breaking news Νέο

ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος (3), του Γιάννη Τσιαμήτρου

  • ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος (3), του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • ΟΙ «ΚΟ(Y)ΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ» ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ Δεύτερο μέρος (3), του Γιάννη Τσιαμήτρου

     Στο δεύτερο μέρος της εργασίας επικεντρώσαμε το ενδιαφέρον στην ετυμολογία της λέξης «Κο(υ)πατσαραίοι», παραθέσαμε απόψεις για το ερώτημα της καταγωγής των «Κο(υ)πατσαραίων» και αναφέραμε ονομαστικά τα χωριά, σύμφωνα με τις απόψεις ορισμένων ερευνητών. Στο παρόν σημείωμα θα γράψουμε για τη γαιοκτησία (καθεστώς), τη διοίκηση και την οργάνωση της ζωής των κατοίκων της περιοχής στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και στον 20ο αιώνα.

      Σχετικά με το καθεστώς γαιοκτησίας, παλιότερα, όπως συνέβαινε σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, όλη η γη σε γενικές γραμμές ανήκε στο Σουλτάνο, γιατί αυτός θεωρούνταν ο εκπρόσωπος του Θεού επί της γης. Ήταν δηλαδή δημόσια. Η εξουσία κατόρθωνε να παίρνει τους φόρους από τους κατακτημένους μέσω των Σπαχήδων (Τούρκοι αξιωματούχοι). Υπήρχε, βέβαια, εκτός από τα βακούφια (θρησκευτική ιδιοκτησία), κάποια ιδιοκτησία ως φέουδα (τιμάρια, ζαμέτια, χάσια κλπ), που δίνονταν σε συγκεκριμένους υπάλληλους ή στρατιωτικούς. Δεν θα αναλύσουμε όλο το  σύστημα, ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία είναι να πούμε ότι στους δυο τελευταίους αιώνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας άρχισε να επεκτείνεται η ιδιωτικοποίηση των γαιών κι έχουμε τα μεγάλα τσιφλίκια. Αυτό συνέβη λόγω της εξασθένησης της κεντρικής εξουσίας και έτσι σχεδόν τα μισά χωριά (περισσότερο πεδινά) της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας είχαν γίνει τσιφλίκια.

       Στα ορεινά, οι Οθωμανοί, λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας και δυσκολίας διοικητικού ελέγχου, επέτρεψαν στις κοινότητες (Κεφαλοχώρια) να αυτοδιοικούνται σύμφωνα με το εθιμικό ή το ορθόδοξο εκκλησιαστικό δίκαιο και το κράτος (αυτοκρατορία) περιορίζονταν στο να λαμβάνει έναν ετήσιο φόρο, τον οποίον συγκέντρωναν οι ίδιοι οι κάτοικοι (μέσω του μουχτάρη τους = σύγχρονου κοινοτάρχη). Έτσι, σε αυτή την κατηγορία (Κεφαλοχώρια)  ανήκαν τα «Κο(υ)πατσαροχώρια» και η πλειοψηφία των Βλαχοχωρίων. Μάλιστα τα Βλαχοχώρια είχαν περισσότερη αυτονομία και προνόμια και, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, μερικά ήταν κάτω από την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας (βασιλομήτορος). Πολλά, όμως, από τα χωριά της περιοχής μετατράπηκαν σε τσιφλίκια από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων στις αρχές του 19ου αιώνα, χάνοντας τα προνόμια και τη σχετική αυτονομία τους.

      H κύρια μορφή οργάνωσης της κτηνοτροφικής ζωής των «Κο(υ)πατσαραίων» - όπως και όλων των άλλων νομαδικών και ημινομαδικών ποιμενικών πληθυσμών του ελληνικού ηπειρωτικού χώρου (19ος αι. μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αι.) - ήταν το τσελιγκάτο. Δεν έχουμε τον απαραίτητο χώρο να  γράψουμε περισσότερα για το τσελιγκάτο. Το τσελιγκάτο λειτουργούσε πάντοτε συμπληρωματικά και σε εξάρτηση με το τσιφλίκι. Η συμπληρωματικότητα συνίστατο στη χρήση των βοσκότοπων και των ακαλλιέργητων εδαφών των τσιφλικιών από τα τσελιγκάτα.

      Στη συνέχεια (μέσα 19ου αιώνα) η ισχύς των Τούρκων ιδιοκτητών των τσιφλικιών εξασθένησε και αυτά έπεσαν στα χέρια Ελλήνων εμπόρων και τοκογλύφων, καθώς και κάποιων Εβραίων, οι οποίοι πλούτισαν, αποκτώντας πολιτική και οικονομική εξουσία, στα πλαίσια της οθωμανικής διοίκησης Αυτό το φαινόμενο επεκτάθηκε στο σύνολο του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Επίσης, σε αυτήν την εποχή παρατηρήθηκαν πολυάριθμες αγορές γης από τις ίδιες τις κοινότητες στα «Κο(υ)πατσαροχώρια» (π.χ. Δοτσικό, Καλλονή κ.ά.), καθώς και στο Βόϊο.

     Ορισμένοι  τσελιγκάδες  ακόμα κατείχαν και οι ίδιοι πεδινές εκτάσεις, τις οποίες χρησιμοποιούσαν ως βοσκοτόπια, ειδικά μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (Συμφωνία Κων/πολης 1881) και την αποχώρηση των Τούρκων μεγαλοϊδιοκτητών. Στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία κάποιοι τσελιγκάδες μετέτρεψαν  ένα μέρος του ζωικού τους κεφαλαίου σε έγγεια ιδιοκτησία. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι αυτοί ασχολήθηκαν με τη γεωργία αποκλειστικά.

     Ωστόσο, τα τσελιγκάτα απώλεσαν πολλά πεδινά βοσκοτόπια μετά την αγροτική μεταρρύθμιση και τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών στη δεκαετία του 1920. Έγινε διανομή (κλήρος) γαιών, που ισχυροποιήθηκε κάτω από την πίεση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922). Έχουμε πλέον μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές, τα βοσκοτόπια περιορίστηκαν και οι νομάδες κτηνοτρόφοι έχασαν ακόμα και τα εδάφη, που ήταν ακατάλληλα για αγροτική εκμετάλλευση και που μπορούσαν να αποτελέσουν βοσκότοπους.

     Με λίγα λόγια, η περίοδος ανάμεσα στην αγροτική μεταρρύθμιση και το τέλος της δεκαετίας ʼ40 (Εμφύλιος) ήταν ένα μεταβατικό στάδιο, στο οποίο το τσελιγκάτο αντικαταστάθηκε από συνεργατικές μορφές οργάνωσης των κτηνοτρόφων, που λειτουργούσαν με βάση τις αρχές του τσελιγκάτου (επί της ουσίας πλέον-δικαιότερα) και επί κεφαλής ήταν τώρα εκείνος που αναδείκνυε το σύνολο των κτηνοτρόφων και όχι αναγκαστικά ο πλουσιότερος.

    Βέβαια, οφείλουμε να τονίσουμε ότι στα ορεινά της ευρύτερης περιοχής εκτός της κτηνοτροφίας, είχαμε και άλλα επαγγέλματα, όπως τεχνίτες, σαμαράδες, ραφτάδες, τσαγκαράδες, ξυλοκόπους, κιρατζήδες κ.ά. Τα επαγγέλματα αυτά, καθώς και η υφαντουργία, η χρυσοχοΐα, η ζωγραφική κ.ά. ευδοκιμούσαν στην ευρύτερη περιοχή (πάρα πολύ στα βλαχοχώρια), ενώ οι οικοδόμοι ήταν πολυάριθμοι στα «Κο(υ)πατσαροχώρια», κυρίως κοντά στα μαστοροχώρια του Βοΐου.

     Πρέπει να επαναλάβουμε ότι τα βλαχοχώρια ήταν πιο πολυπληθή (18ο αι.), πιο πλούσια από τα «κο(υ)πατσαροχώρια», είχαν εξαιρετικά ιεραρχημένη κοινωνία, με πολλά προνόμια από την Πύλη λόγω της στρατηγικής τους θέσης, είχαν το δικαίωμα να φέρουν όπλα και είχαν αναπτύξει το εμπόριο σε μεγάλο βαθμό (μέχρι τηn Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη). Η ακμή τους διαταράχτηκε στα τέλη του 18ου -αρχές 19ου αι., όταν μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο και το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, δραστηριοποιήθηκαν ληστές και άτακτα στρατιωτικά σώματα. Μάλιστα ο Αλή πασάς στις αρχές του 19ου αιώνα κατάφερε να υποτάξει τα βλαχοχώρια (αναφέρθηκε προηγούμενα).

      Στις αρχές του 20ου αιώνα και κυρίως στη δεκαετία του ʼ30, η περιοχή αντιμετώπισε δημογραφική έκρηξη, ταυτόχρονα μεγάλη φτώχεια και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην και εκτός των ορίων τους [εσωτερική (Θεσσαλία - Μακεδονία) και εξωτερική μετανάστευση (ιδιαίτερα Ηνωμένες πολιτείες)]. Είναι αλήθεια, όμως, ότι  οι «Κο(υ)πατσαραίοι» δεν είχαν την τάση να απομακρύνονται από την περιοχή τους, όπως οι Βλάχοι και οι κάτοικοι του Βοΐου.

     Στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου, ο τόπος αυτός αποτέλεσε ένα από τα κατεξοχήν πεδία δράσης της Εθνικής Αντίστασης και αντιμετώπισε προβλήματα υλικών και ανθρώπινων καταστροφών. Μάλιστα τα χωριά σε μεγάλο υψόμετρο (π.χ. Δοτσικό, Φιλιππαίοι) είχαν εκκενωθεί ολοκληρωτικά και μετά τον Εμφύλιο κατοικούνταν μόνο το καλοκαίρι από τους κτηνοτρόφους και τους παραθεριστές.

     Οι κτηνοτρόφοι έχουν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στα χωριά της Θεσσαλίας και πηγαίνουν στα βοσκοτόπια του ορεινού χωρίου τους μόνο το καλοκαίρι. Είναι προφανές ότι τα πεδινά χωριά απέκτησαν μεγαλύτερη οικονομική σημασία από τα ορεινά και στα κάτω «Κο(υ)πατσαροχώρια» (π.χ. Μέγαρο) δύσκολα συναντάει κανείς περιπτώσεις ημινομάδων κτηνοτρόφων, που να μετακινούνται (βουνό-κάμπος).

    Μετά το 1970  οι κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούν φορτηγά για τη μεταφορά των ζώων τους και είναι ελάχιστοι αυτοί που μεταβαίνουν πεζοί στη Θεσσαλία στα χειμερινά χωριά τους (απόσταση περίπου 150 χιλιόμετρα). Τίποτε πλέον δεν θυμίζει τις παλιές μετακινήσεις χιλιάδων ζώων, που διέτρεχαν τις παραδοσιακές κτηνοτροφικές στράτες.

(Συνεχίζεται)

(του Γιάννη Τσιαμήτρου)


κτηνοτροφία

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής