breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη
  • Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

Στον Πλατύανο

 

        Ο Πλατύανος φαίνεται μεγάλο και περιποιημένο χωριό. Συναντάς παντού καλοστρωμένους δρόμους και όμορφα σπιτικά.

Έχει ενωθεί με την Προύσα και πλέον θεωρείται «μαχαλάς» του δήμου Osmangazi Προύσας.

Το καινούργιο όνομά του, είναι Υυnuseli, αλλά μπορείς να το αναζητήσεις και με το παλιό τούρκικο όνομα, Μπελεντύανος, το οποίο αναγνωρίζουν κυρίως οι γηραιότεροι κάτοικοι της περιοχής.

Στα κατάστιχα  των ιερών ιδιοκτησιών  (vakif-βακούφι) του 1454-55 αναφέρεται σαν Μπλαντύανος και σύμφωνα με την προφορική παράδοση  ήταν παλιότερα ιδιοκτησία  μοναστηριού  μεβλεβήδων δερβίσιδων οι οποίοι παραχωρούσαν τις καλλιεργήσιμες γαίες τους στους χριαστιανούς έναντι καθορισμένου ετήσιου φόρου.    

Πολλοί πρόσφυγες από τον Πλατύανο κατέφυγαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στη Βέροια.

Εκεί, σε ένα παλιό σπίτι στο Τσερμένι, τον προσφυγομαχαλά της πόλης, συνάντησα τη γιαγιά Σταυρούλα. Με μεγάλη της χαρά δέχτηκε να μου διηγηθεί όσα έζησε η ίδια και όσα της είχαν διηγηθεί οι γονείς της για το χωριό όπου γεννήθηκε.

«Στον Πλατύανο, κύριε Γιώργο, κατοικούσαν περίπου πεντακόσια άτομα, εκατόν πενήντα ελληνικές οικογένειες και πενήντα τουρκικές.  Απ’ ότι θυμάμαι, είχε δυο μουχτάρηδες, έναν Έλληνα και έναν Τούρκο. Ο τελευταίος Έλληνας μουχτάρης ήταν γείτονάς μας και τον γνώριζα πολύ καλά. Τον έλεγαν Αρναούτ Παναγιώτ και ήταν ένας πολύ προκομμένος κτίστης.

Είχε έρθει στο χωριό πριν από πολλά χρόνια, όπως και πολλοί άλλοι,  από τη Βόρειο Ήπειρο για να βρει δουλειά.

Γνώρισε και παντρεύτηκε μια συγχωριανή και έτσι εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό μας.

Το χωριό ήταν χωρισμένο σε τρείς μαχαλάδες. Στο κέντρο του χωριού, υπήρχαν τα ελληνικά σπίτια και στις δυο άκρες του τα τουρκικά.

Τον κεντρικό, όπου διέμεναν οι Έλληνες, τον ονόμαζαν Ρούμ μαχαλά, ενώ τους άλλους δύο, Ασαγί μαχαλά και Τζαμί Ονού.

Ρωτώντας τον πατέρα μου από πού προέρχονταν οι Τούρκοι του χωριού μας, μου απάντησε ότι ήταν πρόσφυγες από τη Ρωσία και τη Βουλγαρία και είχαν εγκατασταθεί στο χωριό στα τέλη του 19ου αιώνα.

Γενικά το χωριό μας ήταν πλούσιο. Είχαμε δυο μπακάλικα από όπου ψώνιζαν οι γονείς μας τα απαραίτητα αγαθά. Για μεγαλύτερες αγορές κατέφευγαν στην Προύσα, όπου εύρισκε κανείς και του πουλιού το γάλα.

Η μεγαλύτερη αδελφή μου, η Γραμματού, μαζί με άλλα κορίτσια του χωριού εργάζονταν στην Προύσα, στο εργαστήριο μεταξουργίας κάποιου πλούσιου Έλληνα.  Όταν έρχονταν στο χωριό, μου έφερνε του κόσμου τα καλούδια, αγορασμένα από το ξακουστό Καπαλί Τσαρσί της Προύσας.

Εγώ δυστυχώς ήμουν πολύ μικρή και δεν κατάφερα να πάω ποτέ στην όμορφη αυτή πόλη.

Στην Προύσα βέβαια μπορεί να μην πήγα, αλλά γύρισα κάθε σπιθαμή του κάμπου, όπου ήταν τα χωράφια μας. Θυμάμαι ακόμη τις ονομασίες όλων των περιοχών γύρω από το χωριό: το Ατζέμπερε, που ήταν μισή ώρα νότια του χωριού, το Εφικλί, Ταρλά, Κογιούνμπασι, Μπαχτσέ Αρκασί, Ντερμέν Ντερέ, Ντουφλού Ταρλά, Ορμάν, Ορμάν γιολού.

Στην περιοχή Κόβαλικ, υπήρχαν πολλά οπωροφόρα δέντρα, όπου πηγαίναμε να κλέψουμε μήλα. Παίρναμε βέβαια τις προφυλάξεις μας για να μη μας αντιληφθεί ο γουρουτζής, ο αγροφύλακας.

Αν συνέβαινε αυτό, τότε το βράδυ μας περίμενε πολύ ξύλο και τιμωρία σκληρή για να μην το επαναλάβουμε. Σε μια άλλη περιοχή, την Ντουμπέκ Ονού, υπήρχε ένα τεράστιο πέτρινο ντουμπέκι (γουδί), όπου πήγαιναν οι μανάδες μας και κοπανούσαν το στάρι για να κάνουν το «κεσκέκι», ένα από τα αγαπημένα μας φαγητά.

Εκεί επίσης, συγκεντρωνόταν κάθε Πάσχα όλο το χωριό. Ψήναμε, χορεύαμε και τραγουδούσαμε γιορτάζοντας την Ανάσταση του Κυρίου.

Δίπλα από το χωριό, έρεε ο ποταμός Νιλουφέρ, ο αρχαίος Οδρύσης. Με τα νερά του λειτουργούσε ο αλευρόμυλος του συγχωριανού μας, του Γαβριήλογλου. Οι κάτοικοι του χωριού άνοιγαν μεγάλα αυλάκια και μετέφεραν το νερό του ποταμού στα χωράφια τους, με αποτέλεσμα να έχουμε πλούσιες παραγωγές από την ενασχόληση με τη γεωργία.

Τα κύρια προϊόντα μας ήταν τα φρούτα, τα δημητριακά και τα κουκούλια, ενώ κάποιοι ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία.

H γλώσσα που μιλούσαμε στο χωριό ήταν τα τουρκικά. Στο σχολείο με χίλια ζόρια μαθαίναμε λίγα ελληνικά και τα ξεχνούσαμε αμέσως όταν πηγαίναμε στο σπίτι, διότι δεν τα χρησιμοποιούσαμε καθόλου.

Για να σου δώσω να καταλάβεις, την Κυριακή που πηγαίναμε στην εκκλησία, ακούγαμε τη Θεία Λειτουργία, αλλά δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Τότε ο παπάς αναγκαζόταν να εξηγήσει το Ιερό Ευαγγέλιο στα τουρκικά.

Όταν πάλι μας επισκεπτόταν ο Δεσπότης από την Προύσα, χαιρόμασταν μεν που τον είχαμε κοντά μας, αλλά από την ομιλία του δεν καταλαβαίναμε πολλά πράγματα. Έτσι ο παπάς αναλάμβανε για άλλη μια φορά το έργο της μετάφρασης. 

Οι γηραιότεροι του χωριού θυμούνταν ότι παλαιότερα μιλούσαν και ελληνικά στο χωριό. Ωστόσο, οι τουρκικές αρχές, τους απαγόρευσαν τη χρήση των ελληνικών, με την απειλή ότι θα τους έκοβαν τη γλώσσα.

Το μικρό μικτό σχολείο μας, είχε πενήντα μαθητές με ένα δάσκαλο και το συντηρούσαν το εκκλησιαστικό ταμείο και το Ζαρίφειο Ίδρυμα.  Ελάχιστοι μαθητές παρακολουθούσαν όλες τις τάξεις του σχολείου, διότι κανείς δεν είχε το ενδιαφέρον να μάθει γράμματα.

Τα αγόρια προτιμούσαν να πάνε να φοιτήσουν στη γεωργική σχολή, που ήταν σε απόσταση τριάντα λεπτών από το χωριό. Μάθαιναν και γράμματα εκεί, αλλά κυρίως αποκτούσαν γνώσεις για τη συστηματική ενασχόληση με τη γεωργία. Στο χώρο αυτό, το 1920, όταν ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε την Προύσα, κατασκεύασαν ένα αεροδρόμιο για τις ανάγκες της αεροπορίας.

Η πέτρινη και πανέμορφη εκκλησιά μας, στο κέντρο του χωριού, ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο.

Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία για να εκκλησιαστούμε και καθόμασταν στο γυναικωνίτη, του οποίου η είσοδος ήταν στο προαύλιο. Αυτό συνέβαινε για να μη συναντιούνται τα αγόρια με τα κορίτσια, πράγμα που το θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία.

Από εκεί ψηλά χάζευα την τεράστια αγιογραφία του Παντοκράτορα πάνω στον τρούλο, αλλά και τις πολλές ασημένιες εικόνες που διέθετε η εκκλησία μας και τις οποίες είχαν χαρίσει ως τάμα οι χωριανοί.

Δίπλα στην εκκλησία, υπήρχε ένα χάνι με τρία δωμάτια για τη φιλοξενία των επισκεπτών. Το κτίσμα ανήκε στην εκκλησία, η οποία το νοίκιαζε στους χαντζήδες. Στον ίδιο χώρο υπήρχε και η Μητρόπολη, το σπίτι όπου έμεναν οι παπάδες και οι δάσκαλοι.

Στο προαύλιο της εκκλησίας υπήρχε ένα τεράστιο πλατάνι. Ήταν τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσαν να το αγκαλιάσουν ούτε τέσσερα άτομα μαζί. Όταν κουραζόμασταν μέσα στην εκκλησία πηγαίναμε από κάτω του και παίζαμε παιχνίδια.

Όπως και σε όλα τα χωριά της Μικράς Ασίας, έτσι και στο δικό μας υπήρχαν πολλά παρεκκλήσια και Αγιάσματα, στα οποία κατέφευγαν οι χριστιανοί όταν βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, αναζητώντας τη βοήθεια και την προστασία τους.

Υπήρχε και μια μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο, στο νεκροταφείο μας, κοντά στον τούρκικο μαχαλά. Πολύ σπάνια λειτουργούσε εκεί ο παπάς. Πηγαίναμε να ανάψουμε κερί μόνο όταν πέθαινε κανείς ή όταν κάναμε τρισάγιο στη μνήμη κάποιου συγγενούς.

Όλοι οι τάφοι των νεκρών μας είχαν ξύλινους ή μαρμάρινους σταυρούς. Όταν κάποτε ένας Τούρκος έκλεψε μια μαρμάρινη πλάκα και τη φόρτωσε στον ώμο του για να την μεταφέρει σπίτι του, ο Άγιος Αθανάσιος τον τιμώρησε για την απερισκεψία του και από τότε έμεινε καμπούρης.

Τιμούσαμε πολύ τον Άγιο Αθανάσιο, και στην είσοδο του χωριού, του είχαμε αφιερώσει και ένα Αγίασμα το οποίο γιόρταζε στις 2 Μαΐου. Δίπλα του, ένα τεράστιο πλατάνι του χάριζε μεγαλοπρέπεια και τον παχύ ίσκιο του, όπου ξεκουράζονταν οι περαστικοί.

Αυτό το Αγίασμα το σέβονταν πολύ και οι Τούρκοι, οι οποίοι το επισκέπτονταν πολλές φορές, άναβαν τα καντήλια του και έφευγαν πίνοντας από το Άγιασμα του.

Μέσα σε ένα χωράφι προς το τούρκικο χωριό Τσελτίκ Κιόι, υπήρχε το Αγίασμα της Αγίας Αικατερίνης, ενώ στο δρόμο προς το Παλλαδάρι, το Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής. Δίπλα σε αυτό το Αγίασμα, υπήρχε ένα παλιό θολωτό κτίσμα, μέσα στο οποίο υπήρχε μια παλιά εικόνα της Αγίας.

Παρόμοιο κτίσμα αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, υπήρχε και μέσα στο χωριό.

Οι Τούρκοι συγχωριανοί μας, είχαν στο μαχαλά τους ένα τζαμί και ένα μικρό σχολείο. Είχαμε επίσης στη διάθεσή μας τέσσερα καφενεία, τρία ελληνικά και ένα τούρκικο.

 Αχ μπρε Γιώργη… πολλές φορές συλλογιέμαι το χωριό μου και κλαίω. Θέλω πολύ να πάω, αλλά δε βαστούν τα πόδια μου και φοβάμαι πολύ τους Τούρκους. Τόσα τραβήξαμε εξαιτίας τους>>.

Θαρρείς πως οι σκέψεις ξεχύθηκαν για λίγο σε άλλα μονοπάτια, αλλά σε πολύ λίγο επανήλθε και συνέχισε…

«Θυμάμαι και δυο τρία έθιμα του τόπου μου, Γιώργο. Νομίζω πως θα τα βρεις πολύ ενδιαφέροντα.

Την πρώτη Μαρτίου η μάνα μου, θυμάμαι, όπως και οι άλλες συγχωριανές, άνοιγαν τα παράθυρά τους για να ξεσκονίσουν τις κουβέρτες τους και έλεγαν η μια στην άλλη «Μάρτ ιτσερί πιρέ ντιτσαρί», που σημαίνει ήρθε ο Μάρτης και φεύγουν οι ψύλλοι. 

Τη Μεγάλη Πέμπτη τοποθετούσαν το σπόρο του μεταξοσκώληκα σε ένα κουτί και τον πήγαιναν να διαβαστεί στα δώδεκα Ευαγγέλια, για να είναι ευλογημένος.

Την Πρωτομαγιά πάλι, ξεχυνόμασταν μικροί μεγάλοι στον κάμπο για να πιάσουμε το Μάη. Αυτήν τη μέρα έπρεπε να πίνουμε πολύ γάλα και αν κάποιος δεν είχε δανείζονταν από τους άλλους.

Τι τα θες όμως, Γιώργη, κουζούμ? Όλα ξεχάστηκαν όταν πήραμε το πλοίο από τα Μουδανιά και βγήκαμε στη Ραιδεστό. Από εκεί σκορπιστήκαμε στους νομούς Κοζάνης, Ημαθίας και Σερρών».

         Όπως προανέφερα, ο Πλατύανος και γενικά όλα τα μεγάλα χωριά γύρω από την Προύσα, έχουν εξελιχθεί πολύ. Έχουν κτιστεί πολλές πολυκατοικίες, οι οποίες όμως έχουν όλες το ίδιο στυλ και σου δίνουν την εντύπωση μιας άχαρης τσιμεντούπολης.

 Το αεροδρόμιο που είχαν κτίσει κάποτε οι έλληνες στρατιώτες, μεγάλωσε και έγινε πιο σύγχρονο.

Δεν γνωρίζω όμως αν χρησιμοποιείται από μεγάλα αεροπλάνα. Άλλωστε το αεροδρόμιο που συνδέει την Προύσα με τις άλλες πόλεις της Τουρκίας, έχει κτιστεί κοντά στο Γενή Σεχήρ, πενήντα χιλιόμετρα πιο μακριά.


Πλατύανος

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής