breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της. 

 

 Κουτσουμπίδης Ανδρέας

Λακκιά Αμυνταίου

 

Εγώ Γιώργη μου ήρθα στην Ελλάδα  16 χρονών. Kατάγομαι από τα Κουβούκλια της Προύσας.

Θυμάμαι όταν πλησίαζε το Πάσχα, όλοι νηστεύαμε και πηγαίναμε να κοινωνήσουμε. Αστυνομία δεν υπήρχε στο χωριό και την Ανάσταση ξεσηκώναμε τον κόσμο με πυροβολισμούς στον αέρα.

Το ίδιο βράδυ, κάναμε ένα ομοίωμα Εβραίου, το οποίο καίγαμε  και το πυροβολούσαμε μέχρι να διαλύσει.

Το ίδιο βράδυ ή την άλλη μέρα πηγαίναμε στον νονό και στην νουνά και τους φιλούσαμε το χέρι, σε ένδειξη σεβασμού.

Στο χωριό μας οι γονείς μας ήταν πολύ αυστηροί, αυτοί αποφάσιζαν με ποιόν ή ποιά θα παντρέψουν τα παιδιά τους. Οι αρραβωνιασμένοι νέοι δεν βλεπόντουσαν καθόλου μεταξύ τους. Παρά μόνο κρυφά και όταν έλειπε ο πατέρας της νύφης.

Η αρραβωνιαστικιά αν έβλεπε από μακριά τον καλό της, άλλαζε δρόμο.

Αν δυο νέοι αγαπιόντουσαν πολύ, αλλά δεν ήθελαν οι γονείς τους, τότε  κλεβόντουσαν  και έφευγαν πάνω στο βουνό. Έρχονταν τότε οι ζανταρμάδες και τάχα προσπαθούσαν να βοηθήσουν για να τους βρουν.

Το μόνο όμως που έκαναν ήταν, να τρώνε και να πίνουν και να παίρνουν τα μπαχτσίσια τους. Ο γαμπρός άφηνε έγκυο την νύφη και έτσι με αυτήν την κατάληξη δέχονταν οι γονείς τον γάμο.

Ο γάμος ήταν πολύ καλός και κρατούσε πολλές μέρες.

Την Παρασκευή, κατά την διάρκεια του γάμου, φέρναμε στο χωριό έναν ξερό κορμό δέντρου, τον οποίο καίγαμε και βράζαμε το κεσκέκ, το παραδοσιακό φαγητό του γάμου, με πληγούρι και κρέας.

Μετά το βάζαμε σε μπακιράκια και καλούσαμε με αυτό τους χωριανούς στον γάμο.

Άλλος τρόπος καλέσματος ήταν τα κεριά. Συνοδεία οργάνων πηγαίναμε στα καφενεία, κολλούσαμε σε ένα τραπέζι  ένα κερί και καλούσαμε τα παλικάρια στον γάμο.

Όσοι ήθελαν έρχονταν.

Την ίδια μέρα ο γαμπρός με τα παλικάρια πήγαιναν στα λουτρά στην Προύσα, καβάλα στα άλογα, και όταν γύριζαν  είχαν γεμάτους τους ντορβάδες με διάφορα καλούδια.

Τα όργανα τους περίμεναν στα υψώματα της Γαλάτας, και μετά όλοι μαζί πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, που τους υποδέχονταν  με κεράσματα και  μαντήλια, τα οποία κρεμούσε στα χαλινά των αλόγων.

Το Σάββατο το βράδυ γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Το γλέντι ήταν τρικούβερτο. Οι μεγάλοι φορούσαν  κάτι παπούτσια με νταλγκάδες μπροστά, και με αυτά χτυπούσαν με δύναμη το ξύλινο πάτωμα, με αποτέλεσμα αυτό πολλές φορές να σπάσει.

Δε σου λέω βέβαια τι γίνονταν με τους πυροβολισμούς, που έριχναν στον αέρα.

Την Κυριακή θυμάμαι ότι, μετά την στέψη τα παλικάρια εμπόδιζαν την νύφη να μπει στο σπίτι, μέχρι να πάρουν το μπαξίσι, το λεγόμενο Καπού παρασί.

Το γλέντι συνεχίζονταν μέχρι το πρωί.

Την Δευτέρα τραπέζι έκανε ο κουμπάρος, ενώ συγγενείς του γαμπρού, συνοδεία οργάνων μάζευαν τα δώρα, από σπίτι σε σπίτι.

Στο χωριό είχαμε πολλά Αγιάσματα και τα οποία τα γιορτάζαμε. Στο Αγίασμα του Αγίου Αθανασίου, κάτω από το πελώριο πλατάνι του γίνονταν παλαίστρες με την συμμετοχή πολλών παλικαριών  από τα γύρω χωριά. Από αυτούς που ήρθαν στην Λακκιά πάλεβγε ο παππούς σου ο Γιώργης του Φωτάκη, ο Γιάννης ο Πετκίδης  και του Κακλή του Θανάση ο αδελφός ο Γιάννης.

Πάντως οι Κουβουκλιώτες ήταν πολλοί ανάποδοι άνθρωποι και πεισματάρηδες. Πολλοί εύκολα έφταναν στο φονικό.

Απόψε με βάρεσες εσύ  και αύριο θα σε κανονίσω εγώ.

Ανάποδος κόσμος. Αν αντάλλαζαν κακές κουβέντες, δεν μιλούσαν μεταξύ τους για έναν χρόνο.

Αν η υπόθεση ήταν σοβαρή, σκοτώνονταν  μεταξύ τους και μετά πήγαιναν στα Μουδανιά, έπαιρναν το πλοίο και έφευγαν στην Ελλάδα ή στην Αμερική.

Κάποτε ένας χωριανός αρραβωνιάστηκε, και ο πεθερός του είχε έναν γιό τον  Νικολάκη.

Ο γαμπρός, που ήταν αγροφύλακας, σκέφθηκε να κάνει κακό στον Νικολάκη, για να πάρει αυτός την περιουσία του πεθερού.

Μια μέρα  πήρε μαζί του τον Νικολάκη και πήγαν στα αμπέλια για να φάνε και να πιούνε.

Όταν τελείωσαν, έφυγε ο γαμπρός μόνος του και παραφύλαξε τον κουνιάδο του, λίγο παραπέρα. Όταν πέρασε ο Νικολάκης, τον πυροβόλησε.

Μετά πήγε στο χωριό, ειδοποίησε τους χωριανούς και πήγαν πήραν τον Νικολάκη για να τον πάνε στην Προύσα. Ο Νικολάκης όμως δεν πέθανε.

Όταν τον ρώτησαν ποιόν υποψιάζονταν αυτός υπέδειξε τον γαμπρό του. Τότε αυτός πήδησε από την άμαξα και εξαφανίστηκε. Αργότερα μάθαμε ότι αρραβωνιάστηκε αλλού.

Τέτοιου είδους περιστατικά γίνονταν πολύ συχνά.

Δύο μπατζανάκια κάθονταν στο καφενείο και έπιναν.

--- Ξέρς κάτι μπατζανάκη, λέει ο ένας στον άλλο. Εμείς έπρεπε να παίρναμε διαφορετικές γυναίκες. Εσύ την δικιάμ και εγώ την δικιάς.

Τσαντίστηκε ο άλλος και πήγε είπε τα καθέκαστα στον αδελφότ, ότι ο μπατζανάκης του έβαλε στο μάτι την αρραβωνιαστικιάτ.

Ο αδελφός του τον συμβούλεψε να τον ποτίσει πολύ κρασί και να τον μεθύσει. Πράγματι  μέθυσε ο μπατζανάκης και τότε ήρθε ο αδελφός του άλλου με έναν μπαλτά και τον σκότωσε.

Μετά τον έβαλαν μέσα σε ένα βαρέλι, το γέμισαν με πέτρες και τον πέταξαν σε ένα πηγάδι.

Ο αδελφός του σκοτωμένου τον έψαχνε παντού, αλλά δεν τον εύρισκαν πουθενά.

Ήρθε μάλιστα στον πατέραμ τον Κυριάκο και τον ρώτησε αν τον είδε πουθενά.

Μια μέρα κάποιες γυναίκες πήγαν στα χωράφια για να μαζέψουν κοκάρια, και πέρασαν από το πηγάδι κοντά. Έριξαν μια πέτρα μέσα, αλλά τους φάνηκε περίεργος ο θόρυβος που έκανε.

Ειδοποίησαν την οικογένεια του αγνοουμένου και μαζί με ζανταρμάδες, πήγαν  στο πηγάδι. Κατέβασαν κάτω τον Κακλή, του Κορκολοτζέα τον πατέρα, ο οποίος βρήκε τον αγνοούμενο, που είχε αρχίσει  να σαπίζει.

Οι δυσκολίες μας  με τους Τούρκους άρχισαν από το 1914, με το Σεφέρ Μπεϊλίκι, που τάχα έδινε ισότητα σε όλες τις φυλές που ζούσαν στην Τουρκία.

Στρατεύονταν και οι Έλληνες και τους πήγαιναν στα Αμελέ Ταμπορού, από όπου λιποτακτούσαν και επέστρεφαν στο χωριό. Έρχονταν τότε οι ζανταρμάδες, πήγαιναν στον πρόεδρο, και μαζί του έψαχναν όλα τα σπίτια του χωριού.

Αν δεν εύρισκαν τα κατσάκια, έτσι τους έλεγαν, τότε έπαιρναν την μάνα τους ή την αδελφή τους, τους πήγαιναν στα καφενεία και τις βασάνιζαν μέχρι να ομολογήσουν.

Τις βασάνιζαν με φρικτό τρόπο. Τις έβαζαν βραστά αυγά στις μασχάλες, τις έκαιγαν με πυρωμένη μασιά και τις τρυπούσαν με αγκίδες τα νύχια, μέχρι να μαρτυρήσουν. Έτσι αναγκαστικά τα κατσάκια παραδίδονταν και αναχωρούσαν για το άγνωστο,  που τις περισσότερες φορές σήμαινε θάνατο.

Άρχισαν να έρχονται άτακτοι Τούρκοι, οι τσέτες, από τα βάθη της Ασίας  και παρενοχλούσαν και λεηλατούσαν τα Ελληνικά χωριά.

Κάθε βράδυ τους ακούγαμε  να χτυπάνε τα νταούλια τους και να  γλεντοκοπάνε, πίνοντας και μεθώντας.

Εμείς στο χωριό αποφασίσαμε να λάβουμε τα μέτρα μας, και κάναμε χαρακώματα γύρω του, και να φυλάμε σκοπιές. Μέχρι και τα κορίτσια ντύνονταν αντρικά και πήγαιναν στα χαρακώματα, να φυλάνε σκοπιά.

Έλεγαν  οι Τούρκοι  αργότερα, ότι στο Αγίασμα του Άη Βαραδά είχε σχηματιστεί μία λίμνη, και ο Άγιος δεν τους επέτρεπε να πατήσουν το χωριό.

Για καλή μας τύχη είχαμε μαζί μας έναν Τουρκοαλβανό, ο οποίος μας ενημέρωνε, πότε οι Τούρκοι θα επιτίθονταν στο χωριό μας και έτσι ήμασταν έτοιμοι.

Στο χωριό επικρατούσε πανικός, με τα παιδιά και τις γυναίκες να κλαίνε και να ορύονται, ιδίως όταν μάθαιναν ότι οι Τούρκοι έμπαιναν στα Ελληνικά χωριά, τα λεηλατούσαν και βίαζαν τις κοπέλες.

Κάποιοι,  άρχιζαν να σφάζουν τα ζωντανά τους και να τα τρώνε για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.

Άλλοι, έσκαβαν στην γη λαγούμια και έβαζαν μέσα ότι πολύτιμο είχαν, από ρούχα μέχρι χρήματα για να μη τα βρουν οι Τούρκοι και να πάρουν. Εμείς στην γειτονιά μας είχαμε ένα πηγάδ και εκεί κρύψαμε ένα σωρό πράγματα τα οποία καταστράφηκαν.

Αλλά και εμείς δεν ήμασταν καλύτεροι. Αυτό φάνηκε, όταν ήρθε ο Ελληνικός στρατός στην Μικρά Ασία.

Τα βράδια πηγαίναμε και λεηλατούσαμε τα Τουρκικά χωριά και παίρναμε ότι μπορούσαμε.

Ένα βράδυ πήγαν οι δικοί μας να κλέψουν ελιές από ένα χωριό δίπλα στα Μουδανιά.

Οι ζανταρμάδες τους πήραν χαμπάρι και τους πυροβόλησαν με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο Λυτρίδης ο Δημήτρης. Τον πήγανε κουτσό στο σπίτι και για να καλύψουν την πράξη τους είπαν, ότι πήγε να ταίσει τα γουρούνια και τον δάγκασαν.

Στην Απολλωνιάδα ήταν ένας πελώριος Τούρκος, με κάτι πελώριες πλατάρες, που τον έλεγαν Μεμέτ Αλή. Ήταν πολύ ανάποδος και έκανε πολλά άσχημα πράγματα εις βάρος των Ελλήνων.

Μια μέρα πήγαινε με την γυναίκα του στην Προύσα, πάνω στην άμαξα. Κοντά στο χωριό μας ήταν μια ελιά με ένα ανηφορικό δρόμο, όπου τα άλογα δεν μπορούσαν να καλπάσουν.

Τσιχτήν μπαίρ τον έλεγαν τον δρόμο αυτό.

Εκεί τον παραφύλαγαν οι Ταχταλιώτες και τους έπιασαν. Πήραν την γυναίκα του και την βίασαν, παρά τις σπαραχτικές κραυγές της και τα ψέματά της ότι τάχα δεν ήταν καθαρή.

Από τότε ο Μεχμέτ Αλή ανέβηκε  στο βουνό, έγινε τσέτης και κυνηγούσε τους Έλληνες. Όταν αυτοί κυνηγημένοι πήγαν στα Μουδανιά, ο Μεμέτ Αλή αναζήτησε τους Ταχταλιώτες με μανία για να τους σκοτώσει.

Δεν ξέρω αν τους βρήκε.

Οι Κουβουκλιώτες ενοχλούσαν συνεχώς τις Τουρκάλες από τα γύρω χωριά και πριν φύγουν, πέρασαν από τα Κοπέλια και γάμσανε πολλές γυναίκες.

Όταν ήρτε η ώρα για να φύγμε, ήτανε Σάββατο βράδυ.  Οι Έλληνες φαντάροι έβαλαν φωτιά και έκαιγαν τα Ελληνικά χωριά.

Μετά, πήγαν και οι Τούρκοι από τα διπλανά χωριά για να κάνουν πλιάτσικο, και όταν τελείωσαν έβαζαν και αυτοί φωτιά στα σπίτια, μη τυχόν και γυρίσουμε εμείς πίσω.

Όσοι είχαν κάρα πήραν κάποια πράγματα μαζί τους. Εμείς πήραμε κοζάκια τα οποία όμως αναγκαστήκαμε να τα αφήσουμε στα Μουδανιά.

Που να κουβαλάς πράγματα την στιγμή που έφευγες πατείς με πατώσε για να σώσεις την ζωή σου?

Πήγαμε στα Μουδανιά όπου κοιμηθήκαμε ένα βράδυ. Εκεί περίμενε ένα ρωσικό πλοίο.

Χιλιάδες κόσμος συνωστίζονταν στην μικρή σκάλα των Μουδανιών. Οι φαντάροι ένωσαν τα χέρια τους και άφηναν να περάσουν πρώτα τα γυναικόπαιδα.

Ανεβήκαμε τελικά όλοι, και κατά τις 18.00 φύγαμε για την Ραιδεστό. Ήταν Δευτέρα ή Τρίτη.

Αυτοί που έμειναν κάτω δεν πρόλαβαν και αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους.

Μετά περάσαμε στην Θράκη, μείναμε λίγο στην Στρύμνη, όπου έκατσε ο αδελφός μου ο Κωστής, και καταλήξαμε στο Έλεβιτς.


ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ ΤΟΥ ΑΙ ΘΑΝΑΣΗ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής