breaking news Νέο

ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος (6 - τελευταίο) - του Γιάννη Τσιαμήτρου

  • ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος (6 - τελευταίο) - του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος (6 - τελευταίο) - του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος (6 - τελευταίο) - του Γιάννη Τσιαμήτρου

     Στο δεύτερο μέρος της εργασίας επικεντρώσαμε το ενδιαφέρον στην ετυμολογία της λέξης «Κο(υ)πατσαραίοι», παραθέσαμε απόψεις για το ερώτημα της καταγωγής των «Κο(υ)πατσαραίων» και αναφέραμε ονομαστικά τα χωριά, σύμφωνα με τις απόψεις ορισμένων ερευνητών. Επίσης αναφερθήκαμε στη γαιοκτησία (καθεστώς), τη διοίκηση και την οργάνωση της ζωής των κατοίκων της περιοχής στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και στον 20ο αιώνα. Συνεχίσαμε με τις μορφές οργάνωσης των κτηνοτρόφων μέχρι σήμερα, με τις «κλαδαριές», με κάποια γενικά στοιχεία για την «ταυτότητά» τους σε σχέση με τους γείτονές τους, με επιπλέον στοιχεία για την «ταυτότητά» τους και κάναμε μια πρώτη προσέγγιση για το ζωικό κεφάλαιο. Στο σημερινό σημείωμα τελειώνουμε την εργασία, ολοκληρώνοντας το ζωικό κεφάλαιο.

 

    Ταξινόμηση Αιγοπροβάτων

     Παραδοσιακά τα ζώα ταξινομούνταν σύμφωνα με μια σειρά κριτηρίων. Όσον αφορά τα πρόβατα:

     Σύμφωνα με το φύλο: Προβατίνα το θηλυκό, Κριάρ(ι) το αρσενικό.

     Τα αρσενικά  διακρίνονταν σε: μουνούχια (τα ευνουχισμένα-η ονομασία αυτή χρησιμοποιούνταν και για τα κατσίκια), γκισέμι (ευνουχισμένο ζώο που οδηγούσε το κοπάδι), βαρβάτα (τα αρσενικά ηλικίας μεγαλύτερης κατά κανόνα των δυο ετών, που προορίζονταν για ζευγάρωμα, ή βαρβατσέλ(ι) το νεαρό αρσενικό που ζευγάρωνε για πρώτη φορά).

     Σύμφωνα με τα κέρατα: σιούτου (χωρίς κέρατα), σ΄κραπάβου (με ανοικτά κέρατα), κουρνούτου ή κερατούσιου (με μικρά κέρατα).

     Σύμφωνα με την ηλικία: λιανούρι (μικρό ζώο), μάνα (θηλυκό που προορίζεται για αναπαραγωγή), αρνί, ζ(ι)γούρι (αρνί που έχει συμπληρώσει  τον ένα χρόνο-το κατσίκι της ίδια ηλικίας  ονομάζεται βιτούλ(ι)), μπλιόρα (αυτό που έχει βγάλει δυο μεγάλα δόντια), στρίφα (η προβατίνα  που είναι τριών ετών  και όλα της τα δόντια έχουν το ίδιο μέγεθος, καθώς τρίβονται κατά τη βόσκηση), παλιάκου (η προβατίνα που έχει γεννήσει πάνω από έξι αρνιά, μπαλιαγκούρα (η γέρικη προβατίνα, ηλικίας άνω των πέντε ετών).

     Σύμφωνα με τη γέννηση και τα σχετικά με αυτή περιστατικά: κατσιαρμάς (το πρώτο αρνί που γεννούσε μια προβατίνα),  σουγκάρ(ι) (το αρνί που γεννιόταν αργά στη διάρκεια του χρόνου-Απρίλιο, Μάιο. Επειδή δεν είχε δυνάμεις να συνοδεύσει το κοπάδι στα βοσκοτόπια, το κρατούσαν συνήθως στην αυλή), τσαγκάδα (η προβατίνα  που έχασε το αρνί της, είτε από ατύχημα είτε από σφαγή), προσθ΄λιάρ(ι)κο (το αρνί που λόγω ανωτέρας βίας αποκόπηκε από τη μητέρα του κι ο κτηνοτρόφος το έβαζε να θηλάσει από μια άλλη προβατίνα).

     Σύμφωνα με τις συνθήκες εκτροφής τους: μπακάτα (αιγοπρόβατα της μόνιμα εγκαταστημένης κτηνοτροφίας), χειμαδίσια (ζώα της ημινομαδικής κτηνοτροφίας), μανάρι (ζώο που εκτρεφόταν στο οικογενειακό πλαίσιο. Πρόκειται για ζώο που επειδή  έχει γεννηθεί αργά μέσα στη χρονιά, δεν μπορεί να ακολουθήσει το κοπάδι. Συχνά εκτρεφόταν για το κρέας του  και σφαζόταν στις γιορτές), τσαγκάδα (η κατσίκα που ζει σε οικογενειακό πλαίσιο και εκτρέφεται για το γάλα της).

     Σύμφωνα με την παραγωγή γάλακτος και προβάτων: γαλάρι (η προβατίνα που δίνει γάλα), στείρο (η προβατίνα που δεν έχει ακόμα αρμεχθεί, καθώς και το στείρο ζώο. Η στείρα προβατίνα ονομάζεται επίσης σερνικοθήλυκη), στέρφα (η προβατίνα που δεν είχε ακόμα γεννηθεί), πρωτάρα (η προβατίνα που είχε γεννήσει για πρώτη φορά).

     Την εποχή που τα φαλκάρια και τα τσελιγκάτα συγκροτούσαν τις στρούγκες, προς τα τέλη Απριλίου, γινόταν ο απογαλακτισμός των μικρών ζώων και το κοπάδι χωριζόταν. Στα νομαδικά κοπάδια η διαδικασία αυτή γινόταν πριν από την αναχώρηση για τα βουνά. Ο βοσκός που οδηγούσε στα βοσκοτόπια τις προβατίνες που έδιναν γάλα, τις γαλάρες, ονομαζόταν γαλαράς. Ο βοσκός που οδηγούσε τα στείρα, όσα δεν έδιναν γάλα, λεγόταν στειράς ή στειράρης. Έκαναν ξεχωριστό κοπάδι με τα ζυγούρια, του οποίου ο βοσκός ονομαζόταν ζ΄γουράς. Ο γαλαράς που έβοσκε τα ζώα που βρίσκονταν σε φάση γαλακτοπαραγωγής, ήταν έμπειρος βοσκός  καλύτερα αμειβόμενος από τον στειρά. Αντίθετα τα ζυγούρια τα εμπιστεύονταν συνήθως σε νεαρά αγόρια.

     Σύμφωνα με το χρώμα: μπέλα (η κάτασπρη προβατίνα), λάϊα (η μαύρη προβατίνα), ασπρόλαϊα (η ασπρόμαυρη προβατίνα), γκαλτσόλαϊα (μαύρη με απόχρωση «σαν της καλιακούδας»), κάλτσα (λευκή με μαύρες βούλες στη μουσούδα), κότσιου (με άσπρο τρίχωμα και κόκκινα στίγματα), περδικοκάλισα (προβατίνα με σκουρόχρωμες ή γκριζωπές  βούλες στη μουσούδα), μπάλια (με μαύρο σώμα και λευκό κεφάλι), μούρτζιου (λευκή με μαύρες βούλες στη μουσούδα), κάτσινα (λευκό σώμα, καστανά πόδια και κεφάλι), λιάρα (με απρόμαυρο τρίχωμα), μπασιούρα (λευκή από το μέτωπο ως τη μύτη, με οποιοδήποτε άλλο χρώμα στο σώμα), μπέτσαβου (με μαύρε βούλες στη μουσούδα), καραμπάσια (με μαύρη όλη τη μουσούδα), καραμ.ζάτου (απρόμαυρο σώμα), μπάγκαβου (γκρί και μαύρη), παρδαλό (με άσπρες και μαύρες βούλες), μάταβου (με μια μαύρη γραμμή γύρω από τα μάτια), μπέτσου (λευκή με καστανές βούλες γύρω από τη μύτη και τα μάτια), βάκρινα (λευκό σώμα με μαύρα ή καστανά πόδια  και κεφάλι), μαυρομάτ.κου (λευκή με μαύρες βούλες γύρω από τα μάτια), πουδαρούσ.κα (με μια ζώνη διαφορετικού χρώματος  σε ένα ή περισσότερα πόδια), γιουρντανάτα (με λευκή λωρίδα γύρω από την ουρά), σιαρκαβού (μαύρη ή κόκκινη), αλμπάστρα (μαύρη με ορισμένες λευκές τρίχες).

     Παραδοσιακά χώριζαν τις προβατίνες σε δύο κοπάδια, τις μαύρες από το ένα (λάϊα) κι όλες τις άλλες στο δεύτερο. Αυτό γιατί το μαύρο μαλλί χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία  για να φτιάξουν τα μαλότα (ενν. το μαλότου), τις αδιάβροχες κάπες που φόραγαν οι βοσκοί.

     Σύμφωνα με τους μαστούς: τσιποβύζ΄κο (η προβατίνα με μικρούς μαστούς που αρμέγεται με δυσκολία), χοντρομάσταρο (με μεγάλους μαστούς και λίγο γάλα), ρογκοβύζ΄κο ή καλαμοβύζ΄κο (με κρεμαστούς μαστούς που κάνει εύκολο το άρμεγμα-θηλάζεται όμως δύσκολα από το αρνί), φαρδομάσταρο (με μεγάλους μαστούς), αφράτο (εύκολο στο άρμεγμα), μονοβύζα (με ένα μαστό), παραβύζα (με ελιά σε κάθε μαστό, που μοιάζει με ρόγα).

Πρόβατα

     Σύμφωνα με το τρίχωμα: ρούντα (με κοντό και σγουρό τρίχωμα), κφόρδα (μέτριο τρίχωμα), πρασόμαλλη (μακρύ τρίχωμα), βλασάτου (μακρύ τρίχωμα), μαλλάτο (με άφθονο τρίχωμα), ξ΄νόμαλλου (με πυκνό και μακρύ τρίχωμα μέτριας ποιότητας), αντρομάλλ(ι) (με χοντρό τρίχωμα), σκουφάτ΄(η) ή τσουτσουλουφάτ΄(η) (με μια τούφα στο κεφάλι), φουντούλα (με πυκνό και άφθονο τρίχωμα),  μπουφόασπρη (με πολύ άσπρο μαλλί στο κεφάλι),  μπουφολάϊα (με πολύ μαύρο μαλλί στο κεφάλι).

     Στο πλαίσιο της τοπικής υφαντουργίας το μαλλί ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του προοριζόταν για διαφορετικές χρήσεις.

     Σύμφωνα με τα αυτιά: κ΄φο (το αρνί που γεννήθηκε χωρίς αυτιά, πλιαχτούρα (με αυτιά που γυρνούν προς τα κάτω), τσιούλα ή τσίπα (με μικρά αυτιά).

Σύμφωνα με τα σημάδια που τους κάνουν στα αυτιά: Τα βασικά σημάδια ιδιοκτησίας που χρησιμοποιούνταν ήταν ελάχιστα, όπως φαίνονται στα παρακάτω σχήματα της εικόνας και οι κτηνοτρόφοι τα συνδύαζαν με ποικίλους τρόπους, για να σημαδέψουν το κοπάδι τους.

     Σύμφωνα με άλλα κριτήρια: μαρτζέλου (με δυο σημάδια, σαν σκουλαρίκια, στο λαιμό), γερακομίτ΄κου (με μύτη που μοιάζει γερακίσια), ντουβόρκο (το αργό και τεμπέλικο αρνί, που δεν ακολουθεί το κοπάδι), τούρνικο (πεισματάρικο αρνί, που χωρίζεται από το κοπάδι), τσιάγκαλου (το αδύνατο αρνί).

     Γίδια

      Αυτά χωρίζονται σύμφωνα με τα παρακάτω κριτήρια:

     Σύμφωνα με το φύλο: γίδα (το θηλυκό ζώο), τράγος ή τραγί (το αρσενικό ζώο).

     Σύμφωνα με το χρώμα: κόρμπα-αρσενικό κόρμπος (η μαύρη ή μαυρόασπρη γίδα), καράσα (ολόμαυρη γίδα), γκιόσα-αρσενικό γκιόσος (γίδα με μαύρο σώμα και λευκή κοιλιά),  μπάρτζα (γίδα με κοκκινωπό το μπροστινό τμήμα του κορμού και μαύρο πίσω), αλμπάστρα (γίδα με υπόλευκο τρίχωμα), κανούτα (γίδα με σκούρο γκρί τρίχωμα), ασπροκάνουτα (γίδα με γκρι και άσπρο τρίχωμα), παρδαλή (γίδα με ασπρόμαυρες βούλες), μούσκ΄κρου (γίδα μαύρη με μια λευκή λωρίδα στη μουσούδα), μπαλιουμίτ΄κου (γίδα με λευκή και μαύρη μουσούδα), ρόσια (γίδα με ανοιχτό κόκκινο και λευκό τρίχωμα), φλουροκανούτα (γίδα με ανοιχτό κίτρινο, λευκό και κόκκινο τρίχωμα), φλώρα (γίδα ολόλευκη), λιάρα (γίδα με λευκές λωρίδες μεταξύ άλλων χρωμάτων), ασπροκάπουλη (γίδα με λευκά καπούλια), ασπρόχειλου (γίδα με λευκά χείλη).

     Σύμφωνα με τα κέρατα και τα αυτιά: σιούτα (γίδα χωρίς κέρατα), τσίπα (γίδα χωρίς κέρατα και με μικρά αυτιά), μπλαχούρκα (γίδα με μεγάλα κέρατα) τσιούλα (γίδα με μικρά αυτιά), τραγούσια (γίδα με μεγάλα κέρατα-σαν του τράγου), τσουτσουλοκέρατ΄(η) (γίδα με μεγάλα και υψωμένα κέρατα), πισουκέρατ΄(η) (γίδα με γυριστά προς τα πίσω κέρατα), ζαβουκέρατ΄(η) (γίδα με στριφογυριστά γύρω από τα αυτιά κέρατα), διχαλουκέρατ΄(η) (γίδα με διχαλωτά κέρατα), τσιουγκουκέρατ΄(η) (γίδα με μικρά κέρατα),  χουντρουκέρατ΄(η) (γίδα με χοντρά κέρατα.

     Συχνά οι κτηνοτρόφοι  προσδιορίζουν μια γίδα σε σχέση με τα κέρατά της και σε περίπτωση που δεν έχει κέρατα  σε σχέση με τα χρώματά της : κόρμπα σιούτα, ρόσια σιούτα κλπ. Οι ονομασίες  των γιδιών σύμφωνα με το σχήμα των μαστών  ήταν ίδιες με αυτές των προβατίνων.

     Σύμφωνα με τους μαστούς: τσιποβύζ΄κο ή τσιγκουβύζ΄κο (γίδα με μικρούς μαστούς, που αρμέγονται με δυσκολία), χοντρομάσταρο (γίδα με μεγάλους μαστούς και λίγο γάλα), ρογκοβύζ΄κο ή καλαμοβύζ΄κο (γίδα με κρεμαστούς μαστούς που έκαναν εύκολο το άρμεγμα-δυσκόλευαν όμως το θηλασμό), φαρδομάσταρο (γίδα με μεγάλους μαστούς), μονοβύζα (γίδα με ένα μαστό), γατομάσταρη (γίδα με μαστούς σαν γάτας).

     Όπως είπαμε προηγουμένως, οι παραπάνω κατάλογοι δεν είναι εξαντλητικοί. Κατά ένα μεγάλο μέρος έχουν στηριχθεί σε παλιότερες λαογραφικές καταγραφές, τις οποίες ο Ε. Καραμανές διασταύρωσε ρωτώντας τους ηλικιωμένους κτηνοτρόφους της περιοχής. Η μείωση τις τελευταίες δεκαετίες του αριθμού των ονομασιών των ζώων είναι φανερή-λέει ο Καραμανές- στον εθνογράφο και οφείλεται στον πλήρη μετασχηματισμό του τεχνικού συστήματος της κτηνοτροφίας, ο οποίος τις κατέστησε άχρηστες και ανενεργές. Η αχρηστία  πολλών από τις παραπάνω ονομασίες είναι ενδεικτική της εγκατάλειψης κάποιων τομέων της ποιμενικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, δεν βρίσκουμε  πλέον την ονομασία λάιο (μαύρο πρόβατο), διότι  οι κτηνοτρόφοι δεν ενδιαφέρονται  πλέον για την αναπαραγωγή τους, αφού μεταπολεμικά εγκαταλείφθηκε η κατασκευή πανωφοριών των βοσκών με μαύρο μαλλί, η οποία αποτελούσε ένα βασικό τομέα της τοπικής υφαντουργίας. Όπως είναι αναμενόμενο, οι νέοι αγνοούν τη σημασία των περισσότερων ονομασιών, που έχουν πέσει σε αχρηστία.

     Η σύγχρονη ταξινόμηση των ζώων είναι  πολύ απλούστερη και κυρίως διακρίνει τα ζώα με βάση την ηλικία.

     Άρα τώρα συνήθως έχουμε:

     Σύμφωνα με την ηλικία (πρόβατα): αρνί (μέχρι 10-11 μηνών), ζ΄(υ)γούρι (το αρνί που έχει συμπληρώσει το πρώτο έτος. Αλλά ζει δόντια τον έκτο μήνα  και στο τέλος του πρώτου έτους βγάζει δυο μεγάλα δόντια), μπ΄λιόρι (πρόβατο δύο ετών, βγάζει δυο νέα δόντια), στρίφα (πάνω από τριών ετών).

     Στη συνέχεια οι προβατίνες αποκαλούνται πρόβατα ή γαλάρες και τα αρσενικά αποκαλούνται κριάρια.

     Σύμφωνα με την ηλικία (γίδες): κατσίκι (μικρό μέχρι ενός έτους), βιτούλι (δύο ετών), στριφάδι (τριών ετών), γίδα (μεγαλύτερη των τριών ετών).

 

(του Γιάννη Τσιαμήτρου)


Μπέλλα προβατίνα
Κανούτα γίδα

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής