breaking news Νέο

Εκείνος ο μαρτυρικός Απρίλης του 1944 στα χωριά του Βερμίου - Γράφει ο Θόδωρος Ελευθεριάδης

Εκείνος ο μαρτυρικός Απρίλης του 1944 στα χωριά του Βερμίου - Γράφει ο Θόδωρος Ελευθεριάδης

Ξημέρωνε Σάββατο της διακαινησίμου, 23η του μηνός εκείνου του σκληρού Απρίλη του 1944, στην Κατράνιτσα, στους πρόποδες του Δυτικού Βερμίου.

Διαβάζω από το ημερολόγιο του 15χρονου, Παναγιώτη Ελευθεριάδη.

«Ήταν 8 το πρωί, όταν ακούσαμε πυροβολισμούς και φωνές από τους κατοίκους.

Γερμανοί. Η μητέρα μου η Δέσποινα, ο Χρήστος και εγώ ανηφορίσαμε για το Βέρμιο, ενώ ο πατέρας μου ο Θόδωρος πήρε την αγελάδα και ερχόταν από πίσω.

Σε ένα σημείο υπήρχε ένας μεγάλος βράχος, που η μητέρα μου δεν μπορούσε να ανέβει και την αφήσαμε μόνη της, παρ΄ ότι φώναζε η καημένη. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Όμως τιμωρηθήκαμε για αυτή μας την πράξη, αφού η μητέρα μου βρήκε γνωστούς και έφτασε ασφαλής στη Νάουσα.

Όπως ανεβαίναμε με το Χρήστο, στην πρώτη κορυφή βλέπουμε τους συγχωριανούς να γυρίζουν πίσω. Ερχόταν οι Γερμανοί, που περικύκλωσαν το χωριό.

Σταματήσαμε σε ένα πλάτωμα. Ήταν 2-3 οικογένειες πιο πέρα, που ξεκουράζονταν. Πέρασε ένα γερμανικό αεροπλάνο, τους έριξε και σε λίγο τελείωσαν όλα.

Βλέποντας τη σφαγή που γίνονταν, κατεβήκαμε πολύ χαμηλά και χωθήκαμε σε ένα Κέδρο, με τις οβίδες να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας. Ήμασταν με κοντά παντελονάκια και μόνο με πουκάμισα, μας βασάνιζαν τα ξερά αγκάθια, τα μυρμήγκια και ψιλόβρεχε. Μείναμε εκεί πέντε μέρες και νύχτες. Η πείνα μας θέρισε, τρώγαμε τους καρπούς του κέδρου.

Κάποια στιγμή βγήκαμε, για να ψάξουμε για ψωμί στους μπόγους που είχαν οι Οικογένειες, που θέρισε το αεροπλάνο. Τότε ακούω τη φωνή του Χρήστου.

«Παναγιώτη, Γερμανοί. Τότε είδα έναν στρατιώτη με το μυδράλιο, να μας σημαδεύει. Αμέσως σήκωσα τα χέρια ψηλά και φώναξα Χάιλ Χίτλερ, από την τρομάρα μου.

Μας βάλανε σε μια φάλαγγα με ανθρώπους και ζώα και κατηφορίσαμε προς το χωριό. Εκείνη την ώρα έβαζαν φωτιά στα πρώτα σπίτια.

Μέσα στη φάλαγγα ήταν και συνεργάτες των Γερμανών, ντυμένοι με τη γερμανική στολή. Στον πλάτανο είχαν κρεμάσει δυο αντάρτες και έναν τρίτο, πριν τον κρεμάσουν, τον χτυπούσαν στο κεφάλι με την ξύλινη λαβής μιας χειροβομβίδας.

Ακολουθεί η πορεία των αμάχων, με τα ζώα προς την Πτολεμαΐδα. Όποιος ήταν γέρος και δεν μπορούσε να περπατήσει γρήγορα, τον εκτελούσαν. Σταματήσαμε στην πλατεία του Μεσόβουνου. Εκεί είχαν μαζέψει τα ζώα του χωριού. Μας αράδιασαν στον τοίχο, ήρθε απέναντί μας ένα στρατιωτικό φορτηγό και στην καρότσα του στήθηκαν τα μυδράλια. Αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε τα κλάματα.

Οι Γερμανοί έριξαν μερικές σφαίρες πάνω από τα κεφάλια μας και σταμάτησαν.

Μαζί με τους Γερμανούς ήταν και Βούλγαροι αξιωματικοί».

Η πορεία του 15χρονου Παναγιώτη και του 13χρονου Χρήστου συνεχίζεται προς την Πτολεμαϊδα. Ξυπόλητοι, πεινασμένοι, γυμνοί, περπατούν με το πλήθος. Από τα χωριά που περνούν, οι γυναίκες τους πετούν ρούχα και ψωμί. Τελικά, μετά από μέρες το πρώτο μέρος του δράματος τελειώνει στην Πτολεμαΐδα, όπου οι Γερμανοί τους αφήνουν να φύγουν, με την εντολή να μην επιστρέψουν στην Κατράνιτσα. Το πρώτο μέρος του δράματος κλείνει με το ταξίδι τους με τρένο από το Αμύνταιο στη Νάουσα, όπως τους περίμενε η μητέρα τους και η αδερφή τους Φωτεινή, που έμενε εκεί.

Η δεύτερη σκηνή είναι τραγική. «Το καλοκαίρι πήγαμε να θερίσουμε τα χωράφια μας. Όλο το χωριό μύριζε από καμένες σάρκες και οι χωριανοί έψαχναν για τους δικούς τους ανθρώπους. Δίπλα από το αλώνι μας υπήρχε μια αχυρώνα καμμένη. Ψάχνοντας μέσα στα χαλάσματα, είδα ένα κομμάτι από το σακάκι του πατέρα μου. Μέσα στην τσέπη του βρήκα ένα κουτάκι με τα ξυριστικά και την ταυτότητά του, αλλά ήταν γεμάτη λάδια. Λάδια από το ίδιο του το κορμί, αγαπημένοι μου χωριανοί. «Έβαλα μερικά κόκαλα σε μια λαμαρίνα και τα πήγα στο νεκροταφείο», αναφέρει ο Παναγιώτης.

Το δράμα βέβαια για την οικογένεια του Θόδωρου και της Δέσποινας συνεχίζεται το Γενάρη του 1949, όταν ο 17χρονος Χρήστος, όμηρος των ανταρτών, μετά το χτύπημα της Νάουσας, σκοτώνεται στο Βίτσι. Η Δέσποινα πεθαίνει, από τον καημό της, τρία χρόνια αργότερα.

Και αν για το Χρήστο βρήκα μια φωτογραφία, για να την έχω δίπλα στο καντηλάκι της οικογένειάς μου, του παππού μου του Θόδωρου δεν βρήκα τίποτε.

Δεν ξέρω πώς είναι. Δεν είμαι μνησίκακος. Ούτε και νομίζω ότι οτιδήποτε υλικό μπορεί να αντικαταστήσει το μαρτυρικό θάνατο ενός ανθρώπου. Τους δολοφόνους του, τους έχω συγχωρήσει, όχι όμως το ναζισμό και το γερμανικό κράτος. Δεν θέλω χρήματα κύριε πρόξενε της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Μια φωτογραφία του παππού μου, που ποτέ του δεν μπόρεσε να με βγάλει μια βόλτα, κρατώντας το χέρι μου, μπορείτε να βρείτε;

Τότε και μόνο θα ησυχάσω. Για τον παππού μου, για τις δολοφονημένες εγκύους, τα βρέφη, τους γεροντάδες, που χάλασαν οι ναζί με τους γερμανοντυμένους δοσίλογους.  Και φυσικά έμειναν ατιμώρητοι. Με πρώτο το συνταγματάρχη των SS Καρλ Σύμερς, που ουδέποτε πλήρωσε για τα εγκλήματα που διέπραξε, είτε εδώ, είτε στη Γερμανία.

Αθάνατοι οι 331 μάρτυρες της Κατράνιτσας..

(Η ομιλία του στις εκδηλώσεις μνήμης της μαρτυρικής κοινότητας Πύργων Εορδαίας στις 8 Μαΐου του 2022)

 

Θόδωρος Ελευθεριάδης


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής