breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

συνέχεια

 

Στην Χωρούδα

 

        Η Χωρούδα δεν απείχε πολύ από το Τσατάλ Αγήλ. Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην Προύσα και μετά από λίγη ώρα, ούτε πέντε λεπτά, στρίψαμε για την Καρατζάομπα, όπως είναι το σημερινό τουρκικό της όνομα.

 Ανήκει μάλιστα και στον ίδιο δήμο με τα Κουβούκλια, στο Νιλουφέρ, και έτσι ο Μουσταφά είχε και εδώ πολλούς φίλους. Στο καφενείο μας περίμενε ο μουχτάρης ο Χασάν.

«Εδώ», μου έκλεισε το μάτι ο Μουσταφά, «μείνε ήσυχος...είμαστε στο δικό μας δήμο και ο μουχτάρης δικός μας είναι». Λεβέντης ο μουχτάρης, ψηλός με ένα μικροσκοπικό μουστακάκι. Ήρθε στο τραπέζι μας και πιάσαμε την κουβέντα.  

«Και τώρα, Γιώργη μπέη, να μας πεις που έκρυψαν οι δικοί σας τις λίρες τους, να τις βρούμε και να τις μοιράσουμε».

«Οι λίρες είναι τα χωράφια που σας άφησαν οι δικοί μας», του απάντησα, «τέτοια πλούσια μέρη δεν τα βρίσκεις στην Ελλάδα. Αλλά κι αν ακόμα ήξερα πως υπάρχουν, θα τις έπαιρνα μόνος μου. Αρκετά πήρατε από τους προγόνους μου».

«Μπρε μπρε… τι Γιαχουντής (Εβραίος) Έλληνας», κούνησε το κεφάλι του ο Χασάν, «δε δίνει ούτε δεκάρα σε εμάς».

Έφερα στο μυαλό μου τον παππού Θόδωρο από το Κιλκίς. Μου είχε αναφέρει ότι πολλοί κάτοικοι από τα πλούσια Πιστικοχώρια, εγκαταλείποντας τα χωριά τους, έκρυψαν θησαυρούς σε διάφορα μέρη.

Είχαν σκοπό, όταν θα επέστρεφαν να τους ξαναπάρουν. Βλέπεις τότε δεν πίστεψαν ότι θα έφευγαν οριστικά.

Οι Τούρκοι που τυχαία ανακάλυπταν τους θησαυρούς αυτούς, γίνονταν ξαφνικά πλούσιοι και το γεγονός αυτό παρακινεί μέχρι και σήμερα κάποιους να προσπαθούν να εντοπίσουν θησαυρούς στις ερειπωμένες εκκλησίες, στις βρύσες, ή στις ρίζες μεγάλων δέντρων.  Έτσι έσκαψαν συθέμελα τις εκκλησίες μας και πολλά γέρικα πλατάνια έπεσαν, καθώς οι θησαυροκυνηγοί έσκαβαν βαθιά γύρω από αυτά, με αποτέλεσμα να μη αντέξουν οι ρίζες τους. Το δικό μας το χωριό ήταν μικρό και γι’ αυτό το έλεγαν Χωρούδα, δηλαδή χωριουδάκι. Αριθμούσε μόλις εξήντα οικογένειες και οι γονείς μας ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη σηροτροφία.

Πολλές φορές ακολουθούσα τον πατέρα μου στα χωράφια μας για να επιθεωρήσουμε την πρόοδο των σιτηρών. Έτσι αποτύπωσα πολλά τοπωνύμια:  Παλιοχώρια, Κουρού Τσεσμές, Βαραδάδες, Καλδηρήμια, Γεφυρούδια, Πετόνια, Αγιάσματα, Μηλούδια, Αλυκές, Τραχωνούδια, Μαυρόγεια, Τσαΐρια, Βίβλες, Λάγνηδες, Ξερόργιακο, Μακρομαλλιά, Λάντες, Παλιάμπελα, Κοκινόγεια, Πηγαδούδ, Ψηνός, Ακτσαλάρ Γιολού, Αμπολιόντ Γιολού, Κέφαλος, Μανδριά, Χώρας τ’ Οργιάκι, Ζωγραφιστός δρόμος, Μπογάζια, Τσαχάλια, Πλάτσες.

Η εκκλησιά μας, που είχε κτιστεί το 1847, ήταν αφιερωμένη στη μεγαλομάρτυρα Αγία Παρασκευή. Ήταν πολύ όμορφη και είχε μεγάλο γυναικωνίτη.

Όταν γιόρταζε, οι γυναίκες του χωριού έπλαθαν στα σπίτια τους μικρά πιταρούδια και τα πήγαιναν στο παρεκκλήσι της Αγίας, που βρισκόταν στους αμπελώνες του χωριού.

 Μετά τη Θεία Λειτουργία, ο παπάς του χωριού τα ευλογούσε και αργότερα τα μοίραζαν στον κόσμο για να γλυκάνουν την Αγία Παρασκευή και να προστατεύει τα μάτια τους.

Εκτός από το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, υπήρχε στο χωριό και ένα άλλο εκκλησάκι που ήταν αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία.

Όσο για τις γιορτές, στο χωριό μας γιορτάζονταν όλες με περισσή μεγαλοπρέπεια. Στις μεγαλύτερες από αυτές, τα παιδιά ψάλλαμε τα κάλαντα, από τα οποία ξεχώριζαν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς διότι περιείχαν πολλούς ιδιωματισμούς:

 

 «Αϊ Βασίλης έρχεται, Ζενάρης ξημερούνει.

Αϊ Βασίλη Βασιλέμ, τι σπέρνεις την ημέρα;

Τσάι, τσάι ρόβι δεκαοχτώ, μα την αλήθεια στο Ιερό.

Κάτω στο περιγιάλι μοναστήρι ντάρι

έσπερνα τσάι, στάρι δεκοχτώ.

Βασίλε μ’ πές τραζούδια.

Τραζούδια δεν ηξέρω, ξέρω την άλφα βήτα,

του θεού τσάι του Άζιου του Θεολόγου.

Κυράμ τη θυγατέρα σου και τσ αυτήν την αρζυρή σου,

πέντε μικροί τη ζούρεβαν τσάι δώδεκα μεγάλοι

κι ένας μικρός τη ζούρεψε τσ εκείνος θα την πάρει.

Βάλε κυράμ το χέρι σου στην αρζυρή την τσέπη σου,

να βγάλεις μια, να βγάλεις δυο, να βγάλεις τσίτρινο φλουρί,

να τσερνάς τα παλικάρια.»

 

 Στο χωριό μας υπήρχε και διώροφο σχολείο που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία, μόνο που το ισόγειο το χρησιμοποιούσαν σαν καφενείο διότι είχε πολύ λίγους μαθητές. Οι κάτοικοι του χωριού μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στους νομούς Σερρών, Δράμας και Κιλκίς».

Εν τω μεταξύ, στο καφενείο άρχισαν να καταφθάνουν αρκετοί παππούδες, οι οποίοι σε λίγη ώρα θα πήγαιναν στο τζαμί να προσευχηθούν.

«Σήμερα στο χωριό μας κατοικούν περίπου τριακόσια άτομα, από τα οποία κάποιοι ήρθαν από το χωριό Σέρτσιλι του Κιλκίς και άλλοι από τα Γιαννιτσά», μου ανέφερε ο μουχτάρης.

Όταν οι γονείς μας έφθασαν στην περιοχή, βρήκαν τα περισσότερα χωριά καμένα από τους στρατιώτες του ελληνικού στρατού. Για λίγο χρονικό διάστημα εγκαταστάθηκαν στην Απολλωνιάδα, μέχρι το τουρκικό κράτος να τους κτίσει σπίτια, δίπλα στο παλιό χωριό.

Αν θέλεις, Γιώργη, πάμε να σου δείξω το χώρο όπου βρίσκονταν τα ερείπια της εκκλησίας και μερικές μεγάλες πέτρες, δίπλα σε μια βρύση».

Πράγματι, ακολούθησα τον πρόεδρο και βγήκαμε έξω από το χωριό. Μου έδειξε ένα χωράφι, όπου παράμερα υπήρχαν αραδιασμένες πολλές πέτρες που ανήκαν στην εκκλησία του χωριού. Δίπλα σε μια κοντινή βρύση, υπήρχαν άλλοι μεγάλοι λίθοι, οι οποίοι έμοιαζαν να ανήκαν σε κάποιον παλιό μύλο.

Απαθανάτισα με τη φωτογραφική μου όσα μπόρεσα και γυρίσαμε στο καφενείο.

Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, αλλά ο μουχτάρης επέμενε να μας κρατήσει για να μας προσφέρει φαγητό.

Ακολουθώντας τη ρήση του παππού μου «όπου βρεις φαγητό κάτσε και όπου βρεις ξύλο φύγε», αποδέχθηκα την πρόταση του μουχτάρη. Άλλωστε και ο Μουσταφά συμφώνησε με χαρά, διότι θα γλύτωνε το τραπέζι που μου είχε υποσχεθεί στην Απολλωνιάδα.

Αν δεν ταιριάζαμε… δε θα συμπεθεριάζαμε… που λέει και η σοφή ελληνική παροιμία.

Έστησε λοιπόν ο μουχτάρης μια αμφιβόλου καθαριότητας ψησταριά, άναψε φωτιά και άρχισε να ψήνει τα λαχταριστά αρνίσια παϊδάκια που είχε φέρει από το διπλανό κρεοπωλείο.

Επειδή το τζαμί ήταν κοντά μας, δεν ήπιαμε αλκοόλ, αλλά γκαζόζα από τον Όλυμπο, που σύμφωνα με το Μουσταφά ήταν η καλύτερη του κόσμου.

Μου έκανε πάντως εντύπωση το πόσο γρήγορα τα ετοίμασαν και πόσο νόστιμα ήταν όλα αυτά που μας πρόσφεραν.

Με γεμάτη την κοιλιά, αποχαιρετήσαμε τους φιλόξενους κατοίκους της Καρατζάομπα και το μουχτάρη της. Αφού τον φίλησα και του υποσχέθηκα παρόμοια φιλοξενία στην Ελλάδα, αναχωρήσαμε για το τελευταίο χωριό της Εκκλησιαστικής Περιφέρειας Απολλωνιάδας, το Μπάσκιοϊ.

 

Στο Μπάσκιοϊ.

 

         Το Μπάσκιοϊ απείχε λίγα χιλιόμετρα από την Καρατζάομπα. Εκεί θα συναντούσαμε το συμπέθερο του Μουσταφά, το Νουρί, πού ήταν πρόεδρος του χωριού.

Πρόσφυγες από το Μπάσκιοϊ είχα συναντήσει στο χωριό Αναρράχη Πτολεμαΐδας. Είχα πάει στην Αναρράχη μαζί με το θείο μου το Χατζηαυγουστίδη το Γιώργο, από τη Γαλάτεια Πτολεμαΐδας.

Είχαμε σκοπό να συναντήσουμε το φίλο του τον μπάρμπα Χρήστο. Αυτός θα είχε πολλά να μου διηγηθεί για το χωριό του, το Μπάσκιοϊ που βρίσκονταν πολύ κοντά στα Κουβούκλια.  Τον συναντήσαμε στο καφενείο, όπου μας κέρασε καφέ και έπειτα μας πήγε στο σπίτι του και άρχισε να διηγείται την ιστορία του χωριού του.

«Το χωριό μου, αγαπητέ Γιώργο, στα τούρκικα το έλεγαν Μπάσκιοϊ, που σήμαινε κεφαλοχώρι και στα ελληνικά Γουρλάτοι. Ανήκε στην υποδιοίκηση του Μιχαλιτσίου.

Οι κάτοικοι, περίπου διακόσες οικογένειες, ήταν όλοι Έλληνες που μιλούσαν μόνο ελληνικά και είχαν έρθει από την περιοχή της Μάνης. Την καταγωγή τους φανέρωνε και η γλώσσα τους, που ήταν γεμάτη ιδιωματισμούς.

 Αντί για δεντράκι έλεγαν «δεντράτσι», τη γυναίκα την έλεγαν «γυναίτσα», «ποίσε» αντί κάνε και «χαράνα» αντί χαρά.

 Στο χωριό υπήρχαν τρεις μεγάλοι μαχαλάδες τους οποίους διαχώριζε μια μεγάλη ρεματιά. Στους μαχαλάδες αυτούς, έμεναν τα μεγάλα σόγια του Παναγιωτάκογλου, του Μυρμίγκογλου και του Σωτηράκογλου, οι οποίοι τους έδωσαν και τα ονόματά τους.

Εμείς μέναμε δίπλα στη ρεματιά, η οποία, όταν έβρεχε, μετατρεπόταν σε ποταμάκι με τα νερά που κατέβαζε. Αυτό ήταν για τα παιδιά της γειτονιάς δώρο θεού!

Κάναμε βαρκούλες από σάζια, τα ρίχναμε στο ρέμα και συναγωνιζόμασταν ποιανού η βάρκα θα φθάσει πρώτη στο τέρμα.

Πολύ όμορφο το χωριό μας, Γιώργο, με τα διώροφα και τριώροφα σπίτια του. Ήταν κοντά στον Μπαλουκλί Ντερέ και το Ρυνδάκο ποταμό. Αρκετά κοντά επίσης, στην πανέμορφη λίμνη της Απολλωνιάδας, με τα διπλανά βουνά του Καγιαπά και του Άκτσαλάρ να ρίχνουν πάνω του το πέπλο της σκιάς τους.

Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τα καπνά και τη σηροτροφία. Άλλωστε αυτές ήταν και οι κύριες ασχολίες όλων των κατοίκων της περιοχής. Αγόραζαν τα προϊόντα που χρειάζονταν από την αγορά της Απολλωνιάδας και της Προύσας, ενώ διατηρούσαν συναλλαγές με όλα τα διπλανά ελληνικά χωριά.

Σου αναφέρω ορισμένα από τα τοπωνύμια του χωριού, όσα τουλάχιστον κατάφερα να συγκρατήσω στην μνήμη μου».

Έβγαλε ένα τεφτέρι ο παππούς, όπου είχε καταγράψει τα τοπωνύμια του χωριού του και διάβαζε……

«Πηγάδια, Κατσιβελούδια, Κλήματα, Μονολιές, Κουριά, Μονοπάτια, Αμμούδα, Κουρού Τσεσμές, Καλτηρήμια, Λόφοι, Παλιουρωτές, Ασατζήκ, Λυωτά, Μισοστριβές, Μεσοτράχωνα, Κλανητούδια, Τσαλήκους, Κούκς, Κοτζά Ορμάν, Παναγιά Κεραμίδια, Τσακάλ Μπαγή, Ναλντικές, Μεσοπήγαδα, Κάζ Οβάς, Περδικές, Πασκασιές, Χαρανούδια, Πέπιτσα, Πετρούδια, Κλαδερά, Λάφια Μαυρόγεια, Δαμασκηνιές, Αγελαδαριά, Τσατμάδες, Βαθουρνάκι.

Θυμάμαι πολύ καλά την περιοχή της Αγελαδαριάς, κάτω στη ρεματιά. Εκεί πηγαίναμε τα γελάδια μας να ξεκουραστούν κάτω από τα δέντρα, τα οποία το καλοκαίρι με την αφόρητη ζέστη πρόσφεραν απλόχερα την παχιά σκιά τους.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και γιόρταζε στις 24 Ιουλίου. Την παραμονή του Αϊ Γιάννη, ανάβαμε φωτιές και πηδούσαμε από πάνω τους για να καούν τα κακά πνεύματα.

Ανήμερα, μετά τη Θεία Λειτουργία, κάθονταν οι μουσικοί δίπλα στο μεγάλο κυπαρίσσι και έπαιζαν μέχρι το επόμενο πρωί. Πολλές φορές τους φιλοξενούσαμε και στο σπίτι μας. Ο Στράντζος με το κλαρίνο και ο Κατζογιάννης με το βιολί,  ήταν από τους καλύτερους  μουσικούς της περιοχής Προύσας.

Είχαμε ακόμη μια εκκλησία, πολύ παλιά, από την εποχή του Βυζαντίου, έλεγαν, και για να μπει κανείς σε αυτήν, έπρεπε να κατέβει είκοσι πέντε σκαλιά. Την είχαν μάλιστα ανακαλύψει με θαυματουργό τρόπο. Και να πως έχει η ιστορία…

Ένας γείτονάς μας, ο Μαστρογιαννίδης, που δεν ήταν και από τους πιο πιστούς χριστιανούς, μια νύχτα είδε στον ύπνο του την Παναγία. Του υπέδειξε, λέει, μια τοποθεσία για να σκάψει και να ξεθάψει την εικόνα της. αυτός όμως αδιαφόρησε και δεν έδωσε μεγάλη σημασία στο παράξενο όνειρό του.

Πέρασε αρκετός καιρός, και ξαφνικά ακούστηκε στο χωριό ότι ο Μαστρογιαννίδης κουτσάθηκε από το ένα του το πόδι και δεν μπορούσε να περπατήσει. Όταν ο παπάς του χωριού επισκέφθηκε τον παθόντα, αυτός με δάκρυα στα μάτια, του εκμυστηρεύτηκε το μυστικό του.

Όλοι μαζί λοιπόν, συνοδεία της εκκλησιαστικής επιτροπής, πήγαν στην τοποθεσία που του υπέδειξε η Παναγία. Αφού έσκαψαν σε βάθος πολλών μέτρων, ανακάλυψαν μια παλιά εκκλησία, στο κέντρο της οποίας υπήρχε μια εικόνα της Παναγίας.

Ονόμασαν την Παναγία «Φανερωμένη», διότι φανερώθηκε με αυτόν τον τρόπο και από τότε την τιμούσαν και την γιόρταζαν στις 23 Αυγούστου. Ανατολικά του χωριού, μια ώρα μακριά και ανάμεσα στα τουρκοχώρια, Χασάν Αγά, Ακ Τσαλάρ και Καγιάπα, υπήρχε το παρεκκλήσι του Αγίου Πνεύματος με το Αγίασμα.

Την ημέρα της γιορτής του  Αγίου Πνεύματος έκαναν πολύ μεγάλο πανηγύρι. Έσφαζαν βόδια, τα έβραζαν σε μεγάλα καζάνια και τα πρόσφεραν στους επισκέπτες. Τα κρέατα αυτά τα ονόμαζαν «παλιόβοκος», διότι ήταν κρέατα υπερήλικων ζώων.

Ήταν ζώα που, οι παλιοί κτηνοτρόφοι, τα άφηναν ελεύθερα στους αγρούς για ένα χρόνο και αργότερα τα προσέφεραν στην εκκλησία για να τα σφάξουν.

Στα πλαίσια αυτού του μεγάλου πανηγυριού, διοργανώνονταν και αγώνες πάλης με τη συμμετοχή παλικαριών από όλα τα χωριά. Μια φορά μονάχα δεν έγιναν οι αγώνες αυτοί και αυτό θεωρήθηκε μεγάλο θαύμα.

Ήταν η μέρα που είχαν σχεδιάσει οι Τσέτες να πατήσουν το μεγάλο ελληνικό χωριό, τα Κουβούκλια, τα παλικάρια του οποίου συμμετείχαν πάντα στους αγώνες.

Έβρεξε όμως τόσο πολύ, που είχε σαν αποτέλεσμα να παραμείνουν τα παλικάρια στο χωριό τους και να αποκρούσουν τους Τσέτες που προσπάθησαν να το καταλάβουν.

Τα άλλα παρεκκλήσια του χωριού ήταν αφιερωμένα στην Αγία Ελένη, στην Αγία Αικατερίνη και στον Άγιο Αθανάσιο.

Όσο για το σχολείο μας, αυτό ήταν πολύ παλιό και αναγκάστηκαν το 1914 να χτίσουν καινούργιο. Λίγες τάξεις πήγα, αν και μου άρεσε η Ψαλτική και η Ιερά Ιστορία. Δεν το θεωρούσαμε και απαραίτητο να το τελειώσουμε γιατί είχαμε προτεραιότητα να βοηθάμε τους ταλαίπωρους γονείς μας στις εργασίες τους.

Ήταν μουχταρλίκι το χωριό και ο μουχτάρης με τους αζάδες εκλέγονταν δια βοής. Προτείνονταν ορισμένα κοινής αποδοχής άτομα και δια βοής ή σηκώνοντας το χέρι τους, οι χωριανοί συμφωνούσαν ή όχι με την επιλογή αυτών των ατόμων.

Μετά την εκλογή του, ο μουχτάρης ήταν υποχρεωμένος να ορίσει έναν Πρωτόγερο. Αυτός θα ήταν υπεύθυνος για τη φιλοξενία των περαστικών Τούρκων, σύμφωνα με τη διαταγή του σουλτάνου, η οποία είχε ισχύ σε όλα τα Πιστικοχώρια.

Στη μέση του χωριού ήταν το μεγάλο διώροφο κτίριο που το ονόμαζαν Αδελφάτο. Το χρησιμοποιούσαν σαν καφενείο, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις της κοινότητας, αλλά και σαν χώρο φιλοξενίας των περαστικών.

Δυστυχώς, δε γλυτώσαμε ούτε εμείς από τις ορδές των Τσετών και όπως όλα σχεδόν τα μικρά ελληνικά χωριά, το Μπάσκιοϊ λεηλατήθηκε.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, συνέβη και εδώ το γεγονός που επαναλήφθηκε σε όλα τα χωριά της Προποντίδας, για τρεις με τέσσερις μήνες.

Πρόκειται για τη γνωστή ιστορία της κοπέλας που κατέφυγε στην Παναγία τη Φανερωμένη, για να προσκυνήσει και να ζητήσει τη βοήθειά της. Μόλις έσκυψε να τη φιλήσει, η εικόνα έγειρε και χτύπησε το κορίτσι, το οποίο τρομοκρατημένο, έτρεξε στον παπά του χωριού και του ανέφερε το περιστατικό.

Την επόμενη μέρα, έκαναν τάματα και προσευχές στη Χάρη της. Αργότερα, οι γηραιότεροι ερμήνευσαν το γεγονός σαν ένα προμήνυμα του μεγάλου κακού που θα επακολουθούσε».

 Φθάσαμε στο Μπάσκιοϊ και στο καφενείο μας περίμενε ο συμπέθερος του Μουσταφά, ο Νουρί. Από το καφενείο αντίκρισα το καινούργιο τζαμί, που καταλαμβάνει σήμερα τη θέση της εκκλησίας του χωριού.

 «Πριν δύο τρία χρόνια υπήρχε ακόμη το κτίσμα της εκκλησίας, το οποίο είχαμε χωρίσει στη μέση. Το μισό τμήμα της το χρησιμοποιούσαμε σαν κοινότητα και το άλλο ήταν τζαμί», μου εξήγησε ο Νουρί.

Ούτε άλλο ελληνικό κτίσμα υπάρχει, όπως παρατήρησα στη συνέχεια. Υπάρχει μόνο η ρεματιά και πολλά αραιοκατοικημένα σπίτια με μεγάλες αυλές. Ρώτησα και για την άλλη παλιά εκκλησιά, την Παναγία Φανερωμένη, αλλά δεν ήξεραν που βρίσκεται.

Από το παλιό Μπάσκιοϊ έμεινε μόνο το όνομα. Σήμερα, κάθε άλλο παρά κεφαλοχώρι είναι… Οι περισσότεροι κάτοικοί του έφυγαν στα Κουβούκλια ή στην Προύσα. Όσοι έμειναν στο χωριό θυμούνται τα χωριά των πατεράδων τους που είναι στο Κιλκίς και εύχονται κάποτε να δώσει ο Αλλάχ να τα επισκεφθούν.

 Ήπιαμε το τσάι μας και αναχωρήσαμε για τα Κουβούκλια. Έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου και να μετακομίσω στου Μουσταφά. Ο παππούς, όπως συνήθιζε, με περίμενε καρτερικά. Ο Μουσταφά ανέλαβε να του εξηγήσει ότι από σήμερα θα μετακόμιζα στο σπίτι του. Στεναχωρήθηκε, όπως φάνηκε από τις συσπάσεις του προσώπου του και ακολούθησαν λόγια από καρδιάς που μου έλεγε συχνά:

«Γιώργο, παιδί μου, να μη ξεχάσεις ποτέ ότι αυτό το σπίτι είναι και δικό σου. Ακόμη και όταν εγώ πεθάνω, μπορείς να έρχεσαι εδώ να μένεις χωρίς δισταγμό. Εγώ σε αγαπώ όπως και τα άλλα μου παιδιά». Τον διαβεβαίωσα ότι πριν φύγω θα πήγαινα να μείνω λίγες μέρες ακόμα μαζί του και ότι τον αισθάνομαι και τον αγαπώ σαν παππού μου.

Έπειτα τον αγκάλιασα, τον φίλησα γλυκά και του εξήγησα ότι το βράδυ θα πάμε στο γάμο του Σεφέρ που πάντρευε τη μεγάλη κόρη του, τη Σεντέφ. Ήταν ημέρα Δευτέρα και είχαν ήδη αρχίσει οι προετοιμασίες του γάμου.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής