τα έλεγε, για να με πειράξει. Αγαθός και φιλήσυχος άνθρωπος, παρά το άγριο παρουσιαστικό του.

Ο Μουσταφά στην κοσμάρα του… Όταν το ραδιόφωνο έπαιζε τσιφτετέλια, άρχιζε τους χορούς και τα τραγούδια. Με είχε αγανακτήσει στην κυριολεξία με τις ερωτήσεις του, τι σημαίνει αυτό και τι σημαίνει το άλλο.

 

Στο Βελετλέρ.

 

Το Βελετλέρ είναι κτισμένο σε υψόμετρο τέτοιο που σου επιτρέπει να διακρίνεις στο βάθος τον Κιανό κόλπο. Σε μικρή απόσταση από το χωριό  υπήρχε ένα ρέμα  το οποίο χειμώνα καλοκαίρι είχε πολύ νερό και χύνονταν στον Νιλουφέρ ποταμό.

Το όνομά του ήταν   Cinarli dere και γύρω του υπήρχαν πολλά πλατάνια τα οποία έδωσαν και στο χωριό το σημερινό του όνομα που είναι Cinarli. Πριν το 1922, ανήκε στην υποδιοίκηση Μουδανιών του νομού Προύσας.

Οι 90 περίπου οικογένειες που κατοικούσαν στο Βελετλέρ, μιλούσαν την τουρκική γλώσσα και οι κύριες ασχολίες τους ήταν η επεξεργασία κουκουλιών, η παραγωγή καλαμποκιού, σιταριού, λιναριού, αμπελιών και ελαιών. Ήταν μικρό χωριό και είχε ένα μουχτάρη, ο οποίος εκλεγόταν κατόπιν υπόδειξης των κατοίκων του χωριού.

 Η εκκλησία, κτισμένη στο κέντρο του χωριού από το 1833, ήταν αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή. Στον αυλόγυρό της, υπήρχε ένα μεγάλο Αγίασμα σε σχήμα πηγαδιού και το διώροφο σχολείο του χωριού.

Υπήρχε επίσης στο χωριό και ένα πανδοχείο για τη φιλοξενία των επισκεπτών, το οποίο ο μουχτάρης με μειοδοτικό διαγωνισμό, το διέθετε στον υποψήφιο ενοικιαστή για να το λειτουργήσει.

Στη διαδρομή για το τουρκοχώρι Γιαμάν Κιόι, υπήρχαν δυο Αγιάσματα, αφιερωμένα στην Αγία Μαρίνα και στην Αγία Γαλατινή. Τις μέρες τις εορτής τους, ο ιερεύς του χωριού και πολλοί πιστοί τα επισκέπτονταν και έκαναν Θεία Λειτουργία.

Σε μια περιοχή του χωριού με το όνομα Αϊντίν μπέη, είχαν βρει τυχαία παλιά πιθάρια και κεραμίδια τα οποία φανέρωναν την ύπαρξη παλιού οικισμού.

        Από μακριά το Βελετλέρ φαντάζει πανέμορφο. Όπως είναι κτισμένο ψηλά δεσπόζει της περιοχής. Ατενίζοντας από εκεί κανείς έχει πανοραμική θέα στα γύρω χωριά, ενώ η ματιά του φθάνει αβίαστα μέχρι τη θάλασσα η οποία δεν απέχει πολύ.  Πλησιάζοντας το χωριό διακρίνουμε μια τεχνητή λίμνη που δίνει μια ξεχωριστή ομορφιά  στην περιοχή. Όταν όμως μπαίνεις στο χωριό απογοητεύεσαι.

Ένας δρόμος της προκοπής δεν υπάρχει, όλοι είναι χαλικόστρωτοι και διακρίνονται πάνω τους οι αυλακιές που είχε δημιουργήσει η τελευταία βροχή. Τα σπίτια καινούργια μεν, αλλά ασοβάτιστα, ενώ χαρακτηριστικές ήταν οι μεγάλες και απεριποίητες αυλές που οριοθετούνταν με ανύπαρκτα συρματοπλέγματα.

Για να μη μιλήσω για τα περιττώματα των ζώων που πρόσφεραν το άρωμά τους σε όλη την περιοχή. Τα χαλίκια χοροπηδούσαν και κτυπούσαν το σασί του αυτοκινήτου κάνοντας έναν ενοχλητικό θόρυβο. «Πονηρέ Γιουνάνη», είπε ο Σεφέρ, «κάτι ήξερες και δεν πήραμε το δικό σου αυτοκίνητο…..για να καταστρέψουμε το δικό μου».

Εδώ που τα λέμε… είχε κάποιο δίκιο το καρντάσι μου, αλλά ελληνοτουρκική φιλία είναι αυτή, θέλει και τις θυσίες της.

Πλατεία δεν υπήρχε, έτσι καθίσαμε σε ένα καφενεδάκι δίπλα στο τζαμί. Οι κάτοικοι μας πρόσφεραν το συνηθισμένο τσάι, το οποίο εκεί ψηλά που βρισκόμασταν θεωρήθηκε απαραίτητο.

Ως συνήθως, τους παράτησα στο καφενείο και άρχισα να τραβάω φωτογραφίες του χωριού. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν είδα ούτε ένα ελληνικό σπίτι, παρά μόνο μία παλιά ελληνική βρύση.

 Απόρησα που διασώθηκε και αυτή. Πάντως δε νομίζω πως θα συνέχιζε να υπάρχει για πολύ καιρό ακόμη, διότι στο χωριό συνάντησα συνεργεία κατασκευής δρόμων και η βρύση αυτή ήταν σχεδόν στη μέση του δρόμου που κατασκευαζόταν.

Οι κάτοικοι του χωριού, αρκετά συμπαθητικοί και πρόσχαροι και αυτοί, ήταν πρόσφυγες από τις περιοχές της Δράμας και του Λαγκαδά. Οι περισσότεροι ήταν νέοι και δεν είχαν ιδέα για την προσφυγιά και τους τόπους καταγωγής των προγόνων τους. Εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός πως υπήρχε και ένα γραφείο ποδοσφαιρικού σωματείου με το όνομα Βελετλέρ Σπόρ. Γήπεδο όμως εκεί ψηλά δεν είδα.

«Παίζουμε πότε-πότε με τα γύρω χωριά, αλλά δε συμπληρώνουμε ενδεκάδα, διότι οι νέοι μας έχουν φύγει όλοι για τα Μουδανιά και την Προύσα αναζητώντας δουλειά. Αυτοί που μείναμε εδώ ασχολούμαστε με την εκτροφή ζώων και την ελαιοκομία».


Η ΠΑΛΙΑ ΒΡΥΣΗ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής