breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

        Μπήκαμε στο Σουσουρλούκι την ώρα που τελείωνε το παζάρι, και νοερά έψαχνα να βρω τον μπάρμπα Γιώργη να βοηθά στον πάγκο του πατέρα του. Πάνω στους πεντακάθαρους πάγκους υπήρχε και του … πουλιού το γάλα.

Παντός είδους ζαρζαβατικά και φρούτα από τεράστια ρόδια μέχρι κατάμαυρα ζουμερά σύκα. Εδώ που τα λέμε είχε δίκιο ο μπάρμπα Γιώργης. Με αυτά τα σύκα λιγουρεύονται μεγάλοι άνθρωποι, όχι μόνο μικρά και πεινασμένα παιδιά. Δοκίμασα ένα σύκο και ήταν σκέτο μέλι!!

«Τα σύκα της Προύσας, μετά τα σύκα του Αϊδινίου, είναι τα καλύτερα στην Τουρκία», συμπλήρωσε ο Μουσταφά.

 Το Σουσουρλούκ είναι πολύ κοντά στην Προύσα και αποτελεί ξεχωριστό δήμο. Έχει πολλά νέα σπίτια και όμορφες πλατείες και σε ορισμένες από τις γειτονιές του διατηρούνται ακόμα παλιά ελληνικά σπίτια για να θυμίζουν το εγγύς παρελθόν. Η άλλοτε εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου έχει μετατραπεί σε τζαμί.

 Πλησιάσαμε με κάποια επιφύλαξη και ζητήσαμε από τον ιμάμη να μας επιτρέψει να δούμε το εσωτερικό της. Ευγενικά ο ιμάμης μας άνοιξε την πόρτα.

«Ο θεός είναι ένας μου είπε. Μπορείς ελεύθερα και να προσευχηθείς».

Τεράστια χαλιά βρίσκονται στο δάπεδο, ενώ οι τοίχοι που παλιά είχαν αγιογραφίες, είναι τώρα άδειοι.

 «Στο Ισλάμ, δεν επιτρέπεται να υπάρχουν φωτογραφίες και εικόνες στο εσωτερικό των ιερών χώρων», μου εξήγησε ο ιμάμης, «γι’ αυτόν το λόγο όσες εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, σκεπάστηκαν με σοβά όλες οι αγιογραφίες που τις κοσμούσαν.

Δεν υπήρχε δόλος εκ μέρους των υγιώς σκεπτόμενων μουσουλμάνων να καταστρέψουν τις εικόνες των Αγίων που τιμούν οι χριστιανοί. Βέβαια υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πολλοί φανατικοί μπουνταλάδες, οι οποίοι προβαίνουν σε βανδαλισμούς, αλλά αυτοί δεν είναι καλοί μουσουλμάνοι, διότι δε σέβονται τη θρησκεία και το θεό άλλων ανθρώπων, όπως διδάσκει το Κοράνι».

Έκανα το σταυρό μου και βγήκαμε έξω. Εκεί συναντήσαμε δυο-τρεις κατοίκους οι οποίοι μου ανέφεραν ότι πολλοί από τους κατοίκους του χωριού είναι πρόσφυγες από τις περιοχές της Αλμωπίας και του Λαγκαδά.

Χαιρετήσαμε τους φίλους από το Σουσουρλούκ και φύγαμε για τα Κουβούκλια.

Κάπου εδώ τελείωσε και η αποστολή μου, να επισκεφθώ τα είκοσι τέσσερα χωριά της Εκκλησιαστικής Περιφέρειας Απολλωνιάδας και τα δεκατέσσερα που αποτελούσαν την Εκκλησιαστική Επαρχία Προύσας.

 

Στα περίφημα ιαματικά λουτρά της Προύσας.

 

Στη διαδρομή για τα Κουβούκλια, ο Μουσταφά μου πρότεινε να πάμε στα λουτρά της Προύσας. Πλησίαζε η μέρα που θα έφευγα από την Τουρκία και δεν είχα επισκεφτεί τα περίφημα αυτά λουτρά, τα οποία ήταν ξακουστά από τη Βυζαντινή εποχή.

Εκεί πήγαιναν οι γαμπροί Κουβουκλιώτες με τους φίλους τους δυο μέρες πριν το γάμο τους για να πλυθούν. Ήταν ένας χώρος όμως, στον οποίο προσέρχονταν και ασθενείς, αναζητώντας απαντήσεις για τη θεραπεία τους.

Νοίκιαζαν ένα δωμάτιο στο οποίο τοποθετούσαν τον ασθενή και πάνω στο τραπέζι άφηναν να καίει όλη τη νύχτα ένα κερί.

Την επόμενη μέρα άνοιγαν την πόρτα και τον ρωτούσαν τι όνειρο είχε δει. Αν το όνειρο ήταν καλό, αυτό σήμαινε ότι ο άρρωστος σύντομα θα θεραπευόταν, αν το όνειρο ήταν άσχημο, σήμαινε ότι η αρρώστιά του ήταν σοβαρή και απαιτούνταν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τη θεραπεία της.

Δέχτηκα με χαρά την πρόταση του Μουσταφά, εφόσον χρόνος υπήρχε μέχρι το βραδινό γλέντι του γάμου. Μετά το μεγάλο πάρκο της Προύσας στρίψαμε αριστερά και βρεθήκαμε μπροστά στους όγκους των κτιρίων των λουτρών.

Υπήρχαν γυναικεία και ανδρικά χαμάμ. Διαλέξαμε το Κάπλιτζα, που ήταν το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο. Τα άλλα δυο ήταν το Καρά Μουσταφά και το Χουσνού Γκιουζέλ. Μπαίνοντας στο λουτρό, αντίκρισα μια μεγάλη αίθουσα, με ένα συντριβανάκι στη μέση, ενώ σε μια άκρη υπήρχε η ρεσεψιόν. Κάποιες σκοτεινές φιγούρες, φορώντας μια πετσέτα στη μέση, μια πετσέτα στο κεφάλι και μια στις πλάτες, έκαναν βόλτες.

 «Θα κάνετε και κεσέ;» ρώτησε ο ταμίας.

 «Βέβαια… κεσέ και τσαμούρ», απάντησε ο Μουσταφά.

Πήραμε από τρεις πετσέτες και πήγαμε σε μια ντουλάπα, όπου ξεντυθήκαμε. Τοποθετήσαμε τη μια πετσέτα γύρω από τη μέση μας και ήμασταν έτοιμοι!

Ανοίξαμε την επόμενη πόρτα και βρεθήκαμε σε ένα μεγάλο χώρο, γεμάτο υδρατμούς. Στο κέντρο υπήρχε μια μεγάλη χαβούζα με ζεστό νερό. Μέσα τσαλαβουτούσαν νεαρά παιδιά, κάνοντας ιδιαίτερο θόρυβο, πιτσιλώντας με τα νερά τους άλλους λουόμενους.

Γύρω από τη χαβούζα, υπήρχαν μικρές στέρνες, μέσα στις οποίες έτρεχε ζεστό και κρύο νερό. Χρησιμοποιώντας μικρά μαστραπαδάκια, οι λουόμενοι πλένονταν και κατόπιν ξεπλένονταν με το ιαματικό ζεστό νερό.          

 

Παιδάκια με τους πατεράδες τους, παππούδες, νέοι άνδρες, ακολουθούσαν αυτή τη διαδικασία, χωρίς να λογαριάζουν τι γινόταν γύρω τους.

«Πάρε λίγη λάσπη, τοποθέτησέ την κάτω στις μασχάλες σου και έπειτα πλύσου καλά. Αν θέλεις άπλωσε τη σε όλο σου το σώμα και μέσα σε λίγα λεπτά θα είσαι κάτασπρος, χωρίς καμία τρίχα.

Όμορφος και καθαρός, όχι όπως τώρα που είσαι σαν αρκούδα με όλες αυτές τις τρίχες που στο σώμα σου…»

Πήρα λίγη λάσπη, πήγα σε ένα ειδικό μέρος και την τοποθέτησα στις μασχάλες μου. Μετά από πέντε λεπτά ξεπλύθηκα και ήμουν πεντακάθαρος!! Ούτε μια τρίχα.

«Οι Τούρκοι, άντρες και γυναίκες», μου εξήγησε ο Μουσταφά, «ερχόμενοι στο χαμάμ, ξυρίζουν τις μασχάλες τους και άλλα … απόκρυφα μέρη του σώματός τους… για να διατηρούνται απόλυτα καθαροί, η καθαριότητα είναι το παν στο Ισλάμ», μου εξήγησε.

Πριν πολλά χρόνια χρησιμοποιούσαν αυτήν τη λάσπη, που μύριζε θειάφι, αλλά τελευταία χρησιμοποιούν τις ξυριστικές μηχανές.  Μπήκα στον πειρασμό να τοποθετήσω τη λάσπη και σε άλλα σημεία, αλλά δίστασα… άλλωστε με φώναζε ο Μουσταφά για να κάνω κεσέ.

Μπήκα σε ένα μικρό δωματιάκι, όπου με περίμενε ένας τεραστίων διαστάσεων Τούρκος, με ένα μεγάλο τσιγκελωτό μουστάκι.

«Ωχ, άσχημα τα πράγματα!» σκέφθηκα. Στο νου μου ήρθαν σκηνές από το Εξπρές του Μεσονυχτίου. Ευτυχώς είχα το Μουσταφά δίπλα μου.

«Αυτός ο κύριος είναι ο Αλή και κατάγεται από το Σίβας, τη Σεβάστεια», μας σύστησε ο Μουσταφά.

Σημασία δε μου έδωσε ο Αλή, έβαλε στο χέρι του ένα γάντι σκληρό, έριξε πάνω μου νερό και άρχισε να με τρίβει. Η απαλή σαπουνάδα, το ζεστό νερό, και το τρίψιμο του Αλή, άρχισαν να αποφέρουν αποτελέσματα. Από το κεφάλι ξεκίνησε και έφθασε μέχρι τα πόδια, καθαρίζοντας το σώμα μου από τα νεκρά κύτταρα που άρχισαν να αποβάλλονται σαν μαύρα λέπια, ντροπιάζοντας με.

 «Προχθές πλύθηκα» αναρωτήθηκα, «που βρέθηκαν όλα αυτά;»

 Ξανάρχισε στο κεφάλι μου ο Αλή με μια άλλου είδους αρωματική σαπουνάδα. Γύρισε το κεφάλι μου μια φορά αριστερά, μια δεξιά και με μια απότομη κίνηση το ξανάφερε μπροστά.

Αισθάνθηκα ένα κράκ… σαν κάτι να σπάζει.  «Με έφαγε το σκυλί!!!» σκέφθηκα.

Αντί του πόνου όμως, αισθάνθηκα μια υπέρτατη αγαλλίαση! Σαν να έφυγε ένα τεράστιο βάρος από πάνω μου.

  «Αferim Ali, cok guzel», του είπα και για πρώτη φορά ο Αλή χαμογέλασε.

  «Afiyetolsun».

Στη συνέχεια, κάθισα σε μια γωνιά της αίθουσας και παρακολουθούσα όλες τις σκηνές που διαδραματίζονταν. Παιδιά να πλατσουρίζουν στη χαβούζα, σεβάσμιοι παππούδες με μεγάλες άσπρες γενειάδες να προσπαθούν να συγκρατήσουν τις πετσέτες για να μη φανούν τα αχαμνά τους, τους κεσετζήδες με τα μεγάλα μουστάκια να φωνάζουν τα… θύματά τους. Αισθάνθηκα να βρίσκομαι σε ένα διαφορετικό κόσμο, απόμακρο, μα τόσο αγαπητό και επιθυμητό.

Περίεργο το συναίσθημα που με συνεπήρε… σαν να βρισκόμουν σε μια μηχανή του χρόνου που με έφερε χρόνια πίσω, πριν το 1922, τότε που στη θέση μου βρίσκονταν οι αγαπημένοι μου παππούδες.

Είχα νιώσει έτσι πολλές φορές όταν τριγυρνούσα βράδυ στα σοκάκια των Κουβουκλίων και περίμενα μήπως ξεπροβάλλει ο παππούς Φωτάκης και  η γιαγιά Τριανταφυλλού να με καλωσορίσουν και να με ευχαριστήσουν που επισκέφθηκα το χωριό τους.

«Ηade Yorgo gidiyorus», πάμε να φύγουμε, να ξεκουραστούμε διότι το βράδυ έχουμε και το γάμο, με ξύπνησε ο Μουσταφά.

Ντυθήκαμε και πήγαμε στη ρεσεψιόν για να πληρώσουμε.

 Εκεί μας περίμεναν όλοι σχεδόν οι υπάλληλοι του χαμάμ, αυτός που μας έδωσε τσάι, αυτός που έβαψε τα παπούτσια μας, αυτός που μας κέρασε αϊράνι, αυτός που μας έδωσε τις πετσέτες και στο τέλος της γραμμής αυτής ο … Αλή, ο κεσετζής, με την τεράστια μουστάκα. Όλοι περίμεναν μπαξίς.

Άρχισα και εγω να μοιράζω λίρες.

Στον Αλή, που το άξιζε, έδωσα πέντε ευρώ, άλλωστε δεν είχα άλλες λίρες. Πέταξε από τη χαρά του, μόνο που δε με φίλησε.

«Sagol efendim, cok tesekurler! Iyi yolculuk!» Φύγαμε αμέσως για τα Κουβούκλια.

Μετά την υπέροχη εμπειρία αισθανόμουν κουρασμένος και ήθελα να ξεκουραστώ. Πήγαμε δίχως καθυστέρηση στο σπίτι.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής