breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στους Αγινάτους

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στους Αγινάτους
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στους Αγινάτους
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στους Αγινάτους
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στους Αγινάτους

  Μετά από μία πολύ σύντομη ανάπαυλα, φύγαμε για τους Αγινάτους ή Ικίζτσε, όπως είναι γνωστό το χωριό ακόμα και σήμερα.

Πλησιάζοντας στους Αγινάτους, το βλέμμα μου σταμάτησε στην πλαγιά, τα Κάγκελα, που ήταν κτισμένο το παλιό χωριό. Παρατήρησα και τις δύο κορυφές του Ικίζ Τεπέ, που ήταν πανομοιότυπες, σαν δίδυμες, δίνοντας έτσι και το όνομά τους στο χωριό, Ικίζτσε ή Αγινάτοι.

 Αυτά Γιώργη, όταν τα έβλεπα με θύμιζαν περισσότερο γυναικείο στήθος», μου είχε πει χαμογελώντας πονηρά, ο μπάρμπα Χρήστος από το Ψυχικό Σερρών.

Δεν άλλαξαν καθόλου. Τόσα χρόνια πέρασαν, αλλά παραμένουν τα ίδια τροφαντά γυναικεία στήθη. Μόνο το χωριό άλλαξε την τοποθεσία του.

 

<< Τη μία κορυφή, την αποκαλούσαμε Καγιά, διότι είχε πολλές μεγάλες πέτρες. Στην άλλη είχαμε δώσει το όνομα του Αγίου Δημητρίου, διότι σύμφωνα με την παράδοση, που κρατούσε πολλά χρόνια, ανήμερα της γιορτής του, έβλεπαν πολλές φορές τον Άγιο να καλπάζει πάνω στην κορυφή με το άλογό του. Γι’  αυτούς που δεν πίστευαν, υπήρχαν άθικτες οι πατημασιές του αλόγου, που επιβεβαίωναν του λόγου το αληθές».

Για τους Αγινάτους, ο Γερμανός περιηγητής Philipson, στο έργο του «Ταξίδια και ανακαλύψεις στη Δυτική Μικρά Ασία», αναφέρει ότι κατοικούνταν από Μανιάτες που είχε φέρει ένας μπέης για να δημιουργήσει ληστοσυμμορίες.

Μια ακόμη γραπτή πληροφορία είχε βρεθεί σε ένα παλιό μνημείο της Απολλωνιάδας και ανέφερε: «Ήλθομεν με το γέροντά μου Άγιον Τιμόθεον εις την Απολλωνιάδα και αύριο αναχωρούμε για τους Αγινάτους. Γράφω εγώ, ο Παναγιώτης, από το Κατιρλή 1602».

«Στο χωριό μου, συνέχισε ο μπάρμπα Χρήστος, υπήρχαν πολλοί μαχαλάδες, οι οποίοι πήραν τα ονόματά τους από τα σόγια που κατοικούσαν παλιότερα εκεί. Για παράδειγμα, Παίσογλου μαχαλάς, Μπακόγλου μαχαλάς, Μπαλτσόγλου μαχαλάς.

Κάθισα μια μέρα Γιώργη, και κατέγραψα όλα τα τοπωνύμια του χωριού, τουλάχιστον όσα θυμήθηκα: Κουριά, Μαντριά, Αϊ Παρασκευή, Μυλόπετρες, Βρωμυνάτ, Κούκοδες, Αλεπούτρυπες, Τσάια, Παλιάμπελα, Αϊ Μαρίνα, Τσεσμέδες, Καρατράχες, Ιντζιρλής, Καλής μας, Μπαϊρια, Αγρή Μπάς, Μπαϊκούς Καγιάς, Αρή Καγιάς, Ανεμόμυλος, Μεγαλάκκος, Αϊ Άννα, Μισοτράχωνα, Ασπριές, Κυδωνιάς το οργιάκι, Βατσινούδια, Θερμπί, Στραβολουριά, Λευκούδια, Αγιασματούδια, Συκόγεια, Πυκνά δέντρα, Αϊ Γιώργης, Χριστού Πηγάδια, Ραχώνια, Κάγκελα, Βαραδάδες, Πητρούδια, Πασαπορτλή Τσεσμές, Λαθηρίστρες, Βασιλιός πάτοδες, Νησούδ και Παλιουρωτή.

Γύρω στο 1900, έλεγε ο πατέρας μου, ήρθαν στην περιοχή Τούρκοι από τη Βουλγαρία και το τουρκικό κράτος τους έδωσε κτήματα για να κτίσουν το χωριό τους με το όνομα Ορχάνιε. Αυτοί θέλησαν με πονηριά να αποκτήσουν και άλλα κτήματα που ανήκαν σε Έλληνες.

Οι τελευταίοι ξεσηκώθηκαν και επακολούθησαν συμπλοκές στις οποίες σκοτώθηκαν δυο- τρεις Τούρκοι. Για να μη ξεσηκωθούν και τα άλλα ελληνικά χωριά, ο βαλής της Προύσας, όρισε τα σύνορα στον τόπο της συμπλοκής, δίπλα στο Αγίασμα Θερμπί.

Η πανέμορφη εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στη Χάρη του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και ήταν κτισμένη βορειοδυτικά του χωριού. Την είχε κτίσει το 1896 ένας σπουδαίος μάστορας, το όνομα του οποίου μου διαφεύγει.

Αυτός, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε στο χωριό μας, το Ψυχικό Σερρών και έκτισε την καινούργια εκκλησία μας. Οι παλιοί έλεγαν ότι είχε κτίσει δώδεκα εκκλησιές, όσα ήταν και τα  Ευαγγέλια.

Οι συγχωριανοί μου ήταν πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη πολλών παρεκκλησιών και Αγιασμάτων.

Το παλαιότερο από τα Αγιάσματα ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο.

Τα μικρά παιδιά που είχαν προβλήματα στην άρθρωση λόγου, πήγαιναν με τους γονείς τους στο Αγίασμα και έπιναν το αγιασμένο νερό που τους βοηθούσε να θεραπευτούν.

Η πίστη και η αγάπη προς το θεό μας βοηθούσε να ξεπερνούμε τα προβλήματά μας και οι Άγιοι μας προστάτευαν και μας θεράπευαν από τις κακοτοπιές. Έτσι αν κάποιος είχε προβλήματα με τα μάτια του πήγαινε στο Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής, έπλυνε με το νερό τα μάτια και το πρόσωπό του και θεραπευόταν.

Όποιος ήταν άρρωστος, πήγαινε στην εκκλησία, έπαιρνε την εικόνα του Αγίου Ιωάννη και μαζί με τον παπά έκαναν παράκληση στον Άγιο στο παρεκκλήσι του, που βρισκόταν 150-200 μέτρα έξω από το χωριό.

Θυμάμαι μια φορά που ήταν άρρωστος ο μικρός μου αδελφός, πήγαμε και εμείς στο παρεκκλήσι. Ζητήσαμε τη βοήθεια του θαυματουργού Αγίου και σε λίγες μέρες ο αδελφός μου θεραπεύτηκε.

Σε κάθε ελληνικό χωριό δεν έλειπε ένα παρεκκλήσι ή έστω ένα Αγίασμα αφιερωμένο στον προστάτη των κατατρεγμένων, τον Άγιο Γεώργιο. Υπήρχε και στο χωριό μας ένα μικρό εξωκλήσι με Αγίασμα αφιερωμένο στη μεγάλη Χάρη του και τη μέρα της γιορτής του κάναμε μεγάλο πανηγύρι με κουρμπάνια.

Το άλλο Αγίασμα, του Θερμπί - δεν ξέρω από πού πήρε το όνομά του - το θυμάμαι μόνο από τις φασαρίες με τους Τούρκους του Ορχάνιε.

 Στο κέντρο του χωριού δέσποζε το διώροφο σχολείο μας που είχε κτιστεί το 1905. Στον επάνω όροφο ήταν οι αίθουσες διδασκαλίας και στον κάτω ένα καφενείο και ένα παντοπωλείο.

Οι γονείς μου, όπως και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι, ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τις αγορές και τις πωλήσεις των προϊόντων τους, τις έκαναν την Κυριακή στην Απολλωνιάδα και την Πέμπτη στο Μιχαλίτσι.

Η καταγωγή μας ήταν από τη Μάνη. Αυτό το είχα ακούσει πολλές φορές στις συζητήσεις των μεγαλύτερων. Άλλωστε οι ιδιωματισμοί που χρησιμοποιούσαμε ήταν διαφορετικοί από αυτή των κατοίκων που ήταν δίπλα στην Προύσα. Εμείς τη μάνα τη λέγαμε «μανά», τη γιαγιά «μανάκα», την κουνιάδα και τη μικρή αδελφή «πούλα».

Άσε που δεν ξέρω για ποιο λόγο μας αποκαλούσαν κλεφταράδες της Μάνης. Όποιους και να ρώτησα γιατί μας κατονόμαζαν έτσι, απάντηση δεν πήρα.

Οι σχέσεις μας με τους Τούρκους, τουλάχιστον από τότε που θυμάμαι εγώ, ήταν καλές. Όταν επικρατούσε ξηρασία στην περιοχή, έρχονταν στο χωριό και παρακαλούσαν τον παπά να πάνε στο Αγίασμα του Αγίου Ιωάννη, που τον πίστευαν πολύ, να κάνουν παράκληση στον Άγιο για να βρέξει.

Αυτό συνέβαινε συχνά. Όταν οι Τούρκοι έφθαναν σε απόγνωση, ζητούσαν τη βοήθεια των Αγίων μας, διότι όπως έλεγαν … Αλλάχ μπίρ.

Θυμάμαι ακόμη την ημέρα των Φώτων, που ο παπάς έριχνε το Σταυρό για να αγιασθούν τα νερά. Εμείς νεαρά παιδάκια, προσπαθούσαμε να ρίξουμε ο ένας τον άλλον μέσα σε λάκκους με νερά και όταν το καταφέρναμε, ο παθών σύμφωνα με το έθιμο, έπρεπε να κεράσει όλη την παρέα.

Την παραμονή της γιορτής του Αϊ Δημήτρη, όπως σε όλα τα Πιστικοχώρια, γιορτάζαμε το έθιμο με τους Χατζηπαπάδες και τις Καντινάδες. Τα παλικάρια του χωριού φορούσαν μεγάλες προβιές και στη μέση τους κρεμούσαν μεγάλες κουδούνες.

Γύριζαν όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι, κάνοντας δυνατό θόρυβο, χορεύοντας και τραγουδώντας. Οι νοικοκυρές τους έδιναν διάφορα τρόφιμα και γλυκά, τα οποία χρησιμοποιούσαν στο βραδινό τσιμπούσι.

 

    …Από μακριά έρχομαι,τα παιδιά δικά μου είναι,τα πρόβατα μου έχασα…

 

 Δυστυχώς το χωριό μας λεηλατήθηκε το 1914 από τους Τσέτες και για λίγο καιρό οι κάτοικοί του φιλοξενήθηκαν στην Τρίγλια και σε άλλα μεγάλα ελληνικά χωριά.

Δε θα ξεχάσω επίσης ένα γεγονός που συνέβη το 1915. Είχε ξεκινήσει από το χωριό Τσαμπάζοι και εξαπλώθηκε σε όλα τα ελληνικά χωριά. Ένα κορίτσι ονειρεύτηκε ότι μια μεγάλη δύναμη την ώθησε να σφάξει ένα πρόβατο και να το θυσιάσει σε ένα βωμό. Την επόμενη μέρα βρήκαν στους δρόμους του χωριού ένα σφαγμένο πρόβατο μαζί με το μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει το κορίτσι στο όνειρό της.

Όταν η τρομαγμένη κοπέλα πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας, άρχισε να τρέμει. Τη στιγμή δε που προσκυνούσε, η εικόνα σηκώθηκε και την κτύπησε.

Το γεγονός αυτό επαναλήφθηκε με τον ίδιο τρόπο και στα γύρω ελληνικά χωριά, με διαφορετικά πρόσωπα. Κράτησε έξι μήνες και οι γεροντότεροι έλεγαν ότι ήταν ένα προμήνυμα για το μεγάλο κακό που θα επακολουθούσε με τον ξεριζωμό από τις εστίες τους».

 

       Φθάσαμε στο Ικίζτσε και προχωρήσαμε προς το καφενείο που βρισκόταν στο κέντρο του χωριού. Ο Σεφέρ είχε ένα φίλο στο χωριό που έτρεξε να μας υποδεχθεί. Ευγενέστατος ο Ισμέτ, μας κέρασε τσάι και κάλεσε στο τραπέζι μας τον πιο ηλικιωμένο θαμώνα του καφενείου για να μας πει ότι ήξερε για το χωριό.

«Είμαστε και εμείς πρόσφυγες από τα χωριά του Κιλκίς Ερέσελι, Καράνταγ και Σέρσελι. Όταν ήρθαν οι πατεράδες μας στο χωριό, το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν, ήταν τα αποκαΐδια από τη φωτιά που είχαν βάλει οι δικοί σας όταν το εγκατέλειψαν.

Κατέφυγαν στην Απολλωνιάδα, όπου παρέμειναν τέσσερα - πέντε χρόνια και μετά επέστρεψαν και έκτισαν το νέο χωριό, σε μικρή απόσταση από το παλιό.

Σήμερα το Ικίζτσε, έχει 800 κατοίκους που ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία».

 Η κτηνοτροφία... κάνει αισθητή την παρουσία της από την έντονη δυσοσμία. Όσον αφορά τη γενική όψη του χωριού, δεν υπάρχει καμία διαφορά από τα υπόλοιπα. Υπάρχει μία μεγάλη πλατεία, όπου δεσπόζει το μεγαλοπρεπές τζαμί.

Κατά τα άλλα… απεριποίητοι δρόμοι και ασοβάντιστα σπίτια, ενώ τίποτα δεν υπάρχει στο χωριό που να σου θυμίζει Ελλάδα.

Οι κάτοικοι του χωριού ευγενέστατοι και φιλόξενοι, σε αισθάνονται και σε περιποιούνται σαν δικό τους άνθρωπο.

Φεύγοντας γύρισα και είδα πάλι τον Ικίζ Τεπέ και θυμήθηκα το Σερραίο παππού, που παρομοίασε τις κορφές με γυναικεία στήθη. Πράγματι είχε δίκιο, και δε χρειάζεται φαντασία για να το σκεφθείς, ίδια και απαράλλαχτα. Το είπα στο Σεφέρ και χαμογέλασε.

  «Λείπεις πολύ καιρό από το σπίτι και ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται!»

      Αφήσαμε τους Αγινάτους με αυτήν την ωραία εικόνα και κατευθυνθήκαμε για την Κήδεια ή Καράκοτζα. Οι πιο ηλικιωμένοι Τούρκοι την αναγνωρίζουν και με το παλιό όνομα Κίντια.


ΑΓΙΝΑΤΟΙ
ΑΓΙΝΑΤΟΙ
ΑΓΙΝΑΤΟΙ. ΤΟ ΤΖΑΜΙ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής