breaking news Νέο

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

Eπέτειος Μνήμης 1922-2022 : 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. - Του Γ. Κοτζαερίδη

συνέχεια

 

Στην Κήδεια

 

Η Κήδεια ανήκε και αυτή στα Πιστικοχώρια της υποδιοίκησης Μιχαλιτσίου και το σημερινό της όνομα είναι Καράκοτζα από το διπλανό ομώνυμο βουνό.

Οι περισσότεροι Πιστικοχωρίτες, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατέφυγαν στα εύφορα χωριά των Σερρών και της Δράμας. Έτσι δε μου ήταν δύσκολο να τους βρω και να τους ζητήσω πληροφορίες για τα χωριά τους.

 «Η Κήδεια, είχε περίπου 200 οικογένειες, οι οποίες ασχολούνταν με τα καπνά, τη σηροτροφία, την κτηνοτροφία και τη γεωργία», μου είπε ο μπάρμπα Μήτσος από τη Δράμα.

Ήταν πολύ όμορφο το χωριό μου, Γιώργη, με πάρα πολύ ωραία διώροφα και τριώροφα σπίτια. Για να τα χτίσουν οι πατεράδες μας χρησιμοποιούσαν ξεχωριστό λευκό χώμα, που το έφερναν από μια περιοχή ανατολικά του χωριού, το Λεύκο.

 Τον επάνω όροφο τον χρησιμοποιούσαμε σαν ξεραντήρι για τα καπνά. Αν και μικρός, γνώριζα τα περισσότερα τοπωνύμια του χωριού, διότι συνόδευα πάντοτε τον πατέρα μου στα χωράφια και έτσι μάθαινα τις διάφορες ονομασίες:

Αγία Παρασκευή, Πουρνιές, Στρουγγιές, Καρά Κοτσάνι, Σωληνάρια, Τραχώνι, Διάκι, Λαχανάς, Λεύκος, Μαντρούδια, Αργκαβάνα, Πλάτανος, Αναστασιά, Αγίασμα, Καρυές, Βρωμοπήγαδο, Κλαδερά, Νησούδια, Μπαχατούρ, Αϊ Θόδωρος, Μέλιος, Αϊ Γιάννης, Νιχωρήσια, Σορόπουλο λάντες, Αγλαβίτσα, Τσατάλ Ντερές, Καζέλι ράχη, Ιτούδ, Μπινέκ Τασί, Μιλάγκι, Πέτρας το οργιάκι, Κουρί, Σκαλόχωμα, Σαραντνούδια, Αλώνια, Κραβασαράς, Ελιάς οργιάκι, Τσεσμούδ, Νεροβούλα, Βλάχι, Ακονόπετρα, Κρηνίδα, Ίνκαγια.

Στην περιοχή Ίνκαγια, που βρισκόταν περίπου μια ώρα μακριά από το χωριό, υπήρχε μια πελώρια σπηλιά. Το χειμώνα, οι τσοπάνοι του χωριού πήγαιναν τα πρόβατά τους εκεί για να ξεχειμωνιάσουν.

 

 

Δίπλα στη μεγάλη αυτή σπηλιά υπήρχε ένας ανεμόμυλος, όπου οι χωριανοί άλεθαν το αλεύρι τους. Πολλές φορές πηγαίναμε στο μύλο για να βοηθήσουμε τους γονείς μας και αργότερα παίζαμε κρυφτό μέσα στη σπηλιά.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή, και είχε κτιστεί το 1847, στα βορειοδυτικά του χωριού, σε ένα πολύ ωραίο μέρος με πολλά δέντρα.

Γιόρταζε την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Με την ευκαιρία των εορτών, διοργανώναμε όμορφα πανηγύρια με γλέντια και χαρές, όπου ξεφάντωναν οι χωριανοί μέχρι το πρωί.

Θυμάμαι τον πατέρα μου και τα αδέλφια μου να πηγαίνουν πρωί-πρωί στην εκκλησία φορώντας τις ξακουστές και πανέμορφες βράκες τους, που τις έραβαν μόνο στην Κήδεια. Έπειτα ξεφάντωναν στην πλατεία χορεύοντας και τραγουδώντας.

Στο χωριό υπήρχαν δύο παρεκκλήσια. Άλλωστε σε όλα τα χριστιανικά χωριά της Προύσας, υπήρχαν παντού διάσπαρτα πολλά εκκλησάκια με τα Αγιάσματα τους, που έδειχναν την πίστη των Ελλήνων προς το θεό. Κάθε φορά που υπήρχε κάποια ανάγκη, σε αυτούς τους Αγίους κατέφευγαν ζητώντας τη βοήθειά τους.

Που αλλού να πήγαιναν, έτσι περικυκλωμένοι από μουσουλμανικά χωριά;

Όταν αρρωσταίναμε, μας πήγαινε η μάνα μας στο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, με το τεράστιο πλατάνι δίπλα στο Αγίασμα. Πλενόμασταν με το νερό του Αγιάσματος και λέγαμε μια προσευχή στον Άγιο.

Έπειτα, αφαιρούσαμε μια κλωστή από τα ρούχα μας και την τοποθετούσαμε στα κλαδιά του πλατανιού για να του μεταφέρουμε την αρρώστια μας.

Το άλλο παρεκκλήσι του χωριού ήταν αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία και ήταν κτισμένο πάνω στην κορυφή του όρους Καράκοτζα, το οποίο είχε χαρίσει το τούρκικο όνομα  στο χωριό μας.

Σε αυτήν την τοποθεσία, που ήταν γεμάτη λιόδεντρα, κατέφυγαν το 1914 τα γυναικόπαιδα του χωριού για να αποφύγουν τη μανία των Τσέτηδων Τούρκων, που  το λεηλάτησαν.

Το σχολείο μας είχε κτιστεί το 1907 στην πλατεία του χωριού. Είχε λίγους μαθητές, οι οποίοι προτιμούσαν να δουλεύουν στα χωράφια των γονιών τους, παρά να πηγαίνουν στο σχολείο και να ξυλοφορτώνονται από τους άγριους δασκάλους…

Το ξύλο που τρώγαμε Γιώργη, ήταν το κάτι άλλο. Που να τολμήσουμε να κάνουμε  φασαρία ή να πειράξουμε κάποιον συμμαθητή μας. Για τιμωρία θα καθόμασταν όλη την ημέρα όρθιοι στο ένα πόδι σε μια γωνία της τάξης ή θα τρώγαμε το ξύλο της χρονιάς μας με το χάρακα.

Επίσης, υπήρχαν και τα βασανιστήρια με τη φάλαγγα. Οπότε καλύτερα στα χωράφια παρά μαρτύρια. Έτσι και έτσι δε μαθαίναμε τίποτε».

      Μπήκαμε στην Κήδεια, το μεγαλύτερο από τα Πιστικοχώρια, που είναι και το πιο προσεγμένο. Οι δρόμοι είναι καλύτεροι και τα σπίτια πιο εμφανίσιμα.

Κατευθυνθήκαμε στην πλατεία, όπου μας περίμεναν φίλοι του Μουσταφά.

Η Κήδεια έχει 1700 κατοίκους, πρόσφυγες από τα χωριά της Δράμας και του Λαγκαδά. Σήμερα ασχολούνται με την παραγωγή κρεμμυδιών, ελαιών, τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Ο μουχτάρης του χωριού, αφού μας κέρασε καφέ και τσάι, προθυμοποιήθηκε να μου δείξει την εκκλησία, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται λίγο έξω από το χωριό.

Περνώντας έξω από ένα παλιό σπίτι, μου ανέφερε ότι ήταν το σπίτι του παπά του χωριού και ότι πριν από λίγα χρόνια ήρθαν να το επισκεφθούν τα εγγόνια του. Έκλαιγαν από χαρά όταν αντίκρισαν το σπίτι, μπήκαν μέσα και πήραν μαζί τους σαν ενθύμιο ένα κομμάτι ξύλο.

Η Ζωοδόχος Πηγή βρίσκεται σε ένα πολύ όμορφο μέρος, ιδανικό για  πικ-νικ, γεμάτο πλατάνια και ελιές.

Η οροφή της έχει πέσει και αυτό που απέμεινε είναι οι τέσσερις τοίχοι. Πάνω στους τοίχους έχουν φυτρώσει συκιές, οι οποίες με τις ρίζες τους διευκολύνουν την τελική καταστροφή της.

 «Παλαιότερα έρχονταν εδώ ορισμένοι σερσερήδες και έσκαβαν να βρούν λίρες και θησαυρούς. Έτσι εξηγείται το σκαμμένο εσωτερικό και ο περίβολός της».

Σύντομα επιστρέψαμε στο καφενείο, όπου μας περίμεναν οι φίλοι. Ήρθε στην παρέα μας και ένας ηλικιωμένος παππούς που καταγόταν από ένα χωριό του Λαγκαδά. Γεμάτος νοσταλγία μου ανέφερε ότι πήγαινε μαζί με τον παππού του στα λουτρά του Λαγκαδά για να πλυθούν. Μαζί με άλλα παιδιά πηδούσαν στις χαβούζες και σήκωναν τα νερά με αποτέλεσμα να ενοχλούν τους παππούδες που απολάμβαναν το μπάνιο τους.

 «Στο τέλος τρώγαμε τις ξυλιές μας και φεύγαμε…

 Όμορφος ο Λαγκαδάς, Γιώργο Μπέη, με τις πολλές λίμνες του και τα ιαματικά λουτρά του».

Είχε ήδη σουρουπώσει και έπρεπε να φύγουμε. Αφού χαιρετίσαμε τους φιλόξενους κατοίκους και το σεβάσμιο παππού, φύγαμε για τα Κουβούκλια.

Με είχε προσκαλέσει και ο παππούς Ραμαζάν για φαγητό, για να με συστήσει στα παιδιά του. Ο σοφράς είχε ήδη στρωθεί και ο παππούς περίμενε υπομονετικά.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι γυναίκες που είχα μπροστά μου ήταν δυο νεαρές κοπέλες, που πρέπει να ήταν σύζυγοι των εγγονών του. Μου σύστησε τους γιους του, οι οποίοι έδειχναν να τον σέβονται και να τον αγαπούν πολύ.

Tους είχα γνωρίσει νωρίτερα βέβαια, στα καφενεία και είχα συνομιλήσει μαζί τους. Εξαίρετοι κύριοι, που λόγω της σχέσης μου με τον παππού, με θεωρούσαν και αυτοί δικό τους άνθρωπο.

Πιο μεγάλος ήταν ο Μεχμέτ και ακολουθούσαν ο Αλή, ο Χουσείν και ο Γιουσούφ.

Κατά τη διάρκεια του φαγητού, ο παππούς μου ανέφερε ένα φοβερό συμβάν που είχε συγκλονίσει την οικογένεια. Μια μέρα που η οικογένεια εργαζόταν στα χωράφια, οι τρεις νύφες του και η κόρη του Χουσεΐν, κατέφυγαν κάτω από μια βελανιδιά για να προστατευθούν από μια ξαφνική βροχή.

Εκείνη τη στιγμή έπεσε κεραυνός πάνω στη βελανιδιά και σκότωσε και τις τέσσερις γυναίκες. Θρήνος και οδυρμός σε όλο το χωριό, διότι η οικογένεια Κιβράκ ήταν από τις πιο αγαπημένες και σεβαστές σε όλους.

«Αυτό ήταν το θέλημα του Αλλά», αναστέναξε ο παππούς συγκινημένος και άλλαξε θέμα αμέσως, απευθύνοντας το λόγο σε μένα. Γιώργη, αυτοί είναι οι τέσσερις γιοι μου και εσύ είσαι ο πέμπτος. Αν κάποτε πεθάνω, θα έρχεσαι και θα κοιμάσαι εδώ. Δε θα πηγαίνεις αλλού. Αυτό θα είναι το σπίτι σου».

Ευχαρίστησα τον παππού και τα παιδιά του για την εγκάρδια φιλοξενία και τους έδωσα μερικά μικρά δώρα που είχα μαζί μου. Μετά το φαγητό, αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου διότι με περίμενε άλλο ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι την επόμενη μέρα. Έπρεπε να επισκεφθώ τα υπόλοιπα τέσσερα Πιστικοχώρια που απέμεναν.

Τη Χωρούδα, την Αγία Κυριακή, το Τσατάλ Αγήλ και το Μπάσκιοϊ. Έπειτα, σειρά είχαν τα χωριά που αποτελούσαν την Εκκλησιαστική Επαρχία Προύσας.

 Πολύ νωρίς το πρωί έφθασε στο σπίτι ο Μουσταφά.

 «Ο Σεφέρ δε θα έρθει σήμερα. Θα πάει στην Προύσα γιατί σε μια εβδομάδα θα παντρέψει την κόρη του και έχουν ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες για το γάμο.

Όπως καταλαβαίνεις, θα έχουμε την επόμενη εβδομάδα πολύ καλαμπαλίκι, γλέντια και χαρές. Κανόνισε όμως να έρθεις στο σπίτι μου να κοιμάσαι για να μην ενοχλούμε τα βράδια τον παππού.

Σήμερα θα πάμε στην Κερεμέντ ή Τάς Πινάρ με το σημερινό της όνομα, και απέχει δέκα χιλιόμετρα από το χωριό μας».

Χαιρετήσαμε τον παππού και πήραμε το δρόμο προς το Μιχαλίτσι. Περάσαμε τον κεντρικό δρόμο των Κουβουκλίων και συναντήσαμε πολλούς συγχωριανούς, οι οποίοι μας σταματούσαν στο δρόμο και μας χαιρετούσαν. Άνθρωποι ζεστοί, φιλικοί, σε κερδίζουν με την πρώτη επαφή.

Όταν περπατούσα στο χωριό, περνώντας μπροστά από τα καφενεία, σταματούσαν για να με χαιρετήσουν. Με ρωτούσαν για την υγεία μου και αν περνώ καλά στο χωριό τους. Δέχονταν τα πειράγματά μου χωρίς παρεξήγηση και τα ανταπέδιδαν με χιούμορ. 

Δίπλα μου είχα πάντοτε τα κολλητάρια μου, τα καρντάσια μου. Ο Σεφέρ, ο Μουσταφά, ο Εμίν και πολλοί άλλοι, έτοιμοι να βοηθήσουν ώστε να μη μου λείψει τίποτε.

Ήμουν και είμαι περήφανος για τους υπέροχους ανθρώπους, με τους οποίους είχα την τύχη να δεθώ με φιλικούς δεσμούς στα Κουβούκλια. Καμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι. Ήμουν μέσα στην Τουρκία, ο πασάς με την ακολουθία του.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής