breaking news Νέο

Νησιώτες Άγιοι Νεομάρτυρες της Ορθοδοξίας μας, Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Νησιώτες Άγιοι Νεομάρτυρες της Ορθοδοξίας μας, Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 

Ο Κύριλλος ο Λούκαρις γεννήθηκε στο Χάνδακα της Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου 1572 μ.Χ. «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» και ονομάζονταν Κωνσταντίνος.

Ο πατέρας του Στέφανος ήταν Ιερέας και διδάσκαλός του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός.

Όταν ενηλικιώθηκε, το 1584,  έφυγε για σπουδές στη Βενετία, όπου συνάντησε τον Επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο το Μαργούνιο, ο οποίος τον ανέλαβε κάτω από την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του.

Το 1588 αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, αλλά μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία.

Τελειώνοντας τις σπουδές στην Εσπερία, επέστρεψε στην Κρήτη (1592 μ.Χ.) και εκάρη Μοναχός στη Μονή της Αγκαράθου, όπου παρέμεινε για λίγο χρονικό διάστημα, γιατί το επόμενο έτος τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής του Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς (13 Σεπτεμβρίου), Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον διόρισε Πρωτοσύγκελλό του.

Το έτος 1593 στάλθηκε από τον Άγιο Μελέτιο στην Πολωνία, για να στηρίξει τους χριστιανούς από τις επιθέσεις της Ουνίας, όπου εργάστηκε με ζήλο για τρία χρόνια και κινδύνευσε να θανατωθεί κατά το διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος εναντίον των Ορθοδόξων.

Το 1559 ως «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» στάλθηκε πάλι από το Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Παράλληλα του δόθηκε εντολή να πάει στη Χίο, για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη στις Παραδουνάβιες χώρες (1601), για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο, έλαβε επιστολή του Μελετίου, που τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια, για να του δώσει τις τελευταίες εντολές και να του παραδώσει το Θρόνο.

Μετά το θάνατο του Αγίου Μελετίου (13-9-1601), ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών. Συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάιρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες, με σκοπό να καταστρέψουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις αρχές του 1605 πήγε  στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία, που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και μάχες και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα.

Το 1608 μετέβη στα Ιεροσόλυμα για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου. Προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτηρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα χρέη του. Το Φεβρουάριο του 1612, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου. Παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς εναντιώθηκαν προς το πρόσωπό του, προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία.

Αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας στο λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο (Τόμο) προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά την αφοσίωση στην Ορθοδοξία ως το μοναδικό τρόπο άμυνας κατά των εχθρών της.

Έγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα Ρώμης, και μία άλλη σε μορφή διαλόγου μεταξύ Φιλαλήθους και Ζηλωτού, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους, που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες, για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.

Φεύγοντας από τη Βλαχία, επισκέφτηκε πάλι το Άγιο Όρος και τον Οκτώβριο του 1615 επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ασχολούμενος με το κήρυγμα και την κατήχηση του λαού. Εν τω μεταξύ είχε καταφέρει, χάρη στις μεγάλες προσπάθειές του, να εκλείψουν τα μεγάλα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον Αλεξανδρινό Θρόνο.

Μετά το θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από το Θρόνο (Απρίλιος 1623), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών.

Σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς, με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζίρη, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 , όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς.

Πολλοί κατέφθαναν στο Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στο Θρόνο.

Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στο Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623). Η αποκατάστασή του χαροποίησε τους πιστούς χριστιανούς, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν το γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.

Οι εχθροί του Πατριάρχη βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ο Κύριλλος συνωμοτούσε εναντίον της Υψηλής Πύλης. Απομακρύνθηκε για λίγο από το θρόνο του, αλλά επανήλθε λόγω της γενικής κατακραυγής.

Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους Τούρκους, κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634) και να ανεβάσουν στο Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια, γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στο Θρόνο.
Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους.

Το Μάρτιο του 1635, οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα, κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε το γέροντα πλέον Πατριάρχη.

Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt, ο Κονταρής και η συμμορία του σκεφτόταν να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία, αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων.

Με πρόταση του πρεσβευτή, αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ρωμαϊκής Προπαγάνδας για τον Πατριάρχη και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα, το οποίο θα μετέφερε τον Πατριάρχη στη Ρόδο.

Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε και σύμφωνα με έγγραφα  της αυστριακής πρεσβείας, θα παρέδιδε τον Κύριλλο, για να μεταφερθεί στη Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.
Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές, βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στο Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει την πλεκτάνη και έδρασε ακαριαία.

Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχη, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636, οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.

Επανήλθε στο Θρόνο το Μάρτιο του 1637, σε πολύ μεγάλη ηλικία και οι πολέμιοί του περίμεναν το φυσικό θάνατό του, για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉’ αυτό αποφάσισαν να τον θανατώσουν.

Τον Ιούνιο του 1638 ο Schmidt, που βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με την Προπαγάνδα, κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από το Θρόνο κατηγορώντας τον στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνσταντινούπολης και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ, που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης, αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά διέταξε να τον θανατώσουν.

 Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Τον παρέλαβαν και, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό.

Ο λαός, που πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα το θάνατό του, εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτε. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο, αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα, για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους ψαράδες  Χριστιανούς, που το παρέλαβαν και το έθαψαν κρυφά στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.

Μετά από τρία χρόνια, το 1641, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α ο Γέρων (1639 - 1644) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την Αγία Τράπεζα.

Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, στην Κρήτη όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα.

Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά το μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (βλέπε 5 Αυγούστου) συνέταξε και Ακολουθία, για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009.

Η μνήμη του τιμάται στις 27 Ιουνίου.

Ἀπολυτίκιον
«Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε».


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής