breaking news Νέο

1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη

  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη
  • 1922-2022. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή - Μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν στο πετσί τους τη Μικρασιατική Καταστροφή - Του Γ.Κοτζαερίδη

Μαρία Τσανακτσίδου Σισμανίδου

Νέα Νικομήδεια

 

Τη γιαγιά Μαρία τη θυμόμουν από την παιδική μου ηλικία, όταν από  το φτωχικό μου το χωριό, τη Λακκιά, πήγαινα στη Νέα Νικομήδεια, για να μαζέψω βαμβάκι και να οικονομήσω καμιά δραχμούλα.

Με φιλοξενούσε η αδελφή του πατέρα μου, η θεία Xρυσούλα  Αποστολίδου,  που ήταν γειτόνισσά της και με την οποία ήταν αχώριστες φίλες. Μου είχε κάνει εντύπωση το παρατσούκλι της, που ήταν «Κουρούζα», αλλά δεν τόλμησα ποτέ να τη ρωτήσω, γιατί την αποκαλούσαν έτσι.

Ήταν αεικίνητη και πού την έχανες, πού την έβρισκες, μέσα στους κήπους να περιποιείται τα φυτά και τα λουλούδια της.

Σήμερα η γιαγιά είναι 92 χρονών, με κάτασπρα μαλλιά  και μένει μόνη της στη Νέα Νικομήδεια.

«Εγώ, πούλιμ, έρθα πολλά μικρέσα ασην πατρίδα και εγεννέθα σο Γιασί Γκετσίτ της περιοχής του Ατάπαζαρ.

Πατέρας μου ήταν ο Τσανακτσίδης ο Μανώλης και μάνα μου η Παπαδοπούλου η Παρθένα.

Έλεε η μάναμ ότι το Γιασί Γκετσίτ ήταν το κεφαλοχώρι της περιοχής  του Ατάπαζαρ και ζούσαν 150 οικογένειες Ελλήνων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 1875 προερχόμενοι από  τα χωριά της Ορντού και της Αργυρούπολης.

Η Εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο  και ήταν η μοναδική που ήταν κτισμένη  από πέτρες. Όταν γιόρταζε, κάναμε στο χωριό μεγάλο πανηγύρι και οι πατεράδες μας γλεντούσαν ως το πρωί.

Πανηγύρι έκαναν και όταν γιόρταζε το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, και αυτήν την μέρα έρχονταν και γλεντούσαν μαζί μας Τούρκοι και Τσερκέζοι από τα διπλανά χωριά.

Οι γονείς μου ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την παραγωγή λευκουταριών. Πολλοί  ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία και έβοσκαν τα γελάδια και τα πρόβατά τους σα πλούσια ορμάνε της περιοχής.

Όταν έρθε η ώρα για να φέβομε, ένα βράδυ περάσαμε τον Σαγγάριο ποταμό και πήγαμε στη  Νικομήδεια.

Από εκεί ανεβήκαμε στο καράβι και φύγαμε για την Ελλάδα. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες φθάσαμε στον σταθμό της Βέροιας όπου μείναμε, μέχρι να μας τακτοποιήσουν, για  3-4 μέρες.

Έλεε η σχωρεμέντσα η μάναμ ότι, όταν μέναμε στον σταθμό, ερχόντουσαν οι στρατιώτες με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν και έκλαιγαν, λέγοντας ότι και εμείς έχουμε κοριτσάκια στην ηλικία σου και τα αφήσαμε για να έρθουμε στον πόλεμο.

Οι παππούδες μου έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Άψαλο Αριδαίας, ενώ οι γονείς μου στον Διαβατό. Πήραμε σπίτι και χωράφια και όλοι μαζί δουλεύαμε για να επιζήσουμε. Εννιά παιδιά έκαναν οι γονείς μου και το μεγαλύτερο ήμουν εγώ που τα πρόσεχα, όταν αυτοί δούλευαν στα χωράφια.

Έτσι, έμεινα αγράμματη διότι δεν υπήρχε χρόνος να πάω στο σχολείο. Ο πατέραμ σο χωρίο αλλά και στην Κωνσταντινούπολη έτονε ράφτης.

Όταν έρθαμε αδακά άνοιξε ραφείο και είχε πέντε καλφάδες. Δεν πήγαινε καλά όμως και συνέχισε με τη γεωργία. Εγώ έμνε 16 χρονών όταν η μάναμ επήκεμε  προξενιό με τον Σισμανίδη.

« Αυτοί είναι πλούσιοι και θα ζείς καλά» μου έλεγε.

Όλα μόνη της τα έκανε. Τότε δεν ήταν όπως σήμερα, που τα κορίτσια έχουν γκόμενους και παντρεύονται όποτε θέλουν.

Η μάνα  έκανε την προξενιά και αυτή μας πάντρεψε, εγώ απλώς ακολούθησα την επιθυμία της, ήθελα δεν ήθελα.

Μόνο που ο Σισμανίδης τελικά ήταν πιο φτωχός και από εμάς. Παντρευτήκαμε και  πήγα στη Νέα Νικομήδεια όπου δούλευα σκληρά τα επόμενα χρόνια. Έκανα τέσσερα παιδιά  και δούλευα όλο το χρόνο στα χωράφια για να τα μεγαλώσω. Μαζί με τη θεία σου τη Χρυσούλα ντο ετράβηξάμε?

Στη θύμηση της Χρυσούλας, ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλά της.

« Πολλά αγαπούσα τη Χρυσούλα, ήμασταν πολλά χρόνια μαζί. Τώρα πάω στα νεκροταφεία, βλέπω το μνήμα της και κλαίω.

Ο άνδρας μου πέθανε πριν 12 χρόνια και τώρα ζω μόνη μου εδώ στο χωριό. Έχω όμως καλές νύφες και παιδιά και με προσέχουν ».

Πριν φύγω, δεν άντεξα  και την ρώτησα…

«Θεία Μαρία συγνώμη, αλλά πες μου γιατί λένεσε Κουρούζα?»

Ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

«Αχ πούλιμ, εκατό χρόνε να ζεις, επήκεσμε και γέλασα. Όταν έρθα  νύφε στη Νικομήδεια,  είχα πολλά και  μακριά μαλλιά.

Παρατήρησα όμως ότι όλες οι νύφες του χωριού είχαν κοντά μαλλιά και έτσι πήρα ένα ψαλίδι και άρχισα σιγά- σιγά να τα κόβω.

Το  απόγευμα που βγήκα στη γειτονιά, η πρώτη που με είδε ήταν η θεία η Πανιτσίνα η οποία με μάλωσε

«..αχ αφορισμέντσα Κουρούζα, γιατί έκοψες τα μαλλία , να χέζω την ευλογίας Κουρούζα».

Αυτό ήταν, το άκουσε η γειτονιά και από τότε όλοι με φώναζαν  Μαρία η Κουρούζα».

Πριν πεθάνει, η γιαγιά Πανιτσίνα με κάλεσε κοντά της και μου ζήτησε συγνώμη για το παρατσούκλι, αλλά εγώ ήδη το είχα συνηθίσει και ξεχάσει. Αποχαιρέτησα τη θεία Μαρία και ελπίζω ο θεός να την έχει πάντα καλά.


Γιασί Γκετσίτ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής