breaking news Νέο

«ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» --Γράφει ο Γιώργος Κοτζαερίδης

  • «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» --Γράφει ο Γιώργος Κοτζαερίδης
  • «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» --Γράφει ο Γιώργος Κοτζαερίδης
  • «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» --Γράφει ο Γιώργος Κοτζαερίδης
  • «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» --Γράφει ο Γιώργος Κοτζαερίδης

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΙΑΣΙΓΚΕΤΣΙΤ ΤΟΥ ΑΤΑΠΑΖΑΡ

 

Η ιστορία της ποπαδίας

 

Εμένα ο πατέρα σημ, πούλιμ Γιορίκα, έτονε ασο χορίο Γιασιγκετσίτ του Ατάπαζαρ και το όνομά του ήταν Διογένης. Σην Ελλάδα έρθανε σε μεγάλη ηλικία, 30 χρονών. Ποτέ δεν ξέχασαν την πατρίδα τους και κάθε βράδυ μαζευόντουσαν στο σπίτι μας, το οποίο δεν ήταν ποτέ άδειο, και έλεγαν, ο καθένας τις δικές τους πονεμένες ιστορίες για τον βίαιο ξεριζωμό τους.

Πολλές φορές έρχονταν συγγενείς μας από άλλα χωριά, όπως η Ακρινή, το Δρέπανο, ο Άη Δημήτρης η Νέα Νικομήδεια μαζευόντουσαν γύρω από τον σοφρά, έτρωγαν ότι πρόσφερε η μάνα μου η Μαρία το γένος Βοργιαζίδου, έπιναν ρακί, τραγουδούσαν και αργότερα ο καθένας έβγαζε τον πόνο από μέσα του, σαν να ήθελε να εξομολογηθεί αυτά που τράβηξαν κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Να φέβ το βάρος αση ψήμουνε!!!

Εγώ ήμουν μικρή, περίπου 6 χρονών, ζάρωνα στην ποδιά της γιαγιάς μου τους άκουγα με τις ώρες και πολλές φορές παρασυρόμουν από την θλίψη τους και έκλαιγα και εγώ μαζί τους.

Έλεγε ο θείος ο Τσανακτσίδης ο Θοδωρής από την Ακρινή...

Εμείς έμνες ασο χορίο Τσαβισλίκ της Τραπεζούντας, όπου ο πατέραμ μαζί με τα αδέλφια του ασχολούνταν με την υλοτομία. Καλά περνούσαν μέχρι που συνέβη ένα μεγάλο κακό, γύρω στο 1870.

Παπάς σο χορίο μουνε έτονε ο Παπά-Συμεών ο οποίος είχε μια πολύ όμορφη γυναίκα, την οποία ερέχτεν ο Αγάς της περιοχής και κάθε τόσο, όταν έλειπαν ο παπάς και οι άνδρες του σπιτιού, την επισκέπτονταν και την παρενοχλούσε.

Η παπαδιά το ανέφερε στον παπά και αυτός με την σειρά του, στους προύχοντες του χωριού. Όλοι μαζί αποφάσισαν να σκοτώσουν τον αγά και μετά να εγκαταλείψουν το χωριό τους για να αποφύγουν τις συνέπειες.

Πράγματι, όταν ήρθε ο ανυποψίαστος αγάς, τον σκότωσαν και μετά ο παπάς, η παπαδιά και τα αδέλφια του παππού μου εγκατέλειψαν το χωριό και μετοίκησαν μακριά στο χωριό Σοπχανά της Αργυρούπολης και από εκεί στα υψώματα του Ατάπαζαρ όπου έχτισαν έναν καινούργιο χωριό με το όνομα Γιασίγκετσίτ, πολύ κοντά στον Σαγγάριο ποταμό.

Για να εξαφανίσουν δε τα ίχνη τους και να μην τους βρούν οι Τούρκοι, άλλαξαν το επίθετό τους από Λαζαρίδης σε Τσανακτσίδης με το οποίο μετά την έξοδο εγκαταστάφηκαν στην Ελλάδα.

 

Μαρία ντο επήκαμε? Ενέσπαλαμε τα διδιμάρε!!

 

Ο παππούς ο Κωστογλίδης Ηλίας έμενε στην γειτονιά μας και τον βλέπαμε πολύ συχνά στο σπίτι μας. Κατάγονταν και αυτός από το Γιασί Γκετσίτ. Ήταν πάντα στεναχωρημένος σαν να κουβαλούσε ένα μεγάλο βάρος στην καρδιά του...

Έμνες σο χορίο όταν ακούστηκαν από μακριά πυροβολισμοί και φωνές.

Χωριανοί σηκωθείτε να φύγουμε, έρχονται οι τσέτες θα σκοτόνεμασε.

Πανικοβλήθηκε ο παππούς Ηλίας πήρε στην αγκαλιά του την μικρή του κόρη και βγήκε έξω από το χωριό, την στιγμή που οι τσέτες έμπαιναν στο χωριό.

Ξαφνικά μια σπαρακτική απαεγνωσμένη φωνή ξέσκισε τον αέρα.

Νέτσι Μαρία ντο επήκαμε? Ενέσπαλαμε σο σπιτ τα διδιμάρε!!!

Πάνω στον πανικό τους ο παππούς Ηλίας άρπαξε το μεγαλύτερο παιδί στην αγκαλιά του και έφυγαν , αλλά ξέχασαν στην κούνια στα δίδυμα παιδιά τους,

Ήταν δεν ήταν 9 μηνών. Πίσω δεν μπορούσαν να πάνε διότι οι τσέτες είχαν καταλάβει το χωριό και έτσι με πόνο ψυχής, ακολούθησαν τους άλλους και κατέφυγαν στην Νικομήδεια.

Όταν διηγούνταν αυτήν την θλιβερή ιστορία ο παππούς Ηλίας αναστέναζε και δάκρυα ξέφευγαν από τα μάτια του.

Αχ άτσαμπα μερ ευρίουντάνε τα πουλόπαμ!!

Με αυτό το μαράζι πέθανε.

 

Η θεία η Μαρία η Γεωργιάδου έλεγε..

 

Εμείς είχαμε πολλές χρυσές λίρες και ο πατέρας μου τις είχε μέσα σε έναν τενεκέ. Μόλις μάθαμε ότι θα έρχονταν τσέτες στο χωριό τις έκρυψε κάτω στο πάτωμα και φύγαμε πάνω στα βουνά.

Όταν γυρίσαμε μετά από λίγες μέρες, οι τσέτες ανακάλυψαν το μέρος που τις είχε κρύψει και τις πήραν. Ο καημένος ο πατέρας μου είχε σκάσει από την στεναχώρια του.

Πολλοί Έλληνες που είχαν αποκτήσει κάποιο κομπόδεμα με χρυσές λίρες, τις έκρυβαν σε διάφορα σημεία του σπιτιού διότι πίστευαν ότι θα ξαναγύριζαν και θα τις έπαιρναν. Δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι θα έφευγαν και δεν θα ξανάβλεπαν τα χωριά και τα σπίτια τους.

 

 

Η μάνα μου η Μαρία έβοσκε τα ζώα μας στα παρχάρια, όταν ήρθε το μήνυμα της αποχώρησης. Μαζί με τα ζώα, κρατώντας και μια κολοκύθα στην αγκαλιά της ακολούθησε τον πατέρα μου και έφθασαν στον Σαγγάριο.

Εκεί αναγκάστηκαν όμως να παρατήσουν ότι είχαν μαζί τους, πέρασαν με δυσκολία τον ποταμό και κατέφυγαν στην Νικομήδεια.

Ο παππούς μου ο Σάββας ο Τσανακτσίδης, αφού δεν μπορούσε να πάρει τα ζώα, πήρε μαζί του τα χαλινάρια- δουκάλε και πάνω στο πλοίο τα έσφιγγε πάνω του και έκλαιγε πικρά.

Όταν καμμιά φορά τους ρωτούσα αν ήθελαν να πάνε στην Τουρκία να δούν τα σπίτια και το χωριό τους, απαντούσαν αρνητικά .....

εμείς πούλιμ τράβηξαμε πολλά και κι θέλουμε να ξαναλέπομε τους τσέτες που σκότωσαν τους δικούς μας και έκαψαν τα χορία μουνε.

 

Αφήγηση

Μέλη Ελευθεριάδου

Μακροχώρι Ημαθίας.


ΓΙΑΣΙ ΚΕΤΣΙΤ. Η ΒΡΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
ΓΙΑΣΙ ΚΕΤΣΙΤ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΤΣΑΝΑΚΤΣΙΔΗΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής