breaking news Νέο

«ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Γράφει ο Κοτζαερίδης Γεώργιος

  • «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Γράφει ο Κοτζαερίδης Γεώργιος
  • «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Γράφει ο Κοτζαερίδης Γεώργιος
  • «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» - Γράφει ο Κοτζαερίδης Γεώργιος

Ο Προπάππος μου, ο Αναστάσιος Καραμανλής

Ο προπάππος μου, ο Αναστάσιος Καραμαλής ζούσε στα Κουβούκλια της Προύσας οπου εργάζονταν σαν κουρουτζής (αγροφύλακας). Καβάλα στον Κίτσο του, ένα άλογο με περίσσια ομορφιά, πλούσια χαίτη, γεμάτο με χαϊμαλιά, γύριζε περήφανα όλη μέρα στον κάμπο για να επιβλέπει, μην τυχόν γίνουν κλοπές και ζημιές.

Μια μέρα καθώς έκανε περιπολία στα αμπέλια συνάντησε στο δρόμο τον κουμπάρο του, με το γαϊδουράκο φορτωμένο, που γύριζε στο χωριό μετά από κουραστική δουλειά στο αμπέλι του.

- «Γεια σου κουμπάρε!», φωνάζει και τον πλησιάζει.

«Γεια σου κουμπάρε, με πήρε το βράδυ κουράστηκα και είπα να φύγω να γυρίσω στο χωριό, αύριο πάλι.» - «Ναι !ναι! φτάνει πια για σήμερα. Αύριο πάλι έχει ο Θεός.»

Εκεί που συζητούσαν, ο γάιδαρος του άρπαξε και έφαγε μερικά φύλλα από το αμπέλι που ήταν παρά δίπλα. Μάταια ο κουμπάρος του τράβηξε με ορμή το καπίστρι, πεοσπαθώντας να τον εμποδίσει, το κακό είχε γίνει.

  • « Α!!!! κουμπάρε ο γάιδαρος σου έκανε ζημιά σε ξένο αμπέλι και πρέπει να τιμωρηθεί.»
  • -«Αμάν μπρε κουμπάρε δυο φύλλα έφαγε, τί ζημιά έκανε !!!»

Ο Αναστάσης ήταν γνωστός για την δικαιοσύνη του, την πειθαρχία, την νομιμότητα αλλά και τον αυταρχικό χαρακτήρα του, δεν ήθελε να λένε οι χωριανοί του ότι δεν έκανε καλά την δουλειά του, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του.

- «Δεν ξέρω, θα τον σκοτώσω, κουμπάρε!» και σηκώνει το όπλο σημαδεύοντας τον γάιδαρο. «Αμάν μπρε κουμπάρε, ένα γάιδαρο έχω να με βοηθάει στις δουλειές άμα τον σκοτώσεις, τί θα απογίνω εγώ; Πώς θα πηγαίνω στα χωράφια; Πώς θα κουβαλάω ξύλα; Πώς θα πηγαίνω στο παζάρι στη Προύσα τα κουκούλια; Εκεί που θα σκοτώσεις τον γάιδαρο μου σκότωσε εμένα !!!!»

Δεν χάνει χρόνο ο κουρουτζής  Αναστάσης, γυρνάει το όπλο και σημαδεύει τον κουμπάρο. Ο σκοπός του ήταν να τον πειράξει ασφαλώς, να τον φοβίσει  και όχι να τον σκοτώσει. Δυστυχώς στην θαλάμη του όπλου υπήρχε ξεχασμένη σφαίρα και το κακό δεν άργησε !!!!! Ο κουμπάρος έπεσε κάτω νεκρός… Όσο και να έτρεξε, ό,τι και να έκανε ο  Αναστάσης ο κουμπάρος ήταν νεκρός. Μόνος και απελπισμένος για το κακό που τον βρήκε, του πήγε στην αστυνομία και παραδόθηκε.

- «Το και το έκανα, εγώ τον σκότωσα, πήγα να τον πειράξω, δεν ήξερα ότι έχει σφαίρα στην κάννη. Εγώ φταίω», έλεγε κλαίγοντας και έσκιζε τα ρούχα του, ενώ οι κραυγές και οι λυγμοί του αντηχούσαν σε όλο το χωριό.

Ο Καραμαλής ο Τάσος σκότωσε τον κουμπάρο του!!!

Μαζεύτηκε όλο το χωριό και δεν πίστευαν ότι το καμάρι των Κουβουκλιωτών, που μόνος του κρατούσε τις ορδές των Τούρκων μακριά από τα Κουβούκλια, ο καλύτερος παλαιστής στις παλαίστρες, έκανε αυτό το φρικτό έγκλημα.

Η Ελένη Πιστικίδου η γυναίκα του, άφησε το μωρό στην κούνια και με την μαντήλα στα χέρια, ανάστατη και ξυπόλυτη, έτρεξε να συμπαρασταθεί τον άντρα της. Είχε δεν είχε πέντε χρόνια παντρεμένη με τον Τάσο της, και είχαν αποκτήσει ένα κοριτσάκι την Ζωή, 2-3 χρόνων.

Έπεσε στην αγκαλιά του. - «Πώς έγινε Τάσο, τί κακό μας βρήκε! Κακιά ώρα και στιγμή!»

-«Γυναίκα έκανα φόνο και πρέπει να τιμωρηθώ !!!» Ήταν τα τελευταία λόγια του, όταν τον πήραν για τα μπουντρούμια των φυλακών. Εκεί έμεινε για αρκετό καιρό, ο χρόνος περνούσε και το μυαλό του δεν έπαψε να σκέφτεται την οικογένειά του, την μικρή του κόρη την Ζωή, που δεν πρόλαβε να την χαρεί. Εκεί στην φυλακή, στην κόλαση των ταγμάτων εργασίας, τις ώρες που ήταν μόνος, κέντησε δυο παπούτσια με χάντρες. Όταν κατόρθωσε να δραπετεύσει, και να γυρίσει στην οικογένειά του, τα έφερε δώρο στην κορούλα του Ζωή.

Οι Τούρκοι τον κυνηγούσαν πολλές μέρες, αυτός τους ξέφευγε, κρυβόταν εδώ και κει. Κάποια φορά ήρθαν οι Τσέτες στο σπίτι, ο Τάσος έτρεξε και κρύφτηκε πάλι στο αμπάρι που φυλάσσονταν τα ρούχα για την παλαίστρα. Μάταια έψαξαν να τον βρουν, έφαγαν όλο τον τόπο αλλά τίποτα. Τότε άρχισαν να χτυπάνε την γυναίκα του την Ελένη να τον αποκαλύψει αλλά υπόμενε, δεν μαρτύρησε, όταν όμως χτύπησαν την μικρή αδελφή της την Λοξή, το μαρτύρησε.

Εκείνη την στιγμή τον σκότωσαν για παραδειγματισμό των άλλων, μπροστά στην οικογένειά του. Έτσι έμεινε η Ελένη χήρα με ένα κορίτσι ορφανό. Στον ξεριζωμό γύρισε στην πατρίδα με τα αδέλφια της και το ορφανό και εγκαταστάθηκε στην Μελίτη Φλώρινας.

Η κόρη του η Ζωή μεγάλωσε και η μάνα της η Ελένη την πάντρεψε με ένα Κουβουκλιώτη τον Καπλάνη Ταταρίδη στον Μεσόκαμπο Φλώρινας. Εκεί η Ζωή έκανε δύο παιδιά τον Τάσο και την Ζαφειρίτσα, όμως πολύ σύντομα αρρώστησε και πέθανε, αφήνοντάς τα ορφανά, τεσσάρων χρονών ο Τάσος και δύο η Ζαφειρίτσα.

Η Γιαγιά Ελένη κρατούσε ακόμη την πλεξούδα από τα μακριά μαλλιά της κόρης της Ζωής σε ένα ξύλινο χειροποίητο μήλο που ευωδιάζει ακόμη και τώρα, το οποίο κράτησε ο Τάσος, μαζί με τα παπούτσια που έκανε ο παππούς Αναστάσης στην φυλακή της Προύσας.

Τα χάρισε στην κόρη του για να θυμίζουν τους βασανισμένους προγόνους της από τα Κουβούκλια Προύσας.  Τα πήγαν σε έναν τσαγκάρη στο Αμύνταιο  να τα επιδιορθώσει, αλλά αυτός ήθελε να τα κρατήσει  ήθελε να τα κρατήσει για τον εαυτό του και δεν τους τα έδινε. Τελικά με το ζόρι πήραν μόνο το ένα, που η εγγονή του το διαφυλάσσει, μαζί με το ξύλινο μήλο.  σαν κόρη οφθαλμού, ενθύμια μιας αξέχαστης βασανισμένης εποχής.

 

Αφήγηση

Κακλίδης Αθανάσιος Λεβαία Φλώρινας.


ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΕΛΕΝΗ
ΤΑΤΑΡΙΔΟΥ-ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΖΩΗ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής