breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΖΑΦΕΙΡΑΚΗΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

Γεννήθηκε στην Νάουσα το 1772 και κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια της πόλης, που του παρείχε σπουδαία μόρφωση, γεγονός που του απέδωσε την ιδιότητα του Λογοθέτη. Σπούδασε στα Γιάννενα, όπου ο Αλή Πασάς τον ξεχώρισε  για το οξύ πνεύμα του και τον έθεσε υπό την προστασία του.

Μετά την τρίτη πολιορκία της Νάουσας από τον Αλά πασά το 1804, οι Ναουσαίοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν μαζί του  και έστειλαν αντιπροσωπεία στα Ιωάννινα με επικεφαλής τον Ζαφειράκη.

Αναγνωρίζοντας ο Αλή πασάς τα προσόντα του, τον διόρισε  διοικητής της Νάουσας.

Ο Ζαφειράκης όμως προετοίμαζε επανάσταση και εργάστηκε για την απελευθέρωση  της πόλης, γι΄αυτόν τον λόγο διέβαλλε τον Αλή Πασά στον Οθωμανό βαλή της Θεσσαλονίκης. Όταν το έμαθε ο Αλή Πασάς έδιωξε τον Ζαφειράκη από την Νάουσα, ο οποίος  κατέφυγε  αρχικά στην Θεσσαλονίκη, και κατόπιν  στο Άγιο Όρος και Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε  δώδεκα χρόνια και κατάφερε να πείσει τον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ να επιστρέψει σαν πρόκριτος στην  πόλη, η οποία από το 1812 είχε φύγει από την επιρροή του Αλή πασά.

Στην Νάουσα πραγματοποίησε σπουδαία έργα που έδωσαν ζωή στην πόλη. Έχτισε   βιομηχανικές μονάδες οπλισμού, εκκλησίες, σχολεία και  δρόμους.

Αμφισβητήθηκε όμως από τον Μάμαντη Δραγατά και κατηγορήθηκε ότι σπατάλησε πολλά χρήματα του κοινού ταμείου της πόλης.

Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία  και ήρθε σε επαφή με τους οπλαρχηγούς Αναστάσιο Καρατάσο και Αγγελή Γάτσο για να οργανώσουν  την εξέγερση της πόλης και της ευρύτερης περιοχής.

Η αντίδραση των κατοίκων όμως με παρακίνηση του Μάμαντη, για την συμμετοχή στον Αγώνα ήταν αρνητική και ανάγκασε τον Ζαφειράκη να τον εξορίσει στην Θεσσαλονίκη.  Η μύησή του στη Φιλική Εταιρεία έγινε από τον Μετσοβίτη Δημήτριο Ύπατρο, ο οποίος όταν ήρθε στην Νάουσα, ανακοίνωσε στο Ζαφειράκη το γενικόν σχέδιον του Αλέξανδρου Υψηλάντη που προέβλεπε συνεργασία με τον Αλή πασά.

Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργούνταν  αντιπερισπασμός στην Πύλη  με αποτέλεσμα να ευνοηθεί η εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης.  Ο Ζαφειράκης αρνήθηκε  να συνεργαστεί σε αυτό το εγχείρημα με τον Αλή πασά και λέγεται ότι κατόπιν παρέμβασής του  ο Ύπατρος συνελήφθη στη Νάουσα από τους Οθωμανούς και στην κατοχή του βρέθηκαν  πολλά σχέδια των Ελλήνων.

 Η ανάμνηση της επίσκεψης του Ύπατρου έχει διασωθεί στην Νάουσα, στο δημοτικό τραγούδι, "Του Ύπατρου":

Από τη Σιβηρία νέος ήρθιν

και μας φέρνει του χαμπέρι

και ζητάει του σύνταγμα να γένει

απού μέσα απ΄το ντουβλέτι.

 

Την εποχή εκείνη η Νάουσα είχε επιλεγεί από τους οπλαρχηγούς να έχει ηγετικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση στην Μακεδονία, αλλά διάφορα γεγονότα  αποδυνάμωσαν την κίνηση αυτή. Ο Κασομούλης που στάλθηκε να ζητήσει βοήθεια από την Πελοπόννησε διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν εφικτό.

Ο πόθος  όμως για λευτεριά ήταν  μεγάλος και έτσι στις 22 Φεβρουαρίου του 1822, ημέρα Κυριακή της Ορθοδοξίας, μετά τον δοξολογία, ο Ζαφειράκης ύψωσε την σημαία της Επανάστασης στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου Ναούσης.

Πρώτη τους ενέργεια ήταν να επιτεθούν και να διώξουν τους Οθωμανούς από την Βέροια και την Έδεσσα. Αυτό ήταν όμως πολύ δύσκολο να γίνει διότι στην Βέροια υπήρχε αρκετός στρατός και η βοήθεια που περίμεναν αργούσε να έρθει.

Ο ίδιος ο Ζαφειράκης πήρε μέρος  επικεφαλής μιας στρατιωτικής δύναμης  στις μάχες της Βέροιας και της Δοβράς. Δυστυχώς όμως κατέφθασε από την Θεσσαλονίκη ο Εμπού Λουμπούτ πασάς , με ισχυρή δύναμη 18.000 ανδρών   για να καταπνίξει την Επανάσταση που ανάγκασε τους Έλληνες επαναστάτες να οχυρωθούν στην πόλη της Νάουσας.

Οι Έλληνες αντιστάθηκαν γενναία, αλλά οι πολυάριθμοι Οθωμανοί μετά από πολιορκία τριών εβδομάδων, από 27 Μαρτίου μέχρι 18 Απριλίου, εισέβαλαν στην πόλη και άρχισαν τους βιασμούς, τις σφαγές και λεηλασίες των κατοίκων της πόλης.

Μέσα στην πόλη μάχονταν  σθεναρά και απελπισμένα, οι οπλαρχηγοί Ζαφειράκης  με τον γιο του Φίλιππο, ο Ιωάννης Καρατάσος, ο Ζώτος, ο Κωτούλας Καρατάσος, ο Αθανάσιος Τσιούπης, ο Ιωάννης Παπαρέσκας και οι Σιουγκαραίοι προσπαθώντας να διασώσουν τα γυναικόπαιδα από την σφαγή.

Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου με το γιο του Φίλιππο και το Γιαννάκη Καρατάσο οχυρώθηκαν στον πύργο του, όπου υπήρχαν   500 γυναικόπαιδα., και μετά τρείς μέρες αντίστασης,  στις 21 Απριλίου επιχείρησαν έξοδο, κατά την διάρκεια της οποίας  για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Οθωμανούς, οι γυναίκες έπνιξαν τα βρέφη τους.

Ο Ζώτος τραυματίστηκε  και μη μπορώντας να διαφύγει έμεινε πίσω ανατινάζοντας την  πυριτιδαποθήκη,  ενώ γυναίκες και παιδιά, για να μην συλληφθούν από τους Οθωμανούς έπεσαν με αυτοθυσία στον καταρράκτη των Στουμπάνων και πνίγηκαν.

 Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου  σε συνεργασία  με τον Γιαννάκη Καρατάσο  κατάφεραν, με μία ομάδας από γυναικόπαιδα  να φθάσουν στον Άγιο  Νικόλαο   και  να τα  οδηγήσουν έξω από την πόλη, στον δρόμο  προς το Σέλι. Οι Τούρκοι τους καταδίωξαν και ο Ζαφειράκης  με τον  Καρατάσο  αμύνθηκαν μέχρι τέλους.

Συνελήφθησαν στη θέση Σοφολιό κοντά στην Επισκοπή Βεροίας, τα σώματά τους καρατομήθηκαν και οι κεφαλές τους περιφέρονταν από τους Οθωμανούς στρατιώτες σε κοντάρια για εκφοβισμό των Ελλήνων.

Αρκετά γυναικόπαιδα, μεταξύ των οποίων και η σύζυγος και η κόρη του Ζαφειράκη, αιχμαλωτίστηκαν  και σφαγιάστηκαν.

Η  λαϊκή μούσα της αφιέρωσε το παρακάτω τραγούδι  με τίτλο "Μακρυνίτσα":

 

Τρία πουλάκια, αμάν αμάν, καθόντανε,

τρία πουλάκια, αμάν αμάν, καθόντανε,

στης Νάουσας το κάστρο, Μακρυνίτσα μου

καημό που 'χει η καρδίτσα μου.

Το 'να κοιτάει κι αμάν αμάν τα Βοδινά,

το 'να κοιτάει κι αμάν αμάν τα

Βοδενά και τ' άλλο Σαλονίκη,

Μακρυνίτσα μου

καημό που 'χει η καρδίτσα μου.

Το τρίτο το κι αμάν αμάν μικρότερο,

το τρίτο το κι αμάν αμάν μικρότερο,

μοιρολογεί και λέγει,

Μακρυνίτσα μου

καημό που 'χει η καρδίτσα μου.

Μας πάτησαν κι αμάν αμάν τη Νάουσα,

μας πάτησαν κι αμάν αμάν τη Νάουσα,

την πολυξακουσμένη, Μακρυνίτσα μου

καημό που 'χει η καρδίτσα μου.

ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Γεννήθηκε το 1764 στην Δοβρά Ημαθίας και μετά την καταστροφή του χωριού του εγκαταστάθηκε  στο Διχαλεύρι-Στενήμαχος της Νάουσας. Θεωρείται από τους κορυφαίους της Ελληνικής Επανάστασης στην Μακεδονία και μαζί με τον Ζαφειράκη οργάνωσαν την επανάσταση της Νάουσας, η οποία για την προσφορά της τιμήθηκε με βασιλικό διάταγμα το 1955.

Σε ηλικία 18 χρονών εγκατέλειψε το χωριό του και πήγε στο Βέρμιο, όπου έγινε πρωτοπαλίκαρο του σπουδαίου καπετάν Βασίλη Ρομφαίη, δίπλα στον οποίο, ο Καρατάσος εκπαιδεύτηκε και απέκτησε μεγάλη πείρα στη σκοποβολή και στις πολεμικές τέχνες.  Ο Βασίλης Ρομφέης υπήρξε ένας από τους πιο πεπειραμένους «κλέφτες» και με υπαρχηγό τον Καρατάσο ήταν επικεφαλής 2.000 Ναουσαίων που απέκρουσαν τα στρατεύματα του Τεπελενλή στο Βέρμιο.

Μετά δυο χρόνια κοντά του έγινε καπετάνιος στις περιοχές Βέροιας, Ναούσης και Βαρδαρίου. Κύριο μέλημά του ήταν η υπεράσπιση των χριστιανών της περιοχής  αλλά και των φιλήσυχων Τούρκων, οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα από τις επιδρομές των Κονιάρων Τούρκων.

Ο Καρατάσος ήταν παντρεμένος με τη Μαρία,  που ήταν κόρη ιερέα. Μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του, Γιαννάκη, πολέμησε δίπλα σε σπουδαίους οπλαρχηγούς της επανάστασης, όπως τον Καραμήτσο, τον Ζαφειράκη και τον Αργύρη Καραμπατάκη.

 Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και μαζί με τον Γάτσο και τον Θεοδόση Ζαφειράκη οργάνωσαν την επανάσταση στην περιοχή της Μακεδονίας.

Το 1822 η Νάουσα επαναστατεί και ομόφωνα αναλαμβάνει την αρχηγία ο 57άχρονος τότε Γέρο–Καρατάσος.

Ο αγώνας του ήταν μάταιος λόγω της μεγάλης δύναμης των Τούρκων του Λουμπούτ πασά και είχε σαν αποτέλεσμα το Ολοκαύτωμα της Νάουσας. Ακολούθησαν σφαγές, λεηλασίες και εξανδραποδισμοί και  οι γυναίκες της πόλης για να σωθούν από τον ατιμασμό που τις περίμενε  έπεσαν στα νερά του καταρράκτη της Αραπίτσας στην περιοχή Στουμπάνοι και πνίγηκαν.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη  στις μάχες και στις σφαγές που ακολούθησαν, σκοτώθηκαν 5000 άνθρωποι. Σε έγγραφό του ο Λουμπούτ πιστοποιεί τις βαρβαρότητες και αναφέρει ότι σφαγιάσθηκαν ή απαγχονίστηκαν όλοι  οι άντρες αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως σκλάβοι οι γυναίκες και τα παιδιά τους.

Κατά την διάρκεια της εξέγερσης  σκοτώθηκε ο γιός του  Καρατάσου, Ιωάννης  και αιχμαλωτίστηκαν η γυναίκα του  Μαρία, οι δυο του κόρες και τα δυο μικρότερα αγόρια του. Βασανίστηκαν φρικτά και ο ένας γιος αποκεφαλίστηκε μπροστά στην μάνα του.

Ο άλλος γιος εξισλαμίστηκε και έγινε αργότερα πασάς στην Αίγυπτο με το όνομα Καρατάς. Η Μαρία αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και γι’ αυτό ο Εμπού Λουμπούτ την έβαλε σε έναν σάκο με θανατηφόρα φίδια και βρήκε φρικτό θάνατο.

Ο ιστοριογράφος Ευστάθιος Στουγιαννάκης γράφει: «Το εκ των δηγμάτων όμως εις τας φλέβας της μάρτυρος διαχυθέν οξύ δηλητήριον, εφόνευσεν αυτήν εν γλυκεία ληθαργία, μέχρι της εσχάτης στιγμής δεομένην υπέρ των δημίων της και επικαλούμενην τον Ύψιστον και την Παρθένον».

Μετά την αποτυχία του κινήματος  στην Μακεδονία, μαζί με τους γιούς του Δημήτριο και Κωνσταντίνο και  3000 Μακεδόνες και Θεσσαλούς, κατέβηκε στην Στερεά Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την ανεξαρτησία.

Εκεί πολέμησε γενναία στην μάχη του Πέτα, της Αλοννήσου,  του Τρίκερι, και κατόρθωσε να εμποδίσει τον  Χουσρέφ πασά   να καταλάβει την Σκιάθο.

Αργότερα το 1824 πολέμησε  εναντίον του Ιμπραήμ τον οποίο νίκησε στην μάχη του Σχοινόλακκου, εμποδίζοντάς τον να κινηθεί εναντίον της Ύδρας. Τα λάφυρα από το πεδίο της μάχης τα έστειλε στο Ναύπλιο, στην προσωρινή τότε κυβέρνηση, «ως πρώτο τρόπαιο της ελληνικής ανδρείας κατά των Αράβων». Ήταν πιστός στην Κυβέρνηση και για τον λόγο αυτό πολέμησε στην Πελοπόννησο τους αντικυβερνητικούς οπλαρχηγούς. Όταν ελευθερώθηκε η Ελλάδα  αναγνωρίστηκαν οι υπηρεσίες του στον Αγώνα και διορίστηκε διοικητής της  εβδόμης μεραρχίας.

Πέθανε στην Ναύπακτο  στις 30 Ιανουαρίου του 1830, αφήνοντας συνεχιστή του έργου του τον γιο του Δημήτριο.

 

ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Γεννήθηκε στο Διχαλεύρι, σημερινό  Στενήμαχο Ημαθίας το 1798 και υπήρξε οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, που έγινε γνωστός  με το προσωνύμιο Γέρο Τσάμης. Ήταν γιός του Αναστάσιου Καρατάσου, τον οποίο ακολούθησε στην Στερεά Ελλάδα μετά την καταστροφή της Νάουσας, όπου πρωταγωνίστησε σε πολλές μάχες εναντίον των Οθωμανών. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, ο Τσάμης Καρατάσος  συμμετείχε στην νέα επανάσταση στην Χαλκιδική, το 1854, όπου πήρε και το προσωνύμιο Γέρο Τσάμης.

Όταν ο Όθωνας  ανέλαβε Βασιλεύς της Ελλάδος,  εκτιμώντας την μεγάλη του προσφορά  στην Ελληνική Επανάσταση, τον προσέλαβε υπασπιστή του. Όταν το 1847  θέλησε να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη, ο πρέσβης της Υψηλής Πύλης στην Αθήνα Κωστάκης Μουσούρας, αρνήθηκε  να του δώσει επίσημο διαβατήριο  διότι τον θεωρούσαν ανεπιθύμητο πρόσωπο.

Αυτό θεωρήθηκε προσβολή στο πρόσωπο του Βασιλέα, ο οποίος σε μία δεξίωση, επιτίμησε τον Μασούρα  με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν τα λεγόμενα Μουσουρικά που είχαν σαν αποτέλεσμα την διακοπή για δύο μήνες των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.

Μεταξύ 1855-1853  ταξίδευσε ανεπισήμως στις Σερβικές κοινότητες της Τεργέστης και των Σκοπίων  με σκοπό να βρει υποστήριξη για την απελευθέρωση  των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς, πιστεύοντας ότι  ο σκοπός αυτός μπορούσε να πετύχει μόνο με μια Ελληνοσερβική συμφωνία.

Το 1859 άρχισε να δημοσιεύει τις προτάσεις του  στις εφημερίδες προσπαθώντας  να προσεγγίσει τους εκπροσώπους των Σερβικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, να τον υποστηρίξουν και να τον βοηθήσουν στο σκοπό του.

Πίστευε ότι με την υποστήριξη του Όθωνα που έβλεπε και στήριζε τις κινήσεις του, και πιθανώς τον Ρώσων, θα μπορούσε να πετύχει τον σκοπό του.

Το 1861 πήγε στο Βελιγράδι για να υπογράψει  μια επίσημη συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, αλλά κατά την παραμονή του εκεί πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, χωρίς να μπορέσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του που ήταν  η κοινή εξέγερση Σέρβων και Ελλήνων.

Είκοσι πέντε χρόνια μετά υπογράφηκε αυτή η συμφωνία, το  1887 από τον Έλληνα πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη και τον Σέρβο ομόλογό του.


ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
ΚΑΡΑΤΑΣΟΣ ΤΣΙΑΜΗΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής