breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

 

Αφήγηση  Καλλιγάς Νικόλαος

                      Βέροια

 

Το χωριό του παππού μου, το Παλλαδάρι ήταν κοντά στην Προύσα και είχε 3000 κατοίκους. Το όνομά του το πήρε από την Παλλάδα Αθηνά, διότι, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι υπήρχε κοντά στο χωριό ένας αρχαίος ναός της θεάς.

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την σηροτροφία, την αμπελουργία και την ελαιοκομία.

Στο χωριό μας υπήρχαν 3 εκκλησίες, των Ταξιαρχών, της Παναγίας, και της Αγίας Τριάδας που ήταν και η παλαιότερη.

Υπήρχαν επίσης και  τρία εξωκλήσσια αφιερωμένα στους Αγίους Γεώργιο, Θεόδωρο και Θύρσο.

Στο Παλλαδάρι υπήρχαν τρία  σχολεία, το Αρρεναγωγείο, το Ιβανώφειο Παρθεναγωγείο, που το έχτισε ο ευεργέτης Κωνσταντίνος Ιβανώφ, και το νηπιαγωγείο.

Στο σχολείο τα παιδιά τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια. Το πιο γνωστό τραγουδάκι που το τραγουδούσαν σε όλα τα χωριά της Προύσας ήταν το.....

Κώδων προσκαλεί τα ενάρετα παιδιά

κώδων προσκαλεί τα καλά και επιμελή.

Μένουν νηστικά τα ανάγωγα παιδιά

μένουν νηστικά τα κακά και αμελή. 

 

Ο παππούς μου ο Γιώργος Αλδαγκέρογλου κατάγονταν από την Μάνη, και μετανάστευσε στην Μικρά Ασία αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Συνεχώς αναφέρονταν στην Μάνη και τραγουδούσε τραγούδια Μανιάτικα...

...Γλυκειά που είναι η Μάνη μας, γλυκός και ο χωρισμίς της.

Ο  παππούς Γιώργης, σε ηλικία 18 χρονών πήγε στην Προύσα για να γίνει πεταλωτής,ναλμπάντ στα τούρκικα και καλλιγάς στα ελληνικά.

Όταν γύρισε στο χωριό άνοιξε ένα χάνι-πεταλουργείο ή καλλιγαριό, όπως το ονόμαζαν.

Έτσι μας έμεινε και το όνομα Καλλιγάς.

Παντρεύτηκε την Ελένη Συργιανόγλου και έκανε επτά παιδιά. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά και απέκτησε σημαντική περιουσία.

Αλλά τα καλά χρόνια περνούσαν, και σύννεφα δυστυχίας άρχισαν να απλώνονται στον ουρανό της Μικράς Ασίας.

Ξέσπασαν οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι στους οποίους δεν στρατεύονταν οι Έλληνες, με αντίτιμο το πεντέλι (πέντε χρυσές λίρες), αλλά δεν απέφυγαν το χειρότερο που ήταν τα  περιβόητα Αμελέ Ταμπουρού.

Από το χωριό μας πήραν 100 περίπου άνδρες τους οποίους έστειλαν στον Πόντο, όπου δούλευαν κάτω από άθλιες συνθήκες, κατασκευάζοντας γέφυρες, δρόμους σιδηροδρομικές γραμμές κ.α

Πολλοί από αυτούς πέθαιναν από τις κακουχίες, και άλλοι λιποτακτούσαν και γύριζαν στα χωριά τους, όπου τους περίμεναν οι ειδοποιημένοι ζανταρμάδες και τους έστελναν πίσω.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος γύρισαν στο Παλλαδάρι μόνο τριάντα και μαζί τους ήταν ο πατέρας μου.

Άρχισε πάλι την δουλειά του πεταλωτή και κατάφερε πάλι να ορθοποδήσει. Δυστυχώς όμως μια μέρα έπιασε φωτιά στο σπίτι μας από μια καντήλα και καταστράφηκε ολοσχερώς. Μετά βίας κατάφεραν να σώσουν τα πιο σημαντικά πράγματα.

Έτσι άρχισαν να χτίζουν το νέο τους σπίτι. Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβαν.

Τα μαντάτα από το Ελληνοτουρκικό Μέτωπο ήταν δυσάρεστα και όλοι ανησυχούσαν για το αβέβαιο μέλλον τους.

Δούλευαν στα χωράφια όταν άρχισαν να ακούγονται σπαραχτικές κραυγές.,,,

.....  Χωριανοί φύγετε να γλυτώσετε, έρχεται ο Κεμάλς, χάσαμε τoν πόλεμο.

Πανικός στο χωριό. Χτύπησε η καμπάνα, μαζεύτηκε ο κόσμος και αποφάσισαν να φύγουν για τα Μουδανιά.

Οι  Έλληνες αξιωματικοί  που βρίσκονταν στο χωριό τό έσκασαν ενώ οι εναπομείναντες στρατιώτες  αποφάσισαν να το κάψουν, για να μη μείνει τίποτε στους Τούρκους.

Άνοιξαν τους στάβλους για να φύγουν τα ζώα, έριξαν  μπακίρια και άλλα τιμαλφή στα πηγάδια και έβαλαν φωτιά στο χωριό.

Το όμορφο και περήφανο χωριό μας, καίγονταν από όλες τις πλευρές.

Φρικιαστική εικόνα.

Όλοι οι κάτοικοι πήραν ότι πολύτιμο μπορούσαν και έφευγαν για τα Μουδανιά για να γλυτώσουν.

Ο Καλλιγάς  μάζεψε την οικογένειά του, πήρε ότι πολύτιμο είχαν, μεταξύ άλλων ένα μεταξωτό στρώμα και ακολούθησαν τον αφηνιασμένο κόσμο.

Στην μέση του δρόμου η γυναίκα του αντιλήφθηκε ότι δεν είχαν πάρει μαζί τους την εξάχρονη κόρη τους Ευλαλία.

Τους έπιασε απελπισία για την τύχη της αγαπημένης τους κόρης.

Αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω να την ψάξει και την βρήκε  να ακολουθεί κάποιος συγχωριανούς τους που την είδαν  μόνη και την πήραν μαζί τους.

Στο χέρι κρατούσε ένα γκιούμι  που το είχε βρεί στον δρόμο και το πήρε μαζί της.

Συνέχισαν την πορεία τους για τα Μουδανιά, ενώ η λαοθάλασσα των κυνηγημένων  πολλαπλασιάζονταν, διότι προστίθονταν σε αυτήν και οι κάτοικοι των άλλων διπλανών χωριών από τους Ελιγμούς, το Νεοχώρι, το Αρβανιτοχώρι και τα άλλα χωριά της Προύσας.

Έφθασαν στο λιμάνι. Διέκριναν  αγκυροβολημένα γαλλικά πλοία, τα οποία όμως προς μεγάλη τους απογοήτευση δεν επέτρεπαν την επιβίβαση σε κανέναν.

Πλέον όλος αυτός ο κόσμος που μαζεύτηκε στα Μουδανιά, ήταν έρμαιο στα χέρια των τσετών τούρκων.

Κάθε τόσο έρχονταν στο λιμάνι και έψαχναν για στρατιώτες, όμορφες κοπέλες και πλούσιους άνδρες.

Οι στρατιώτες για να τους αποφύγουν, έπεφταν στην θάλασσα για να γλυτώσουν αλλά οι τσέτες τους πυροβολούσαν και τους σκότωναν βάφοντας την θάλασσα κόκκινη.

Οι τσέτες έπαιρναν τις όμορφες κοπέλες, τις βίαζαν και μετά τις σκότωναν ή τις άφηναν να γυρίσουν ντροπιασμένες στους γονείς τους.

Οι άμοιρες μάνες για να προστατέψουν τα κορίτσια τους, έκοβαν τα μαλλιά τους και τις μουτζούρωναν το πρόσωπο, για να ασχημαίνουν.

Ο πατέρας μου κρύβονταν κάτω από το μεταξωτό στρώμα, και ο γιός του ο Γιώργος κουβαλούσε νερό, με το μπακιράκι της Ευλαλίας και μας δρόσιζε.

Μια μέρα βρέθηκε μπροστά μας μι ομάδα τούρκων με τον επικεφαλής τους, έναν ανώτερο αξιωματικό, ο οποίος κρατούσε ένα μαστίγιο με το οποίο χτυπούσε τις μπότες του.

Ο πατέρας μου που ήξερε καλά τουρκιά τον καλώς όρισε και του πρόσφερε τσιγάρο.

---Από που είσαι καπτάν? Τον ρώτησε.

--- Από την Ιστανμπούλ.

---Α τότε δεν φοβάμαι διότι θα είσαι μορφωμένος άνθρωπος.

Κολακεύτηκε ο τούρκος αλλά δεν ξέχασε το πλιάτσικο.

---Δώσε μου τα λεφτά του, είπε στον πατέρα μου και όταν του είπε ότι δεν έχει, άρπαξε ένα μπουκάλι κρασί και έφυγε.

Λίγο αργότερα  κατέφθασε μια βενζινάκατος με δυο σημαίες, την Αμερικάνικη και του Ερυθρού Σταυρού.

Κατέβηκε μια κουτσή γριά με μια περίεργη μαύρη φορεσιά και ένα κόκκινο σταυρό στο μανίκι της.

Διέκρινε την φοβερή κατάσταση που επικρατούσε, και έβαλε τις φωνές στον τούρκο επικεφαλής.

Τότε αυτός φοβισμένος, διέταξε τους στρατιώτες του να προστατεύουν τους κυνηγημένους Έλληνες από τις ορδές των τσετών.

Έτσι σώθηκαν πολλοί Έλληνες από τα κακοποιά αυτά στοιχεία.

Την άλλη μέρα ήρθε ένα μεγάλο αμερικάνικο καράβι το οποίο αγκυροβόλησε μακριά από την παραλία, διότι τα νερά ήταν ρηχά.

Έρχονταν ταχύπλοα σκάφη τα οποία μετέφεραν  τους πρόσφυγες στο καράβι, κάτω από απερίγραπτες συνθήκες.

Παντού επικρατούσε πανικός, κραυγές και αλαλαγμοί. Πολλοί προσπαθούσαν να ανέβουν μόνοι τους στο καράβι, αλλά έπεφταν στην θάλασσα και πνίγονταν.

Επιτέλους καταφέραμε να επιβιβαστούμε στο καράβι και ξεκινήσαμε το άγνωστο και αβέβαιο ταξίδι μας για την Μητέρα Ελλάδα.

Περάσαμε την Καλλίπολη, τα Δαρδανέλια, και  βγήκαμε στο Αιγαίο  με κατεύθυνση την Θεσσαλονίκη.

Όταν φθάσαμε στην Θεσσαλονίκη, βρώμικοι και ρακένδυτοι, αλλά ευτυχισμένοι που γλυτώσαμε από βέβαιο θάνατο, ο πατέρας μου θυμήθηκε ότι όταν έχτιζε το σπίτι μας αγόραζε ασβέστη από έναν Βούλγαρο Θεσσαλονικιό.

Άρχισε να τον ψάχνει και τελικά βρήκε το σπίτι του. Του άνοιξε η γυναίκα του η οποία του είπε ότι ο άνδρας της πέθανε, και του συνέστησε  να πάνε στην Βέροια, που ήταν πλούσια πόλη.

Την άλλη μέρα ναύλωσε έναν αγωγιάτη για την Βέροια, φόρτωσε τα λίγα πράγματά του, το μεταξωτό στρώμα και το γκιούμι της Ευλαλίας και έφυγαν.

Το βράδυ κοιμήθηκαν στον Γιδά, κάτω από άθλιες συνθήκες, όπου μαρτύρησαν από τις επιδρομές των κουνουπιών. Εκεί αρρώστησε ο Γιώργος μας από ελονοσία.

Γλύτωσαν από τους τούρκους και τους έφαγαν τα κουνούπια !!!

Έφθασαν στην Βέροια όπου τους περίμενε μεγάλη έκπληξη.

Στην πόλη  υπήρχαν πολλά τζαμιά, και οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Τούρκοι, βλάχοι και άλλες φυλές.

Παρουσιάστηκαν στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων που τους έστειλε στο μεγάλο τζαμί πάνω στο ρολόι, μαζί με άλλες 40 οικογένειες.

Ο ένας πάνω στον άλλο. Τραγικές συνθήκες !!!

Τους είπαν ότι όταν θα έφευγαν οι τούρκοι θα τους έδιναν σπίτια και χωράφια.

Αρρώστησε και ο πατέρας μου από ελονοσία και ευτυχώς φώναξαν τον γιατρό τον Αντωνιάδη που του έδωσε κινίνο και τον έσωσε.

Οι ντόπιοι κάτοικοι δεν τους έδιναν καθόλου σημασία και τους αποκαλούσαν τουρκόσπορους. Όταν έφυγαν οι τούρκοι μας έδωσαν ένα παλιό ετοιμόρροπο σπίτι με δυο δωμάτια στο Γιολά Γκελντί.

Τα λεφτά που είχαν, άρχισαν να τελειώνουν και ο εννιάχρονος Γιώργος  πήγαινε στην εκκλησία της Κυργιώτισσας, βοηθούσε τον παπά Βασίλη και αυτός του έδινε κόλυβα, λειτουργιές και λάδι.

Η μάνα μου  γνώριζε μοδιστρική. Αγόρασε μια παλιά ραπτομηχανή και έραβε πουκάμισα, παντελόνια και φορέματα.

Γείτονές μας ήταν οι Φουρκιώτες, μια μεγάλη βεροιώτικη οικογένεια, για τους οποίους έραβε η μάνα μου, και σαν αντάλλαγμα έπαιρνε τρόφιμα.

Ο Γιώργος μας, κάθε μέρα πήγαινε στην παρδαλή βρύση που ήταν στο Γιολά Γκελντί, στην οδό Αθανασίου Διάκου και μας έφερνε νερό.

Λίγο πριν φύγουν όλοι οι τούρκοι από την Βέροια, ο πατέρας μου πήγε στην οδό Βικέλα, δίπλα στο γυμνάσιο και είδε ένα μεγάλο χάνι-πεταλουργείο.

Κάθησε και το παρατηρούσε αναπολώντας τις παλιές καλές στιγμές στο χωριό του το Παλλαδάρι.

Τον  είδε ο τούρκος πεταλωτής και τον κάλεσε μέσα. Άκουσε την ιστορία του πατέρα μου και του πρότεινε να του πουλήσει το πεταλουργείο για 30 λίρες, διότι αυτός ήταν αναγκασμένος να φύγει στην Τουρκία.

Προβληματίστηκε ο πατέρας μου, και το βράδυ το συζήτησε με την μάνα μου και αποφάσισαν με τα λεφτά που τους απόμειναν να το αγοράσουν.

Την άλλη μέρα πήγε στον τούρκο για να κλείσει την συμφωνία. Έμεινε κοντά του για λίγο καιρό, για να γνωρίσει τους πελάτες του κερδίζοντας συγχρόνως και κάποιο χατζηρλίκι.

Λίγες μέρες αργότερα έφυγαν οι τούρκοι, και το πεταλουργείο έγινε δικό του.

Οι δουλειές του πήγαιναν καλά και νοίκιασε άλλο χάνι, μεγαλύτερο και καλύτερο.

Πήραμε χωράφια, ένα οικόπεδο στην οδό Πιερίων και ομολογίες σαν αποζημίωση  της περιουσίας που αφήσαμε στην Τουρκία.

Εργαστήκαμε σκληρά και ορθοποδήσαμε στην νέα μας πατρίδα, αλλά ποτέ δεν ξεχάσαμε την πανέμορφη πατρίδα μας το αξέχαστο Παλλαδάρι.


Παλλαδάρι
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΓΙΑΓΚΟΥ ΚΑΛΛΙΓΑ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΓΙΑΓΚΟΥ ΚΑΛΛΙΓΑ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής