breaking news Νέο

1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη

  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη

Ο παππούς ο Γιώργης, η γιαγιά Σοφία και η αδελφή της Αικατερίνη με περίμεναν στο μπαλκόνι τους, στο χωριό Λυκογιάννη του δήμου Βέροιας, απορημένοι  για την επίσκεψή μου.

Ένας παππούς λεβέντης με το μουστακάκι του και δύο χαριτωμένες γριούλες, που με δυσκολία καταλάβαιναν τι τους έλεγα, διότι δεν ήξεραν  καλά Ελληνικά, παρά μόνο Τουρκικά. 

Καταγωγή τους ήταν από το Πάμουτζακ Ντεβρέντ, ένα χωριό πάνω από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο παππούς ο Γιώργης, ο οποίος μιλούσε Ελληνικά, με την ήρεμη φωνή του μου ανέφερε τα εξής :

 

«Γιώργο κουζούμ το δικό μας το χωριό βρίσκονταν πάνω από την Νίκαια και από εκεί βλέπαμε κάτω την λίμνη και την όμορφη πόλη που τα παλιά χρόνια ήταν πάρα πολύ σπουδαία. Τώρα όμως είναι σαν ένα μικρό χωριό και γύρω-γύρω έχει τείχη σαν της Κωνσταντινούπολης.

Το δικό μας το χωριό είχε περίπου 300 οικογένειες και κάποιοι παλιοί έλεγαν ότι οι δικοί μας είχαν έρθει και έμειναν εδώ από την Ρούμελη. Ήταν κοντά στον δημόσιο δρόμο  Νίκαιας – Γενή Σεχίρ  και απείχε περίπου 60-70 χιλιόμετρα από το Γκέμλικ, την Κίο όπου έμενε ο μητροπολίτης μας.

Στο χωριό μας Γιώργη είχαμε 9 μαχαλάδες και ο καθένας είχε το όνομα της οικογένειας που έμενε εκεί. Πιο μεγάλος μαχαλάς ήταν του Αι Γιώργη όπου ήταν  πλατεία, η εκκλησία και το σχολείο. Τα σπίτια στο χωριό ήταν από ότι θυμάμαι όλα ίδια, διώροφα ή τριώροφα, στο ισόγειο οι αποθήκες και πάνω οι κρεβατοκάμαρες.

Το σχολειό μας ήταν αρκετά μεγάλο  και εξατάξιο και οι δάσκαλοί μας έρχονταν από την Προύσα, την Νίκαια ή το Γενή Σεχίρ. Τζάμπα έρχονταν!! Κανείς μας δεν πατούσε το πόδι του στο σχολείο, προτιμούσαμε να πάμε στα χωράφια να βοηθήσουμε τους γονείς μας.

Έτσι μείναμε όλοι μας αγράμματοι και επειδή όλοι στο χωριό μιλούσαμε Τουρκικά και καθόλου Ελληνικά όταν ήρθαμε εδώ είχαμε πολλά προβλήματα  συνεννόησης. Τα μαθήματα που μας έκαναν ήταν Αλφαβητάρι, Ιερά Ιστορία, Αριθμητική και Ψαλτική».

«Τι λέει αυτό το παιντί? Τι θέλει ι? Πετάχτηκε η γιαγιά Αικατερίνη, για να επιβεβαιώσει αυτά που έλεγε ο παππούς Γιώργης. Εγκό ήμουνα πού μικρό και κάθε Κυριακή, ανέμ  με πήγαινε στην εκκλησία, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε ο παπάς.

Εκκλησία χωριού μου πολύ όμορφο! Αι Γιώργης!! Όλο πέτρα. Εγώ θυμάται τον γυναικωνίτη που με πήγαινε μάνα μου και από εκεί έβλεπα ψηλά στον τρούλο μια μεγάλη ζωγραφιά τον Παντοκράτορα.

Έξω από το χωριό σε ένα μέρος που μαμά μου έλεγε Χιτιρέλες ή Αι Γιώργη Καγιασί, ήταν κι άλλο εκκλησάκι με όνομα Αι Γιώργης.

Εκεί όταν ήταν γιορτή Αι Γιώργη μαμά μου μαζί με αδελφή μου Σοφία πηγαίναμε  γιατί ήταν πανηγύρι. Έρχονταν και μπαμπά μου Σεραφείμ και γιαγιά μου Ευφροσύνη, έκαναν κουρμπάνια, τρώγαμε και χορεύαμε μέχρι βράδυ.

Έλεγε μπαμπά μου Σεραφείμ ότι παλιά χρόνια ένα άνδρα είδε όνειρο σε αυτό το μέρος μια εκκλησία και όταν ήρθε εδώ έσκαψε και βρήκε θεμέλια παλιά εκκλησίας.

Πάνω παλιά θεμέλια έκτισε εκκλησάκι, έβαλε εικόνα Αι Γιώργη και όποιοι περνούσαν βράδυ από εκεί τον άκουγαν που έρχονταν να δει αν ήταν καντήλια του αναμμένα».

Δίπλα της η μικροσκοπική γιαγιά Σοφία κόντευε να σκάσει από την περιέργειά της.

« Κιμ μπου αντάμ καρτντεσιμ? Νε ιστίγιορ? Ρωτούσε συνεχώς.

Γλυκειά  βασανισμένη γριούλα η κυρά Σοφία, με κοιτούσε έντονα στα μάτια για να καταλάβει ποιός ήμουν και τι ήθελα. Στα βάσανά της είχε προστεθεί και η γεροντική άνοια με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου.

 «Ντοκτόρ ίιμ Σοφία νενέ. Νε προμπλέμ βάρ? Την πείραξα.

« Αχ ντοκτορούμ, κουζούμ μπεν χαστά ίιμ. Πονάει εντό πόντι μου».

Και μου έδειξε το πόδι της στο οποίο δεν ξεχώριζες την σάρκα από το κόκκαλο. Της έτριψα λίγο τα πόδια και φάνηκε να ηρέμησε.

«Τσόκ τεσεκιούρ γιαβρούμ. Μπεν ιχτιγιάρ ίιμ».

«Το χωριό μας κύριε Γιώργο ήταν πολύ πλούσιο, συνέχισε ο παππούς ο Γιώργης, μαλώνοντας, στα Τουρκικά,  την γιαγιά Σοφία που μας διέκοψε. Είχαμε πολλές ελιές, κουκούλια και κηπευτικά τα οποία πουλούσαμε στην Νίκαια, στην Κίο και την Προύσα. Είχαμε και στο χωριό δυο μαγαζάκια που πουλούσαμε τα προϊόντα μας.

Στο χωριό μας εκλέγαμε  έναν τσορμπατζή. Μαζευόμασταν σε ένα καφενείο όλοι όσοι ήταν πάνω από 20 χρονών και σηκώναμε το χέρι για να ψηφίσουμε αυτόν που θέλαμε. Αργότερα αυτός μαζί με τους αζάδες πήγαιναν στον καϊμακάμη στο Γενήσεχιρ και έπαιρνε την σφραγίδα της κοινότητας.

Στο χωριό μας υπήρχαν πολλά παλικάρια που έκαναν διάφορες ομάδες και τα βράδια συγκεντρώνονταν και πήγαιναν και λεηλατούσαν τα Τούρκικα χωριά. Είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και όλοι τους θαύμαζαν. Στις ομάδες αυτές έρχονταν και παλικάρια από άλλα χωριά της Νίκαιας και της Προύσας».

«Ντοκτόρ σεν νε ιυι αντάμ σίν, μας διέκοψε η γιαγιά Σοφία. Μπίρ Τούρκ καϊβεσί ιστέρσιν?».

Με μεγάλη μου χαρά ήπια τον καφέ της γιαγιάς Σοφίας και λίγο πριν φύγω  έτριψα ξανά το πληγωμένο πόδι της

«Άσκολσούν ντοκτορούμ, τσόκ τεσεκιούρ, σεν τσόκ ιυι ινσάν σιν» με ευχαρίστησε η γλυκύτατη γριούλα. Αγκάλιασα τον παππού Γιώργη, φίλησα τις δυο γριούλες και έφυγα υποσχόμενος ότι θα ερχόμουν ξανά να τους επισκεφθώ.

 

Χατζηγεωργίου Γεώργιος

Χατζηγεωργίου Σοφία

Κουτσούκη Αικατερίνη

 

Λυκογιάννη Ημαθίας


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής