breaking news Νέο

ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος, του Γιάννη Τσιαμήτρου

  • ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος, του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος, του Γιάννη Τσιαμήτρου

       Στο πρώτο μέρος ασχοληθήκαμε με τα ιστορικά στοιχεία των «Κο(υπατσαραίων». Στο δεύτερο μέρος, θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας σε ειδικότερα θέματα για αυτούς (με συνοπτικό και εκλαϊκευμένο - για το μέσο αναγνώστη - τρόπο και λόγο), αντλώντας πολλές πληροφορίες από το βιβλίο του Ευάγγελου Θ. Καραμανέ (Διευθύνων Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας), με τίτλο «Οργάνωση του χώρου, τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών», δημοσίευμα της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 2011. Πρόκειται για μια εργασία που ανταποκρίνεται πλήρως στις επιστημονικές απαιτήσεις, βασισμένη σε εκτεταμένη επιτόπια έρευνα με σύγχρονα μεθοδολογικά εργαλεία και τεκμηριωμένη με αρχειακή και βιβλιογραφική έρευνα.

     Οι «Κο(υ)πατσαραίοι» είναι μια πολιτισμική ομάδα χωριών κτισμένων σε υψόμετρο 800 μέχρι 1200 μέτρων στις ανατολικές πλαγιές του ορεινού όγκου της Πίνδου, μέσα στα όρια του νομού Γρεβενών. Άρα, είναι ημιορεινός και ορεινός πληθυσμός, όχι πεδινός και ήταν περισσότερο μετακινούμενος (κάμπος - βουνό) κτηνοτροφικός πληθυσμός, όπως οι Αρμάνοι/Βλάχοι.

     Στα χωριά τους παλιότερα δεν ακουγόταν συχνά η ονομασία «Κο(υ)πατσαραίοι», όπως εξίσου σπάνια ακουγόταν ο όρος Σαρακατσάνος από τους ίδιους τους Σαρακατσάνους. Αυτοί, όπως και οι Βλάχοι, ως ημινομάδες που ήταν, διέθεταν μόνιμη κατοικία στα ορεινά τους χωριά, σε αντίθεση με τους Σαρακατσάνους και τους Αρβανιτόβλαχους που δεν διέθεταν μόνιμη κατοικία πουθενά (ούτε στο βουνό ούτε στα χειμαδιά τους).

     Οι μόνιμα εγκατεστημένοι χωρικοί του κάμπου (πεδινοί) τους αποκαλούσαν «βλάχους», όπως και όλους τους άλλους μετακινούμενους ποιμένες (μάλιστα, υφίσταται και η έννοια ότι βλάχος είναι ο βοσκός, ο ποιμένας, ο κτηνοτρόφος).  Και οι ίδιοι συχνά αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «βλάχους», ενώ χρησιμοποιούσαν την ονομασία Κοπατσαραίοι μόνο όταν ήθελαν να δηλώσουν τη διαφορά τους από τους γείτονές τους Βλάχους (Σαμαρίνα, Αβδέλλα,  Σμίξη, Περιβόλι, Κρανιά).  Ακόμη,  οι ίδιοι πιστεύουν ότι οι «άλλοι», οι γείτονές τους [κάτοικοι των βλαχοχωριών, Ανασελίτσας (σημ. Βόιο) κ.ο.κ.] τους ονόμασαν Κο(υ)πατσαραίους.

     Άλλωστε, «πολλοί ξένοι περιηγητές, αλλά και Έλληνες-μας λέει ο Ε. Καραμανές-δεν διέκριναν την ύπαρξη ομάδων εξίσου σημαντικών, όπως οι Σαρακατσάνοι ή οι Κοπατσαραίοι και θεώρησαν ότι όλοι οι νομάδες (ή ημινομάδες) βοσκοί της Πίνδου ήταν Βλάχοι».

      Σχετικά με την ονομασία «Κο(υ)πατσαραίοι» υπάρχουν διάφορες πιθανές εκδοχές:

     1) από τη σλαβική λέξη «koupats», που σημαίνει σκαφτιάς ή γεωργός (Γερμανός εθνολόγος G. Weigand).

     2) από τη βλάχικη λέξη «κουπάτσιου», που σημαίνει «βελανιδιά» και κυρίως τα μικρά νεόφυτα που φυτρώνουν γύρω από τον κορμό της (ακριβής ονομασία αυτής της λέξης στα βλάχικα, κατά το γλωσσολόγο Ν. Κατσάνη), δηλώνοντας έτσι τους κατοίκους των Γρεβενών που βρίσκονται στη ζώνη της βελανιδιάς (Βρετανοί αρχαιολόγοι A. Wace &  M. Thompson).

     3) από τη βλάχικη λέξη «κουπίε», που σημαίνει «κοπάδι» (γλωσσολόγος Ν. Κατσάνης).

     4) o ακαδημαϊκός Α. Κεραμόπουλος θεωρεί ότι η λέξη «κοπατσάρις» είναι λατινογενής (compascuus) και σημαίνει το «συμβότη», δηλαδή το «σμίχτη» (κοπαδιών) κ. ά.

     5) από την τούρκικη λέξη «κουπάτς», η οποία δηλώνει την πρεμνοφυή μορφή των δρυοδασών, που περιβάλλουν και χαρακτηρίζουν τα κοπατσαροχώρια [μεταπτυχιακή διατριβή Μήτκα Αικατερίνης, με τίτλο «Μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης του τοπίου Κουπατσαραίϊκων χωριών του Ν. Γρεβενών με τη χρήση Γεωγραφικών συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S)»].

    6) ο ομότιμος καθηγητής γλωσσολογίας στο ΑΠΘ Αντώνης Μπουσμπούκης σε ιδιόχειρό του σημείωμα μας παραθέτει τα παρακάτω:

    [Στα Ρουμανικά: tufán «είδος βελανιδιάς» («Quercuspubescens» «που βγάζει χνούδι» pubescens «η βάσκων»).

tufár «δασικό δέντρο, του οποίου τα κλαδιά φυτρώνουν από τη ρίζα, τόσο πυκνά που μοιάζουν με τούφα.

tufis «πυκνή συστάδα θάμνων, νεαρά δασικά δέντρα πολύ πυκνά».

     (σ.σ. Αναφέραμε τα προηγούμενα γιατί έχουν σχέση εννοιολογικά με τα παρακάτω και γιατί η χώρα των αρχαίων Τυμφαίων ταυτίζεται και με το μέρος που ζουν οι «Κο(υ)πατσαραίοι», χωρίς βέβαια να ισχυριστούμε ότι έχουν απόλυτη σχέση το ένα με το άλλο).

     Στα βλάχικα «το δάσος με πυκνά χαμόκλαδα βελανιδιάς» ονομάζεται cupăcină/cupâcinâ. copác, πληθ. copáci «δασικό δέντρο».

     Στα ιστρορουμάνικα: copaţ  «θαμνότοπος με αγκαθωτούς θάμνους».   

     Στα σλάβικα: kopati «σκάβω, αδειάζω πελεκώντας».

     Στα ιταλικά της Καλαβρίας: copano «κορμός δέντρου άδειο από μέσα, δηλ, κοπάνα ή κυψέλη».

     Στα αλβανικά: copaçe «κορμός δέντρου».

     Στα βλάχικα: cupăcear ͧ (1): «ξυλουργός, ξυλοκόπος, ξυλέμπορος, συνώνυμο limnar ͧ . cupăcear ͧ (2): «κοπατσιάρος» δηλ. ετυμολογικά «κάτοικος περιοχής με βελανιδιές, που τις εκμεταλλεύονται».

     Cupăčearcă (στα βλάχικα) στην Κλεισούρα «τσάπα». Βουλγαριστί: copáčka «bécheuse» (σ.σ. γαλλική λέξηˑ δεν βρήκα τι σημαίνει στα γαλλικά). Μογλενίτικα: cupăciri «τσάπα».

    Σε ιδιώματα του Ν. Γρεβενών η λέξη πελεκάνος σημαίνει «ξυλουργός, ξυλοκόπος», οπότε «κουπατσιάρης» είναι μετάφρασή-του στα βλάχικα].

     Θεωρούμε ότι  προέρχεται από τη βλάχικη λέξη cupăcear ͧ  «κοπατσιάρος» (άποψη του Α. Μπουσμπούκη), που σημαίνει τον ξυλοκόπο και κάτοικο περιοχής με βελανιδιές που τις εκμεταλλεύεται. Φαίνεται  η λέξη «κοπατσιάρης» να δείχνει και ασχολία, επάγγελμα, όπως και πολλές ελληνικές λέξεις που λήγουν σε -άρης (βαρκάρης, αγελαδάρης, περιβολάρης κλπ).  

     Πάντως, πολλοί μελετητές, καθώς και οι ίδιοι οι Κο(υ)πατσαραίοι, όπως μας λέει ο συγγραφέας του βιβλίου (Ε. Καραμανές), καταλήγουν στην προέλευση του ονόματος από το όνομα της «βελανιδιάς» στα βλάχικα.     

     Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «Κο(υ)πατσαραίοι» ήταν στην αρχή μειωτικός και τον χρησιμοποιούσαν οι Βλάχοι, για να περιγράψουν τους κατοίκους των χωριών που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο στα ορεινά της δυτικομακεδονικής Πίνδου, ασχολούνται με τη γεωργία και είναι επομένως «κατώτεροι». Ο συγγραφέας Α. Ι. Παπαδημητρίου στο βιβλίου του «Σελίδες ιστορίας Γρεβενών» τόμος Α’, Γρεβενά 2002 γράφει (σελ. 142) ότι το «Κοπατσιάρης είναι περιφρονητικός χαρακτηρισμός εκ μέρους των Βλάχων για αυτούς που ζούσαν κάτω από τη ζώνη του δασικού συμπλέγματος της Πίνδου. Κατά πάσα πιθανότητα δόθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο. Αυτό μαρτυρεί την υπεροχή των Βλάχων έναντι των Κουπατσάρων κατά την εποχή της επιβολής του προσδιορισμού. Ποτέ, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, δεν ανετράπη αυτή η σχέση υπεροχής… Οι Βλάχοι και οι Κοπατσάροι δεν αυτοπροσδιορίζονταν με το όνομα αυτό (σ.σ. οι λέξεις αυτές είναι ετεροπροσδιορισμός)».

(συνεχίζεται)

(του Γιάννη Τσιαμήτρου, λαϊκού ερευνητή -συγγραφέα)


Μπουσμπούκης

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής