breaking news Νέο

Όταν η Νάουσα γλεντούσε εικοσιτετράωρα τις απόκριες -Του Θόδωρου Ελευθεριάδη

Όταν η Νάουσα γλεντούσε εικοσιτετράωρα τις απόκριες  -Του Θόδωρου Ελευθεριάδη

Χαμός γινόταν των Απόκρεω στην πόλη μας, τέτοιες μέρες στα ΄70. Από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι την άλλη μέρα, χτυπούσαν τα νταούλια και οι ζουρνάδες. Άλλα σε υπέροχες μελωδίες, σαν του Βαγγέλη του Ψαθά, καλή του ώρα και άλλα συμφοριασμένα από τα τσιράκια των Γουμενισσιωτών που ερχόταν τούτη την περίοδο να βγάλουν γερό μεροκάματο. Ντουμάνιαζαν από τσίκνα τα μαγέρικα του Μπιλιούρη και του Καραγιάννη και το σουβλατζίδικο του Τέλη στην πλατεία, για να προλάβουν τον στρατό των οργανοπαικτών, που χτυπούσαν αδιάκοπα τον μακρόσυρτο ρυθμό του ζουρνά. Πατινάδες, κατέβα Λέγκω κι άνοιξε. Και οι μαθητές του Γυμνασίου, που τον Φλεβάρη δίνανε εξετάσεις στο σχολείο τους, πάσχιζαν να κρατήσουν νου και σώμα μακριά από τα γλέντια και να αφιερωθούν στις άλγεβρες, τις τριγωνομετρίες και στα dum spiro spero που διδάσκονταν στο Λάπειο και τους τα εξηγούσαν οι καθηγητές στο φροντιστήριο του «Στεργίου», απέναντι από το σπίτι μας στη Ζαφειράκη.Κι εγώ μες τη χαρά, με το ψευτομουστακάκι και την καουμπόικη στολή στα μέτρα μου, με τα δυο ψεύτικα πιστόλια με τα χάρτινα καψούλια να βγάζουνε φωτιές, αγορασμένα.Και το βράδυ η τάξη μας συγκέντρωνε κατοστάρικο το κατοστάρικο, τρία χιλιάρικα ολόκληρη περιουσία τότε, για να πάρουμε για την έξοδό μας τα νταούλια από τη Γουμένισσα. Ένα μαυριδιασμένο ξερακιανό ζουρνατζή με τον χοντροκομμένο νταουλτζή του, ο οποίος μας άφησε στη μέση της γύρας μπροστά στο πάρκο για να «παραλάβει» ένα μεθυσμένο γεμάτο χιλιάρικα που δεν καταλάβαινε την τύφλα του από φαλτσοσφυρίγματα και το μόνο που ζήταγε ήταν να κάνει το κομμάτι του σε δυο μικρές νεαρές, εργατριούλες του Λαναρά. Πόσο τον μίσησαν οι παιδικές μας ψυχές τότε, εκείνης της τάξης των τελειοφοίτων του 1ου δημοτικού σχολείου.Χαμός γινόταν τούτες τις μέρες στη Νάουσα, που τα σπίτια της ήταν όλα ανοιχτά και πρόσφεραν γλυκά και κεράσματα από μπρούσκο κρασί και χοιρινό στους μασκαράδες που χτυπούσαν, μπουλούκια ολόκληρα τις εξώπορτες. Καρναβάλια ντυμένα με κουρέλια και φουμαρισμένα με κάρβουνο και όχι με τα σημερινά πανάκριβα αξεσουάρ, τα δήθεν, τις φιοριτούρες και τις τυπικότητες, δείγμα μιας ψυχρής μεταστροφής στα ήθη και τα έθιμα μιας πόλης, που άλλοτε έσφυζε από γλέντι.Τούτες τις ώρες που γράφω αυτές τις λιγοστές αράδες με γλυκιά απαντοχή αναπολώ τους υπέροχους ήχους, κάθε ξημέρωμα, από τις μπάντες με τα χάλκινα, που γλυκά χρυσωμένες από τις παρέες των μερακλήδων της πόλης γύριζαν τις γειτονιές της, από τα Καμένα στο πάρκο και πέρα στην Ανταρτών.Γλυκά αναπολώ τη μορφή του αλησμόνητου Γιώργου Καστανιώτη, ο Θεός να τον αναπαύει κι αυτόν, ο οποίος μου δηγιόταν, λίγο καιρό πριν φύγει για το μεγάλο ταξίδι, πως γλένταγε η πόλη βράδια ολόκληρη, πνιγμένη στο μπρούσικο κρασί της. Πως γίνονταν οι βεγγέρες και τα κεράσματα στα σπίτια των μερακλήδων, τα οποία οι νοικοκυρές τους τ΄ άνοιγαν στη χαραυγή για να υποδεχθούν τον κύρη του και την παρέα του.«Άλλες εποχές τότε παιδί μου» έλεγε ο Γιώργης. Άλλες εποχές, όντως. Μείναν μόνο  στιγμές βουτηγμένες στο παρελθόν.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής